«Συχνά γίνομαι ακούσιος μάρτυρας σε ιστορίες ανθρώπων· που άλλες κρατώ, άλλες ξεχνώ κι άλλες ιστορώ…»
Μαρινέλλα Βλαχάκη
Ανεστης Καζαζης
ankaz2012@hotmail.com
Είναι άραγε πιο σημαντικό να εξετάσει κανείς τη σημασία του επιθέτου «ακούσιος» ή τη βαρύτητα της λέξης «μάρτυρας»; Ακόμα κι αν λείψει το επίθετο, αυτό που κάνει έναν άνθρωπο καλλιτέχνη είναι η συνειδητοποίηση πως αποτελεί μάρτυρα. Καλλιτέχνης δεν είναι αυτός που ψάχνει να βρει θέμα. Αλλά εκείνος που παίρνει τη ζωή καθώς αυτή περνά δίπλα του και την μετατρέπει σε τέχνη.
Μια γυναίκα περιμένει τη σειρά της στην Τράπεζα. Γύρω της άγνωστοι σκέφτονται με αριθμούς, απογοητεύονται με υπόλοιπα, ονειρεύονται υψηλές αποδόσεις. Χαρτάκια προτεραιότητας, προστατευμένα ταμεία, σκόρπιες ανταλλαγές έκπληξης τυχαίων συναντήσεων ανθρώπων που θα χαθούν με τον ίδιο τρόπο. Ολοι φαίνονται ίδιοι. Μα εκείνη έχει την δική της καταμέτρηση. Οχι αυτή των χρημάτων. Η ώρα που περιμένει της δίνει την ευκαιρία καταμέτρησης παρελθόντος. Οχι να αναμετρηθεί μαζί του. Να υπολογίσει περισσότερο όχι τόσο τις απουσίες που πληγώνουν, αλλά τη δική της προσωπική απουσία, που πονά τη μνήμη.
Μια γυναίκα χτυπημένη από τη μοίρα, μαθαίνει να ζει μαζί της. Κυνηγημένη από τους δαίμονες μαθαίνει να ταξιδεύει μαζί τους μέχρι τη Σπιναλόγκα. Προδομένη από καρδιά και χρόνο, βρίσκει κουράγιο και τοίχο να ακουμπήσει τη ζωή της που τελειώνει. Βαθιά λυτρωμένη απ’ το ψιλόβροχο και τις υγρές ανάσες των δέντρων.
Μια γυναίκα που μεγαλώνει με τις παιδικές εικόνες τακτοποιημένες από χέρια μαμάς. Τελετουργίες Κυριακής, για να μοιάζει το σπίτι έτοιμο, καθαρό, σχεδόν γιορτινό. Ολα στη θέση τους και στο κρεβάτι τα πορσελάνινα μποτάκια της κούκλας να ξεφεύγουν απ’ τον ποδόγυρο. Το άψυχο που επιζεί μαζί με την ενέργεια ανθρώπων που χάθηκαν πια, αλλά παραμένουν ανάμνηση, τιμητικά τακτοποιημένη.
Μια γυναίκα που από το παράθυρο του σπιτιού της ανοίγει διάλογο με το άγνωστο. Συνδιαλέγεται με το ξένο χωρίς λέξεις, κυρίως με βλέμματα. Τακτοποιεί τον χρόνο της όπως τον καημό για την φοινικιά που ξεραίνεται. Ο μικρός μετανάστης να ξεγελά τα πουλιά στις κορυφές των απέναντι δέντρων, καδραρισμένη εκείνη στο παράθυρο. Ή άλλοτε πάλι να κρυφακούει ανώνυμους λυγμούς στο απέναντι παγκάκι.
Μια γυναίκα που έμαθε να διακρίνει την ανθρωπιά πίσω από το περίγραμμα των κορμιών. Που ένα μόνο σπουργίτι είναι ικανό για να της υπενθυμίσει την αμελητέα της παρουσία. Αυτή που έφυγε από το χωριό για τη μεγάλη πόλη, με την ευχή μιας νέας αρχής για να υποκύψει τελικά στη σύμβαση του αναμενόμενου. Εκείνη που σε μια βόλτα συνειδητοποιεί πως το παλιό λιμάνι είναι μεγάλο για να χωρέσει όλους τους ανθρώπους. Μαμά, σε έναν απ’ τους γνωστούς εσωτερικούς μονολόγους αγάπης για το παιδί που μεγάλωσε, αλλά μεγάλωσε όμορφα.
Μια γυναίκα που έμαθε να εντοπίζει τις μυρωδιές ζωής ακόμα κι όταν τα «σκουπίδια» κερδίζουν ολοένα και περισσότερο χώρο. Που δεν μπορεί να φυλαχτεί από τη γλύκα των πραγμάτων και αντικρίζει το πρόσωπό της να τσαλακώνει μέρα με τη μέρα, σαν το ύφασμα παλιού αγαπημένου φορέματος. Εκείνη που αρπάζει την άκρη της λευκής κορδέλας μιας άγνωστης. Γιατί εκεί, στο άγνωστο καμιά φορά βρίσκουμε τον εαυτό μας.
Δεκατρία τα διηγήματα της Μαρινέλλας Βλαχάκη, που απαρτίζουν το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Η τελευταία εργάσιμη». Περίεργη, εσκεμμένη ή τυχαία αυτή η αριθμητική επιλογή. Ξεκάθαρη όμως η επιλογή της να μιλήσει απλά, λιτά. Να μιλήσει όπως παλιά συνήθιζαν να μιλούν οι άνθρωποι στον γείτονα ή τον περαστικό. Τότε που υπήρχε η διάθεση μέσα σε λίγες κουβέντες να πέσει φως μέχρι και στις πιο κρυφές προσωπικές γωνιές. Και αυτή ακριβώς είναι η επιτυχία του βιβλίου της. Το ότι καταφέρνει χωρίς πολλές περιδινήσεις λόγου, να διηγηθεί περιστατικά ζωής που φαινομενικά αποτελούν το «αδιάφορο», αλλά που στην πραγματικότητα υπενθυμίζουν το «διαφορετικό» και το μοναδικό κάθε ύπαρξης. Οταν αντικρίζεις τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, μόνο τότε μπορείς να σεβαστείς και την πορεία του. Ή τουλάχιστον να την καταλάβεις. Και πολύ περισσότερο να συνειδητοποιήσεις την αξία του δικού σου προορισμού. Η τελευταία εργάσιμη είναι ένα γράμμα με παραλήπτες εμάς. Ενα γράμμα, με ιστοριές φαινομενικά ξένες, δυνητικά οικίες. Με την ανθρωπιά να κερδίζει την έκταση που της αξίζει.