Μεταξύ των πλέον συγκλονιστικών εγκληματικών ενεργειών που προκάλεσαν στη χώρα μας οι Ναζί την κατοχή συμπεριλαμβάνεται η Πρωτομαγιά του 1944 με την εκτέλεση 200 Ελλήνων αγωνιστών σε αντίποινα δολοφονίας ενός Γερμανού στρατηγού και τριών συνοδών του.
Κι ενώ οι νέες γενιές πρέπει να μαθαίνουν την ιστορία του τόπου στα σχολεία με υποχρέωση της Πολιτείας, συμβαίνει να γίνεται αυτό από τον Τύπο. Τα «Χ.Ν.» αναφέρθηκαν επανειλημμένα στην άγρια αυτή δολοφονία των αγωνιστών του ΕΑΜ που άφησαν την τελευταία τους πνοή στημένοι στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών κατακτητών. Οι περισσότεροι ήταν φυλακισμένοι και εξορισμένοι από χρόνια στην Ακροναυπλία και την Ανάφη. Ηταν αγωνιστές της πατρίδας, που παρέδωσε, δυστυχώς, η χούντα του Μεταξά στους κατακτητές. Ο,τι χειρότερο, Ελληνες εναντίον Ελλήνων για τα πολιτικά φρονήματα, για τη μανία του κομματισμού, αυτήν τη νοσηρή εξάρτηση που επικράτησε για να έρθει μετά τη γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός που οδήγησε χιλιάδες Ελληνες στην ξενιτιά. Τα χωριά μας άρχισαν να συρρικνώνονται πληθυσμιακά από τη μία άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη. Και το «κακό» συνεχίστηκε με την πολιτική αστάθεια στη χώρα, αιτία που έφερε τη χούντα το 1967. Ετσι, λοιπόν, η πατρίδα μας που γέννησε τη δημοκρατία, το καλύτερο πολίτευμα, συνέχισε να έχει τεράστια εσωτερικά προβλήματα και μετά την πτώση των πραξικοπηματιών το 1974, μ? εξαίρεση ορισμένα μικρά διαλείμματα?
Ο δημοκρατικός Τύπος της εποχής εκείνης αναφέρει ότι μέσα στους 200 αγωνιστές που άδικα εκτελέσθηκαν ότι ήταν και Κρητικοί. «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος». Μ? αυτά τα λόγια -λόγια ψυχής και γενναιότητας- ένας απ? τους 200 εκτελεσθέντες κομμουνιστές στην Καισαριανή, ο Νίκος Μαριακάκης, έδειξε τον δρόμο. Η ζωή του, όπως και των υπόλοιπων συντρόφων του, φόρος αίματος για τη λευτεριά. Η θυσία τους λίπασμα ζωής για την «επόμενη» μέρα. Για έναν κόσμο, έτσι όπως τον ονειρεύονταν. Λεύτερο και δίκαιο. Ο τοίχος της Καισαριανής κόκκινος. Απ? το αίμα νεαρών αγωνιστών. Οι εκτελέσεις ανά 20άδες. Δέκα φορές στήθηκαν ανά ομάδες στον τοίχο. Και στη σελίδα της ιστορίας, η 1η Μάη 1944 καταγράφηκε ως η πιο αιματοβαμμένη. Ο ελληνικός λαός έπρεπε να πληρώσει το αντίτιμο για έναν Γερμανό στρατηγό, που σκοτώθηκε σε μάχη στους Μολάους στη Σπάρτη, στις 27/4/1944. Ετσι ξεκίνησαν όλα. Απ? αυτή τη συγκεκριμένη διαταγή. Κανείς δε λύγισε. Μεγάλος o κατάλογος. Ενας, ένας, όσοι άκουγαν το όνομά τους στο προσκλητήριο εκείνης της Κυριακής, ήξεραν τι τους περιμένει. Θάνατος, φόρος αίματος για τη λευτεριά. Στο άκουσμα κάθε ονόματος, ρίγη σεβασμού για τον ήρωα που θα περνούσε στην ιστορία. «Ζήτω το ΕΑΜ! Γεια σας αδέρφια! Εκδίκηση!», τα λόγια του αποχαιρετισμού. Κανείς δε φοβήθηκε. Κανείς δε λύγισε. Κανείς δε ζήτησε να του χαριστεί η ζωή. Γιατί η ζωή κατακτάται και ζωή σημαίνει ελευθερία. Και το προσκλητήριο τελείωσε. Συμπληρώθηκαν οι 200 που «χρωστούσαμε», για να πληρωθεί το «γραμμάτιο» του στρατηγού. Ξημέρωσε η Δευτέρα της Πρωτομαγιάς του 1944. Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν να πάνε τους μελλοθάνατους στην Καισαριανή. «Αντίο» με περηφάνια και λεβεντιά. «Φάρος» η ζωή τους για τις μελλοντικές γενιές…».
Μετά από πολλές δεκαετίες, ο Δήμος Χανίων στη μνήμη αγωνιστών από την Κρήτη, αφιέρωσε σε διάφορους οδούς τα ονοματεπώνυμά τους και πριν λίγα χρόνια ο Δήμος Πλατανιά σε δρόμο της σημερινής πανέμορφης κωμόπολης, άλλοτε μεγάλου παραγωγικού αγροτικού χωριού, έδωσε την ονομασία με τ? ονοματεπώνυμο του νοικοκύρη γεωργο-κτηνοτρόφου από τον Πλατανιά, Θρασύβουλου Καλαφατάκη ή Καλαφάτη όπως τον έλεγαν.
Για τον μακαριστό αγωνιστή Θρασύβουλο Καλαφατάκη ο γαμπρός του Ιωάννης Μαράκης, που συναντήσαμε στον Πλατανιά, είπε με συγκίνηση για τον πεθερό του τα εξής: «Γεννήθηκε το 1904 στον Πλατανιά και ήταν πέντε αδέρφια εκ των οποίων τα τέσσερα αγόρια. Εκείνος υπήρξε το προτελευταίο παιδί από τα αδέρφια του. Ηταν μορφωμένος για την εποχή του, αφού εκείνα τα δύσκολα χρόνια είχε τελειώσει το Α? Εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Χανίων. Δεν συνέχισε, όμως, τις σπουδές του γιατί θα έβρισκε εμπόδια από το κατεστημένο στην επαγγελματική του αποκατάσταση επειδή ανήκε στο ΚΚΕ και έτσι παρέμεινε στο χωριό νοικοκύρης με πολλές αγελάδες και στάβλο, ενώ τον Ιανουάριο του 1939 είχε ανοίξει συνεταιρικά με τον Μανούσο Προβιδάκη στα Χανιά πρατήριο γαλακτοκομικών προϊόντων. Δεν πρόλαβε, δυστυχώς, να χαρεί την επιχείρηση αυτή, όπως και την οικογένειά του, αφού μέσα στην ίδια χρονιά κι ενώ ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο μικρών κοριτσιών, ηλικίας 4 και 2,5 ετών, συνελήφθη για τα πολιτικά του φρονήματα και κλείστηκε αρχικά στις φυλακές των Χανίων. Αργότερα, η χούντα του Μεταξά τον πήγε σε διάφορες άλλες φυλακές των Αθηνών με τελευταία στο φρούριο – φυλακές στην Ακροναυπλία όπου μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του αριστερών πεποιθήσεων, 200 στον αριθμό, εκτελέστηκαν στην Καισαριανή. Γυναίκα μου είναι η μικρή του κόρη η Μαρία με την οποία αποκτήσαμε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι εκ των οποίων στον γιο μας δώσαμε τ? όνομα του παππού του?».