Μα ’ναψες, φως μου, μια φωθιά απού ζωή μου δίνει
και τρέμω όντε φανταστώ, την ώρα που θα σβήνει.
Τσι δυό καρδιές μας σμίξαμε και δε μας τσι ξεσμίγει
ούτε ο Χάρος μάθια μου, όποιος κι αν πρωτοφύγει.
Ήλιος, αέρας, ουρανός, γέλιο χαρά, τραγούδι
είσαι αγάπη μου γλυκειά κι ευωδιαστό λουλούδι.
Τα μάθια σου, το γέλιο σου, και η γλυκειά φωνή σου
κι η παιδική σου η καρδιά με δέσανε μαζί σου.
Όταν γελάς, αγάπη μου, γελούν βουνά και κάμποι,
ανθίζουνε τα γιασεμιά κι ο κόσμος όλος λάμπει.
Ένα μονάχα χάδι σου, ψυχή μου, θα γιατρέψει
βαθειά πληγή που μ’ άνοιξες κι έχει κακοσυνέψει.
Μόνο με γέλιο αγγελικό το εδικό σου μοιάζει
για τούτονα κι όντε γελάς η γης αναγαλλιάζει.
Άλλη δε βάνω στην καρδιά ο κόσμος κι αν χαλάσει
για δε σου μοιάζει, αφέντρα μου, καμιά σ’ ούλη την πλάση.
Απ’ της καρδιάς μου τη φωλιά, γλυκειά μου, δεν σε βγάνω,
ώστε να ζω και να νογώ κι ούτε σαν αποθάνω.
Καταμεσίς τση θάλασσας, φωθιά μπορώ ν’ ανάψω
μα δεν μπορώ αγάπη μου να σ’ αγαπώ να πάψω.
Και ν’ αποθάνω ίδια ’δα, καρδιά μου, δε με νοιάζει,
που νιώθω «κλινικά νεκρός» μακριά σου, με σπαράζει.
Δεν με τρομάζει ο κίνδυνος, το μόνο που φοβούμαι
μη σε ζορίσουν να μου πεις, να… ξε-αγαπηθούμε!
Όλες είναι πανέμορμες θα διαβάσω λίγες σήμερα