Aφιερωμένη στη Μητέρα μας η Κυριακή 12 Μαΐου 2013, ένα πρόσωπο ιερό, ένα πρόσωπο σπουδαίο, το πρώτο πρόσωπο που αντικρίζουμε όταν ερχόμαστε στον κόσμο. Η γιορτή της μητέρας ή Ημέρα της Μητέρας είναι κινητή εορτή προς τιμήν της μητέρας και γιορτάζεται κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του μήνα Μάη. Εγκαθιδρύθηκε τον 20ό αιώνα και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικάνικο κίνημα των γυναικών.
Η Αμερικανίδα Ann Maria Reeves Jarvis διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες.
Ήθελε να τιμήσει τη μητέρα της που αγωνίστηκε για τη συμφιλίωση Νοτίων και Βορείων Αμερικανών μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου το 1864. Οι αγώνες της Άννας Τζάρβις δικαιώθηκαν το 1914, όταν το Κογκρέσο όρισε την επίσημη εθνική Γιορτή της Μητέρας τη γιορτή αυτή.
Επίσης, το 1870 η Julia Ward Howe διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μην στέλνονται στον πόλεμο.
Μία νεότερη εκδοχή ήταν η αποκαλούμενη “Mothering Sunday”, που μας μεταφέρει στην Αγγλία του 1600. Αυτή η μέρα γιορταζόταν την 4η Κυριακή της Σαρακοστής προς τιμή όλων των μητέρων της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας, οι υπηρέτες που έμεναν στα σπίτια των αφεντικών τους έπαιρναν μία μέρα άδεια για να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να περάσουν την ημέρα με τις μητέρες τους.
Καθώς ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Ευρώπη η γιορτή μεταβλήθηκε προς τιμή της “Μητέρας Εκκλησίας” αλλά με τον καιρό οι δύο έννοιες συγχωνεύτηκαν. Ετσι ο κόσμος τιμούσε ταυτόχρονα την μητέρα και την Εκκλησία. Παραδοσιακά δώρα όπως τα λουλούδια, τα φυτά ή οι σοκολάτες προσφέρονταν στη Γιορτή της μητέρας.
Στην Ελλάδα, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Γιορτή της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου του 1929, για να συνδυαστεί η Γιορτή αυτή με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής. Τελικά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή μεταφέρθηκε από τις 2 Φεβρουαρίου στη 2η Κυριακή του Μαΐου.
Η Αρχαία Ελλάδα είναι η πρωταρχική πηγή αναφοράς στην “γιορτή της μητέρας”. Ήταν γιορτή της άνοιξης όπου λατρευόταν η Γαία, η μητέρα Γη, μητέρα όλων των θεών και των ανθρώπων. Αργότερα την αντικατέστησε η κόρη της η Ρέα η σύζυγος του Κρόνου, μητέρα του Δία και θεά της γονιμότητας. Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, συναντάμε τη Γιορτή της Μητέρας ως γιορτή αφιερωμένη στη Θεά Κυβέλη, που γινόταν κάθε Μάρτιο.
Σύμφωνα με έρευνες η γιορτή της Μητέρας κατέχει τα τελευταία χρόνια μερίδιο 26% στο σύνολο των ετήσιων πωλήσεων λουλουδιών και φυτών που γίνονται κατά τη διάρκεια των διάφορων γιορτών.
Μάνα
του Γερaσιμου Μαρκορa
Μάνα! Δε βρίσκεται
λέξη καμία
να ‘χει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ´ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ´ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ´ αγνώριστα
βρόχια τσ´ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε
τ´ άνθια κ´ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του
Η καρδιά της μάνας
του ΑγγελοΥ ΒλΑχοΥ
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!
Η μανούλα
του Στελιου Σπεραντσα
Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!
Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;
Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!
[ Μητέρα..]
του ΓιΑννη ΡΙτσοΥ
απόσπασμα απ’ το «Εμβατήριο του ωκεανού»
…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…
Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι
Μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.
Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα
με τ’ αλατισμένα ματόκλαδα
με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια
περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες
κάτω απ’ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα
κάτω απ’ τα σπίτια με τους κόκκινους γλόμπους
κάτω απ’ τα μέγαρα
που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.
Μητέρα, μητέρα
πού αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
πού ‘ναι το χέρι σου
ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων…