Την ανησυχία του για τα φαινόμενα βανδαλισμών, που μπορεί να οδηγήσουν στην «αίρεση του ναζισμού, που δεν έχει θέση στην κοινωνία», εξέφρασε χθες από τα Χανιά ο καθηγητής της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ., Γιώργος Τσιάκαλος, ο οποίος βρέθηκε στην πόλη καλεσμένος από την Ενωση Γονέων Δήμου Χανίων και την ΕΛΜΕ.
Ωστόσο, ο ίδιος φάνηκε ενθουσιασμένος από το επίπεδο των μαθητών που συνάντησε στα Χανιά και συζήτησε μαζί τους για την ενδοσχολική βία.
Ο κ. Τσιάκαλος επισκέφτηκε σχολεία, ενώ σε συνέντευξη Τύπου, χθες το μεσημέρι, στα γραφεία της ΕΛΜΕ, υπογράμμισε:
«Oταν μία κοινωνία συνηθίζει να αποδέχεται ότι υπάρχει και ένα μονάχα κρούσμα βίας, όπως ο βανδαλισμός, ο χουλιγκανισμός, το φαινόμενο όπου οι δυνατοί επιβάλλονται στους αδύναμους μέσα στα σχολεία, τότε μία τέτοια κοινωνία αποδέχεται και πιο εύκολα ακόμα και κοσμοθεωρίες, πολιτικές ιδεολογίες που έχουν στο επίκεντρό τους τη βία. Οπως π.χ. ήταν ο ναζισμός, ο οποίος θεωρούσε ότι ο δυνατός είναι εκείνος που πρέπει να κυριαρχεί και να ηγείται».
«Ετσι», πρόσθεσε, «ξεκίνησαν τα εγκλήματα των ναζί, δολοφονώντας με μαρτυρικό τρόπο όλους εκείνους τους ανθρώπους που θεωρούνταν από τη γέννησή τους ότι ήταν αδύναμοι και γι’ αυτό δεν είχαν δικαίωμα στη ζωή. Δυστυχώς, τέτοιες ναζιστικές ιδεολογίες εμφανίστηκαν και στην Ελλάδα και αυτές εκφράζονται μέσα από τη Χρυσή Αυγή, η οποία έχει μεταφράσει αυτά τα κείμενα και τα παρουσιάζει ως δικά της. Πρέπει, λοιπόν, οι νέοι μας να γνωρίσουν τι έγινε στον κόσμο, όταν αυτές οι θεωρίες έγιναν πράξη. Η άποψη των ναζί ότι θα πρέπει οι νόμοι της Φύσης να είναι και νόμοι της κοινωνίας, δηλαδή ο δυνατός να κυριαρχεί και ο αδύναμος δεν έχει δικαίωμα στη ζώη, είναι αντίθετη με δύο δικές μας σημαντικές παραδόσεις. Πρώτον ότι ο ελληνικός πολιτισμός ήταν εκείνος ο οποίος απέναντι σε όλους τους βαρβάρους έφερε τη λογική ότι πρέπει να υπάρχουν νόμοι που είναι διαφορετικοί από τους νόμους της Φύσης και δεύτερον ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας ήταν η πρώτη που αποφάσισε ότι ο εθνοφυλετισμός (εθνικισμός), που αργότερα μετονομάσθη σε ναζισμό, είναι μία αίρεση που δεν έχει θέση στην κοινωνία. Θα πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουν όλοι ότι αυτές οι ναζιστικές θεωρίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τις δικές μας σημαντικές παραδόσεις».
ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
Για τις επισκέψεις του σε σχολεία και τις επαφές του με μαθητές ο κ. Τσιάκαλος δήλωσε «ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, που σε μια εποχή κρίσης, σε μια εποχή που φαίνεται να μην υπάρχουν προοπτικές σε αυτή τη χώρα, συνάντησα μαθητές/τριες, ηλικίας 15 έως 18 χρόνων, που μου έδειξαν ότι αυτή η χώρα έχει πολλές δυνατότητες να προχωρήσει, αν τυχόν αποφασίσει να καλλιεργήσει τη δημιουργικότητα των νέων ανθρώπων και να δώσει ελευθερία για να προχωρήσουν» και πρόσθεσε:
«Τα σχολεία, δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έδιναν αυτή τη δυνατότητα και οι ιθύνοντες της παιδείας, δεκαετίες τώρα, ουσιαστικά, δεν δίνουν τη δυνατότητα και αρνούνται να κάνουν εκείνες τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πια είναι απαραίτητες -το βλέπουν όλοι- για να κάνουμε ένα βήμα μπροστά. Εχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μία σειρά από αλλαγές, ακόμη και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, ώστε πολύ γρήγορα να χρησιμοποιήσουμε την εκπαίδευση ως εκείνο το εφαλτήριο που θα μας οδηγήσει σε μία καλύτερη κατάσταση. Σύντομα κιόλας γιατί γνωρίζουμε από άλλες χώρες που είχαν οικονομική κρίση πώς κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν την εκπαίδευση, τη δημιουργικότητα, την έρευνα και την καινοτομία για να προχωρήσουν».
Ο κ. Τσιάκαλος πρότεινε τη συνέχιση τέτοιων ενημερωτικών εκδηλώσεων στα σχολεία τονίζοντας ότι «ήταν η αρχή μιας ολόκληρης διαδικασίας, που, κατά τη γνώμη τη δική μου, των γονέων και των καθηγητών/τριών, θα πρέπει να ακολουθηθεί από μια σειρά από συστηματικές παρεμβάσεις και διαδικασίες εκπαιδευτικές. Αυτό που με ενθουσίασε ήταν προφανώς, πρώτα το ενδιαφέρον των μαθητών/τριών και η δεκτικότητά τους, το ενδιαφέρον να συζητήσουν και το ενδιαφέρον να μάθουν πράγματα τα οποία δεν υπάρχουν μέσα στα δικά μας αναλυτικά προγράμματα. Είχα και συζητήσεις με καθηγητές/τριες. Είναι φανερό ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει στα μαθήματά τους να βάζουν πολλά από αυτά τα θέματα. Θα πρέπει οι διευθυντές των σχολείων να συζητούν π.χ. θέματα βίας και βανδαλισμού και να βάζουν στόχους που θα λένε π.χ. ότι μέσα σε έξι μήνες ή έναν χρόνο, το δικό μας σχολείο σε όλους αυτούς τους τομείς θα πρέπει να έχει προχωρήσει. Η συνεργασία με την ΕΛΜΕ -όχι μόνο η δική μου- αλλά και η προθυμία πολλών συναδέλφων μου τόσο από τα Πανεπιστήμια όσο και συναδέλφων από διάφορα σχολεία, που έχουν ειδικευτεί σε διάφορα θέματα, θα πρέπει να γίνει κάτι το οποίο τελικά να είναι θεσμοθετημένο. Δηλαδή τα σχολεία θα πρέπει να αποκτήσουν ένα δίκτυο σχολείων, δίκτυο εκπαιδευτικών, γιατί από την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, εξαρτάται αν θα προχωρήσουμε ως χώρα. Επειδή θεωρώ ότι πρέπει να προχωρήσουμε και επειδή είμαι βέβαιος ότι για να προχωρήσουμε θα πρέπει να κάνουμε αυτά τα τολμηρά βήματα γι’ αυτόν τον λόγο δηλώνω ο ίδιος συμμέτοχος σε όλη αυτή την προσπάθεια και ταυτόχρονα την αισιοδοξία μου ότι πράγματι θα προχωρήσουμε».