Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου, 2025

Eυθύβολα και μη…

Χθες στον καθρέφτη δεν αναγνώρισα το είδωλο μέσα σε κείνον…
«Ποιος είσαι συ ρε φίλε;», «Πού πας και τι γυρεύεις;» «Πώς βρέθηκες εδώ;», «Από πού μπόρεσες και μπήκες στο σπίτι;».
Ερωτήματα πολλά που έρχονταν ένα – ένα ή και όλα μαζί ενάντιά μου! Δεν ήμουν σίγουρος ποιος τα απηύθυνε· εγώ ή το είδωλο απέναντί μου…
[Απ’ έξω ακούστηκε η φωνή της μικρής: «μπαμπά έλα, έλα μπαμπά, σε περιμένω, πού είσαι;»]
Πού ήμουν άραγε; Για πόσο ήμουν εκεί; Κυρίως τι ήμουν; Τι… ήμουν και τι έγινα; Πώς και πότε όλα αυτά να γίνηκαν;
Αβίαστα τα ερωτήματα, επιτακτικά να ζητούν απαντήσεις κι εγώ να κοιτώ αυτόν που με κάρφωνε στα μάτια! Μάτια άγνωστα, βλέμμα ερευνητικό έως ενοχλητικό!
«Γιατί κύριε έχετε τέτοιο ύφος! Τι σας έκανα; Κυρίως τι δεν σας έκανα; Τι δεν έκανα; Γιατί όλα που ’χω κάνει δεν προσμετρούνται; Η μήπως τούτα προσμετρούνται και δεν βγαίνουν οι λογαριασμοί;».
Στον πληθυντικό της ευγενείας ο λόγος! Μα αίφνης: «γιατί με εξωθείς προς αυτήν την κατεύθυνση των σκέψεων;» τον ρώτησα άγαρμπα! «Γιατί να φταίω εγώ που δεν το μπορείς να απαντήσεις στα ερωτηματικά σου»;
Με κοίταξε και άλλαξα τον τόνο στη φωνή…
«Δεν σας ξέρω και φοβούμαι πως πρώτη φορά σας συναντώ! Προς τι μια τέτοια αξίωση να με ανακρίνετε! Ποιος σας το δίνει τέτοιο δικαίωμα να με απαξιώνετε;».
Εκανα να φύγω· από φόβο(;) ή δειλία(;) ή απόγνωση(;). Δεν έβγαζα συμπέρασμα από μια τέτοια απίθανη συνάντηση που δεν οδηγούσε πουθενά! Δεν άκουγε αυτός τις ερωτήσεις μου(;), δεν ήθελε να μου απαντήσει ή δεν είχε κάτι να αποκριθεί;
Απέστρεψα το βλέμμα και έσκυψα να δέσω τα κορδόνια μου που… ήταν δεμένα! Κρατήθηκα κάτω σκυμμένος με το βλέμμα καρφωμένο στα παπούτσια!
Σηκώθηκα! Εκείνος, άφαντος! Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Κοίταξα πιο προσεκτικά. Σίγουρα είχε φύγει! Βαθιά αναπνοή… Δεν ήξερα αν ήμουν χαρούμενος που τώρα πια αναγνώριζα τη μορφή του ειδώλου απέναντί μου μες στον κεντρικό καθρέφτη!
Μάλλον προβληματισμένος· ποιος ήταν εκείνος ο άλλος; Πούθε ξετρύπωσε; Γιατί σήμερα, γιατί κείνη την ώρα;
Τώρα τα ερωτήματα δεν είχαν αποδέκτη… Εφτιαξα το μαλλί, πήρα κλειδιά αυτοκινήτου, σπιτιού, κινητό τηλέφωνο και τον εαυτό μου και κλείσαμε πίσω την πόρτα!
Στην εξώπορτα η μικρή μου αναστέναξε: «Μπαμπά γιατί πάλι αργείς;».
Κοίταξα τα μάτια της, μου χαμογέλασαν, της χαμογέλασα! Κράτησα σφιχτά στο χέρι το χεράκι της και φύγαμε…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα