Καλλιόπη Χατήρα PhD*
«Πρώτα το άτομο παίρνει ένα ποτό,
μετά το ποτό παίρνει ένα ποτό,
και στο τέλος το ποτό παίρνει το άτομο».
Ρητό των Ιαπώνων
Το αλκοόλ είναι μία από τις πρώτες ουσίες που συνόδευσαν την εξέλιξη του πολιτισμού. Λαοί και οι φυλές, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των διαφόρων πολιτισμών, έκαναν χρήση ή και κατάχρηση διαφόρων ουσιών που κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η τοξικότητα. Μία από αυτές τις ουσίες ήταν και το αλκοόλ. Ο όρος “αλκοόλ” προέρχεται από την αραβική λέξη “al Kohl”.
Δεν είναι σαφές πότε ακριβώς το αλκοόλ εμφανίστηκε στην ιστορία του ανθρώπου, αλλά ούτε και πότε το αλκοόλ άρχισε να συνδέεται με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Ωστόσο, νόμοι και ρυθμίσεις σχετικά με την παραγωγή και πώληση οινοπνευματωδών ποτών υπάρχουν από τους πρώτους πολιτισμούς.
Σε διάφορους πολιτισμούς, σε διάφορες χρονικές περιόδους, το αλκοόλ χρησιμοποιήθηκε ως αναλγητική ουσία, ακόμη και ως αναισθητικό στη χειρουργική. Επίσης, το αλκοόλ, εκτός από ουσία εξάρτησης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τροφή, ως καύσιμη ύλη και ως ουσία που διευκολύνει τις διαπροσωπικές και κοινωνικές διαδικασίες. Τελικά, το αλκοόλ αποτελεί ένα “νόμιμο κοινωνικό ψυχοτρόπο” για χρήση από τους ενηλίκους. Στις σημερινές πλέον κοινωνίες το αλκοόλ αποτελεί μια ουσία που στα πλαίσια της κοινωνικής κατανάλωσης, δεν θεωρείται προβληματική, αλλά ένα από τα βασικά στοιχεία των ανθρώπινων συναλλαγών και συναναστροφών.
Τα όρια ανάμεσα στην κοινωνική κατανάλωση του αλκοόλ και στην προβληματική κατανάλωση αλκοόλ, που θεωρείται πλέον εξάρτηση δεν είναι δύσκολο να περαστούν. Η εξάρτηση από το αλκοόλ είναι γνωστή ως αλκοολισμός, όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1840 από τον Σουηδό γιατρό Huss. Ωστόσο, οι εξελίξεις για τον καθορισμό και την οριοθέτηση του αλκοολισμού ήταν πιο αποτελεσματικές και σαφείς από τη δεκαετία του 1960, όπου πραγματοποιήθηκαν έρευνες με στόχο την αποσαφήνιση του όρου του αλκοολισμού, των συμπτωμάτων του και του προφίλ των πασχόντων, καθώς και οι διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται στα διάφορα πολιτισμικά πλαίσια.
Η κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα βρίσκεται περίπου στη μέση της λίστας κατάταξης στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, ανησυχητικά είναι τα ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ στους νέους. Σύμφωνα με έρευνα του Currie και συν. (2004) το 5% των εφήβων, ηλικίας 11 ετών, το 11% των εφήβων, ηλικίας 13 ετών και το 29% των εφήβων, ηλικίας 15 ετών καταναλώνουν συχνά αλκοόλ. Και άλλες σύγχρονες διεθνείς και εγχώριες έρευνες συγκλίνουν στα ίδια σχεδόν ποσοστά. Επίσης, βρέθηκε ότι οι έφηβοι εκφράζουν προτίμηση για συγκεκριμένους τύπους ποτών.
Η μπίρα βρίσκεται στην υψηλότερη θέση προτίμησης και κατανάλωσης, ενώ ακολουθούν τα πιο βαριά ποτά.
Σύμφωνα με έρευνα του National Institute on Alcohol Abuse and Alcoholism (2013) ένα στα τέσσερα παιδιά μεγαλώνει μέσα σε σπίτι όπου τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας πίνει ή πίνει πολύ. Το παιδί μέσα σε ένα σπίτι όπου γίνεται μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ φέρει μεγαλύτερο κίνδυνο να υιοθετήσει και αυτό το ίδιο πρότυπο. Το συγκεκριμένο ινστιτούτο δίνει έμφαση στην έμμεση πρόκληση βλάβης στα παιδιά κυρίως μέσα από τα πρότυπα που δημιουργεί η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μέσα στην οικογένεια. Κύριος στόχος είναι να προστατευτούν τα παιδιά και οι έφηβοι έτσι ώστε να μην αρχίσουν την κατανάλωση αλκοόλ σε μικρή ηλικία, αλλά και ως ενήλικοι να πίνουν σε λογικά πλαίσια. Παράλληλα, προσφέρουν ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για την αντιμετώπιση του προβλήματος της χρήσης αλκοόλ σε όλες τις ηλικίες.
Η χρήση του αλκοόλ εξακολουθεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα στα νεαρά άτομα, στους εφήβους και νέους κάτω των 21 χρόνων σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας των νευροεπιστημών έχουν τεκμηριώσει τις αρνητικές επιπτώσεις του αλκοόλ στην εφηβική ανάπτυξη του εγκεφάλου και προστίθενται ακόμη περισσότερα στοιχεία για να υποστηρίξουν την επίκληση πρόληψης και μείωσης της κατανάλωσης αλκοόλ από τον ανήλικο. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι στην εφηβεία οι νέοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εθιστούν στο αλκοόλ, καθώς σε αυτή την ηλικία η μετάβαση από τη χρήση στην κατάχρηση και τελικά στην εξάρτηση γίνεται με γρηγορότερους ρυθμούς από ό,τι στους ενηλίκους. Πλείστοι παράγοντες που συντελούν στη χρήση αλκοόλ κατά την εφηβεία είναι η ανάγκη του εφήβου να μεγαλώσει γρήγορα, η δυναμική της φαντασίωσης του ενηλίκου, η τάση του να μιμείται την ενήλικη συμπεριφορά, η επιθυμία του να αρέσει στο αντίθετο φύλο και η δυναμική σύμπλευσης με τις προτιμήσεις των φίλων και της παρέας του.
Η χρήση αλκοόλ και μεγάλης κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών είναι κοινές κατά τη διάρκεια της εφηβείας και ενηλικίωσης, αν και η ελάχιστη νόμιμη ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ είναι τα 18 έως τα 21 έτη, ανάλογα τη νομοθεσία, στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μερικά άτομα μπορεί να αρχίσουν επικίνδυνη κατανάλωση οινοπνεύματος νωρίτερα στην παιδική ηλικία, 12 έως 14 ετών. Η επικράτηση της προβληματικής χρήσης αλκοόλ εξακολουθεί να κλιμακώνεται στο τέλος της εφηβείας, των νεαρών ενηλίκων ηλικίας 18 έως 20 ετών.
Το ζήτημα της χρήσης αλκοολούχων ποτών από τα νέα άτομα από το σχολείο ακόμη (γυμνάσιο, λύκειο), εξακολουθεί να αποτελεί μείζον θέμα.
Τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών που έχουν αποδείξει ότι η ανάπτυξη του εγκεφάλου συνεχίζεται και στην πρόωρη ενηλικίωση (μετεφβεία, πρώτη νεανική ηλικία) και ότι η κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να επηρεάσει με τέτοια ανάπτυξη υποδεικνύουν ότι η χρήση αλκοόλ από τους νέους είναι μια ακόμα μεγαλύτερη παιδιατρική ανησυχία για την υγεία. Η χρήση του αλκοόλ σε νεαρή ηλικία συνδέεται με μελλοντικά προβλήματα υγείας. Επιδημιολογικές μελέτες τεκμηριώνουν ότι ο επιπολασμός των δύο, εξάρτησης από το αλκοόλ και της κατάχρησης αλκοόλ, παρουσιάζουν εντυπωσιακή μείωση με την αύξηση της ηλικίας σε έναρξη της χρήσης. Για τα άτομα ηλικίας 12 ετών ή μικρότερα από την πρώτη χρήση, ο κίνδυνος επικράτησης της εξάρτησης από το αλκοόλ στη ζωή τους είναι 40,6%, ενώ εκείνοι που ξεκίνησαν στα 18 έτη είναι 16,6% και στα 21 έτη είναι 10,6%. Ομοίως, η επικράτηση της κατάχρησης οινοπνεύματος στη ζωή τους είναι 8,3% για τα άτομα που ξεκίνησαν τη χρήση σε ηλικία έως 12 ετών, 7,8% για εκείνους που ξεκίνησαν στα 18 έτη, και 4,8% για εκείνους που ξεκίνησαν στα 21 έτη. Η συμβολή της ηλικίας κατά την έναρξη της χρήσης αλκοόλ με τις αποδόσεις της εξάρτησης στη ζωή τους και της κατάχρησης επίσης μεταβάλλεται ελάχιστα σε κάθε φύλο και φυλή ως υποομάδες μελέτης της εξαρτητικότητας.
Σε σύγκριση με τη χρήση από ενηλίκους, η χρήση αλκοόλ από τους εφήβους είναι πολύ πιο πιθανό να είναι επεισοδιακή και πιο βαριά, που κάνει τη χρήση σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ταχεία ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ πιθανώς σχετίζεται με τους ηρωισμούς, τα στοιχήματα που βάζουν μεταξύ τους οι έφηβοι ή την ανάγκη να τολμούν και να υπερβάλουν των δυνατοτήτων τους. Διάφορα καμώματα βάζουν τον/την έφηβο σε ακόμα υψηλότερο κίνδυνο της υπερβολικής δόσης αλκοόλ ή της δηλητηρίασης από αυτό, όπου η καταστολή της αντανακλαστικής διαδικασίας του αναπνευστικού και τα τροχαία μπορεί να αποβούν μοιραία.
Η υπερβολική χρήση ή η κατάχρηση αλκοόλ σε εφήβους συνδέονται με πολλές άλλες ψυχικές και σωματικές διαταραχές (σοβαρές επιπλοκές της υγείας από την υπέρμετρη χρήση αλκοόλ). Διαταραχές από τη χρήση αλκοόλ είναι ένας παράγοντας κινδύνου για απόπειρες αυτοκτονίας, ψυχιατρικές διαταραχές που είναι πιθανότερο να συνυπάρχουν με διαταραχές της χρήσης αλκοόλ ή άλλων ουσιών που περιλαμβάνουν διαταραχές της διάθεσης, ιδιαίτερα κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, διάσπαση προσοχής (ADHD), διαταραχές συμπεριφοράς, βουλιμία, και ψυχωσικές διαταραχές. Σοβαρά προβλήματα σωματικής υγείας περιλαμβάνονται επίσης στον κατάλογο των συνεπειών της χρόνιας χρήσης και κατάχρησης του αλκοόλ (π.χ., διαταραχές του ύπνου, ηπατικές διαταραχές, κ.ά.).
Η πρόωρη έναρξη αλκοόλ έχει συσχετιστεί με μεγαλύτερη σεξουαλική ανάληψη κινδύνου (σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις, πολλαπλούς συντρόφους, κατάσταση μέθης κατά τη σεξουαλική επαφή και κίνδυνος εγκυμοσύνης), ακαδημαϊκά προβλήματα, άλλη χρήση ουσιών, και παραβατική συμπεριφορά μέσα στην εφηβεία ή αργότερα. Με την ενηλικίωση, κατά την όψιμη εφηβεία, η πρώιμη χρήση αλκοόλ σχετίζεται με τα προβλήματα της ακαδημαϊκής αποτυχίας, της απασχόλησης ή εργασίας, της κατάχρησης άλλων ουσιών, και παραβατική ή και βίαιη συμπεριφορά. Ανεξάρτητα από τους γενετικούς κινδύνους, η έκθεση των νέων παιδιών και εφήβων στο αλκοόλ ή τη χρήση άλλων ουσιών προβλέπει σοβαρές διαταραχές τόσο οργανικές όσο και ψυχικές και (ψυχο)κοινωνικές. Η χρόνια χρήση αλκοόλ, ή η λανθασμένη χρήση (πολύ δυνατά αλκοολούχα ποτά ή ο συνδυασμός πολλών αλκοολούχων), η κατάχρηση και η εξάρτηση επιβαρύνουν δραματικά την ψυχική και κοινωνική υγεία των εφήβων και νεαρών ατόμων που συχνά καλύπτουν όλο το φάσμα του διασυρμού της υγείας.
Η κατανάλωση 5 ή περισσότερα ποτά στη σειρά για μια περίοδο 2 ωρών περίπου χρησιμοποιείται συχνά ως ένας ορισμός για να περιγράψει την ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ από τους εφήβους ή νεαρούς ενηλίκους. Ωστόσο, πρόσφατες βιβλιογραφικές αναφορές επισημαίνουν ότι για αγόρια ηλικίας 9 έως 13 περίπου ετών και κορίτσια 14 μέχρι 17 ετών κάνουν ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ που ορίζεται από 3 ή περισσότερα ποτά. Για τα αγόρια, η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση ορίζεται από 4 ή περισσότερα ποτά για τις ηλικίες από 14 ή 15 ετών και 5 ή περισσότερα ποτά για τα άτομα ηλικίας 16 ή 17 ετών. Παρότι τα νέα παιδιά πιστεύουν ότι αυτή η ποσότητα και συχνότητα κατανάλωσης θεωρείται ακίνδυνη, διαπιστώνουμε σήμερα ότι στις προτιμήσεις τους έρχονται πρώτα τα βαριά ή σκληρά ποτά, όπως βότκα, ουίσκι και τεκίλα και μετά ακολουθεί η μπύρα ή το κρασί που παλιότερα αποτελούσαν την πρώτη προτίμησή τους.
Στη χώρα μας οι έφηβοι και τα νέα παιδιά καταναλώνουν συχνότερα αλκοολούχα ποτά, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως δεν κάνουν υπερβολική ή επικίνδυνη χρήση αλκοόλ και σπάνια μεθούν. Φαίνεται ότι το 28.2% των εφήβων ηλικίας 14-18 ετών, καταναλώνουν αλκοόλ τουλάχιστον 1-2 φορές την εβδομάδα. Τα αγόρια προηγούνται στην πρώτη κατανάλωση αλκοόλ σε σχέση με τα κορίτσια, Γύρω στα 12 έτη τα αγόρια δοκιμάζουν το πρώτο ποτήρι μπύρας ή κρασιού και ένα χρόνο μετά δοκιμάζουν πιο βαριά ποτά ενώ τα κορίτσια ξεκινούν περίπου ένα χρόνο μετά (στα 13 έτη), και στα 14.5 έτη τους δοκιμάζουν βαριά ποτά. Η πρώτη μέθη για τα αγόρια είναι κατά μέσο όρο στα 14.6 έτη, ενώ για τα κορίτσια στα 15 έτη Επίσης, σχετική μελέτη του Κέντρου Πρόληψης και Υγείας των Εφήβων της Α΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών έδειξε ότι το 14,5% των αγοριών και 10% των κοριτσιών ηλικίας 11-18 ετών έχουν κάνει χρήση αλκοόλ κι ακόμα ότι αυτή η συνήθεια συνδέεται άμεσα με το κάπνισμα, τη χρήση και άλλων ουσιών και τη σεξουαλική δραστηριότητα. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του Ινστιτούτου Καταναλωτών, οι νέοι μέχρι 12 ετών διαθέτουν το 11% από το χαρτζιλίκι τους για την αγορά τσιγάρων και αλκοόλ, ενώ στις ηλικίες 13 – 15 ετών το αντίστοιχο ποσοστό ανεβαίνει στο 32% και στις ηλικίες 16 – 18 ετών στο 47%. Από την ίδια έρευνα προκύπτει επίσης ότι τα Ελληνόπουλα έχουν την επικίνδυνη συνήθεια να καταναλώνουν κοκτέιλ αποτελούμενα από αλκοολούχα ποτά (συνήθως βότκα) και ισοτονικά. Τελικά, η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση μετά τη Δανία και τη Βρετανία στην κατανάλωση αλκοόλ από εφήβους.
Χωρίς αμφιβολία, η χρήση του αλκοόλ είναι ο κύριος συντελεστής για τις κύριες αιτίες θανάτου των εφήβων (π.χ., τροχαία ατυχήματα, η βίαιη συμπεριφορά και οι εγκληματικές ενέργειες, οι αυτοκτονίες) αλλά και επιπτώσεις σε σοβαρές διαταραχές της υγείας. Βεβαίως, το ότι μπορεί οι έφηβοι να πίνουν περιπτωσιακά, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα γίνουν αλκοολικοί, αυξάνουν όμως τις πιθανότητες επικινδυνότητας μιας άμετρης χρήσης ή και κατάχρησης του αλκοόλ όπου το ενδεχόμενο αλκοολισμού είναι ορατό. Επειδή ο όρος “κατάχρηση αλκοόλ” περιλαμβάνει τα αρχικά στάδια της προβληματικής χρήσης αλκοόλ, καθώς και την εξάρτηση από αυτό μπορεί να είναι πιο χρήσιμη έννοια στην παιδιατρική κλινική και κατά την ανάπτυξη προγραμμάτων πρωτογενούς πρόληψης της χρήσης αλκοόλ για τη νεολαία. Οι παιδίατροι θα πρέπει να γνωρίζουν σχετικά με την κατάχρηση ουσιών, και είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τους παράγοντες κινδύνου για το αλκοόλ και άλλων ουσιών μεταξύ των νέων εφήβων, να σκανάρουν τον/την ανήλικο για χρήση, να παρέχουν τις κατάλληλες σύντομες παρεμβάσεις, και να τον παραπέμπουν σε μια συστημική αντιμετώπιση από ειδικευμένους επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Η ενσωμάτωση των προγραμμάτων πρόληψης χρήσης αλκοόλ στην κοινότητα και το εκπαιδευτικό μας σύστημα από το δημοτικό σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο θα πρέπει να προωθηθεί από τους παιδίατρους και την κοινότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Η προώθηση της ευθύνης των μέσων μαζικής ενημέρωσης να συνδέουν την κατανάλωση αλκοόλ με ρεαλιστικές συνέπειες που θα πρέπει να υποστηρίζεται από παιδιάτρους και τους επαγγελματίες υγείας. Πρόσθετες έρευνες για την πρόληψη, τον έλεγχο και την ταυτοποίηση, σύντομη παρέμβαση, καθώς και τη διαχείριση και τη θεραπεία της χρήσης αλκοόλ και άλλων ουσιών από τους εφήβους εξακολουθεί να είναι αναγκαία για τη βελτίωση τεκμηριωμένων πρακτικών.
Σημαντικό ρόλο στην κατανάλωση του αλκοόλ παίζει το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζουν και επηρεάζονται οι νέοι αλλά και η δομή της οικογένειας σχετικά με τις αρχές και τις αντιλήψεις που διέπουν τη λειτουργία της. Η πρόληψη αρχίζει από τους γονείς. Όταν υπάρχει στην οικογένεια ιστορικό αλκοολισμού, θα πρέπει το παιδί να παρακολουθείται στενά. Οι οικογένειες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του αλκοόλ και άλλα προβλήματα χρήσης ουσιών στους νέους. Η χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών ή και τα δυο μαζί από τους γονείς ή τα μεγαλύτερα αδέλφια και η ανεκτική στάση των γονέων απέναντι στη χρήση, προβλέπουν μεγαλύτερο κίνδυνο της χρήσης αλκοόλ και της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών στους εφήβους και νέους. Η διακριτική γονική παρακολούθηση των παιδιών και η πειστική χρήση των κανόνων που διέπουν τη χρηστότητα του μέτρου και όχι μόνο στη χρήση αλκοόλ, αλλά και σε πολλές άλλες διαστάσεις της οικογενειακής ζωής αποτελούν σημαντική ενίσχυση στην αποτροπή της χρήσης αλκοόλ μεταξύ των νέων. Η παραδειγματική συμπεριφορά ως προς τη χρήση αλκοόλ, καθώς οι ορθά διαμορφωμένες αντιλήψεις και πράξεις των γονέων, καθώς και σταθερές συμπεριφορές (ούτε χαλαρές και ούτε υπερβολικά αυστηρές) επηρεάζουν πολύ τον έφηβο καθώς αποτελούν καλά πρότυπα ρόλων για υγιείς επιλογές ζωής.
Οι γονείς πρέπει να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικών όταν παρατηρήσουν σημαντικές αλλαγές στις δραστηριότητές του παιδιού τους, όπως έλλειψη ενδιαφέροντος για τις σχολικές του υποχρεώσεις, στα παιχνίδια ή τις αθλητικές του ενασχολήσεις, σχολική αποτυχία, αδιαφορία για το σπίτι και τις υποχρεώσεις του σε αυτό, αλλαγή στις συνήθειες του ύπνου και του φαγητού, συμπεριφορές μη συμβατές με τον χαρακτήρα του όπως εναντιωματική και αντιδραστική συμπεριφορά και επιθετικότητα απέναντι σε γονείς, φίλους ή άλλα προσφιλή του πρόσωπα, ριψοκίνδυνες συμπεριφορές (έλλειψη αυτοελέγχου, υπεκφυγές, ψέματα, συχνούς καβγάδες και ατυχήματα, εμπλοκή με το νόμο, παραβατικότητα, ροπή προς τη χρήση και άλλων τοξικών ουσιών όπως τσιγάρα και ναρκωτικά, απόσυρση, εσωστρέφεια και γενικά έντονα σημάδια καταθλιπτικής συμπεριφοράς.
Ο ρόλος του παιδιάτρου και των άλλων παρόχων υγειονομικής περίθαλψης που νοιάζονται για τα παιδιά και τους εφήβους θα πρέπει να βοηθήσουν στην πρόληψη, τον εντοπισμό και τη θεραπεία της χρήσης αλκοόλ και άλλων ουσιών από τους νέους. Οι παιδιατρικές κατευθυντήριες γραμμές για τη φροντίδα της υγείας των παιδιών και των εφήβων συνιστούν ότι οι παιδίατροι πρέπει να συζητούν τη χρήση της ουσίας ως μέρος της προβλεπτικής καθοδήγησης και της προληπτικής φροντίδας. Επειδή οι παιδίατροι λόγω της κατανόησης της δυναμικής της οικογένειας και τις μακροχρόνιες σχέσεις που αναπτύσσουν με αυτές μπορούν να προσδιορίσουν προβλήματα κατάχρησης ουσιών των οικογενειών και να διευκολύνουν τη φροντίδα τους.
Οι παιδίατροι μπορούν επίσης να συμμετέχουν στην πρωτογενή πρόληψη της κατάχρησης οινοπνεύματος μέσω εκπαιδευτικών και ψυχολογικών παρεμβάσεων με τη νεολαία δεδομένου ότι έχουν σημαντικό ρόλο υπεράσπισης των συστημάτων υγείας.
Υπάρχουν βάσιμα στοιχεία που να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα προγραμμάτων πρόληψης με επίκεντρο την οικογένεια και μιας πολιτισμικά εστιασμένης κατάρτισης σε μακροπρόθεσμη πρόληψη της κατάχρησης αλκοόλ. Οι παιδίατροι, οι κλινικοί της ψυχικής υγείας, παιδοψυχίατροι και ψυχολόγοι, θα πρέπει να στηρίζουν προγράμματα για γονείς, εκπαιδευτικούς, και μαθητές όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, που έχουν στόχο τη μείωση ή την πρόληψη της χρήσης αλκοόλ και ουσιών από τους νέους.
Τα πιο αποτελεσματικά προγράμματα δίνουν έμφαση στην ενεργό συμμετοχή των γονέων και έχουν συστατικά που δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων που προωθούν την αίσθηση της προσωπικής ευθύνης στους νέους, καθώς και στην αντιμετώπιση θεμάτων που σχετίζονται με την κατάχρηση ουσιών.
Κανένα αλκοολούχο ποτό δεν είναι αθώο για νεαρές ηλικίες, και να αποφεύγεται η κατανάλωση αλκοόλ από παιδιά και εφήβους, ακόμη και εάν είναι ήπιας αλκοολικής δράσης, στο σπίτι ή σε συγγενικά σπίτια με την αφορμή μιας επετείου ή γιορτής.
Οι γονείς οφείλουν να αναγνωρίζουν τους κινδύνους που προκαλεί το αλκοόλ στα παιδιά και τους εφήβους και να συνειδητοποιούν ότι οι δικές τους υγιείς συμπεριφορές αποτελούν έναν ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα της χρήσης ή κατάχρησης των αλκοολών ή άλλων ουσιών από τα νέα παιδιά.
Ο Σαίξπηρ έγραφε «…το αλκοόλ σου ξυπνά την επιθυμία αλλά σου στερεί την ικανότητα να την πραγματοποιήσεις». Ενώ, σ’ ένα παλιό γιαπωνέζικο ρητό διακρίνεται ο κίνδυνος της απώλειας του μέτρου στο ποτό: «πρώτα το άτομο παίρνει ένα ποτό, μετά το ποτό παίρνει ένα ποτό, και στο τέλος το ποτό παίρνει το άτομο».
Βιβλιογραφικές πηγές
Ποταμιάνος, Γ.Α. (2005). Αλκοόλ: Επιστημονικά δεδομένα για τη χρήση και την κατάχρηση της αλκοόλης, το σύνδρομο εξάρτησης και τη θεραπεία. Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη.
BeStrong.org.gr. (2012) Μείνε δυνατός. Η ιστορία του αλκοόλ. http://www.bestrong.org.gr/el/health/alcoholrestriction/alcoholhistory/
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΥΓΕΙΑ-ΕΕ. (2013). Αλκοόλ. http://ec.europa.eu/health-eu/my_lifestyle/alcohol/index_el.htm
National Institute on Alcohol Abuse and Alcoholism. (2013). Drinking statistics. http://www.niaaa.nih.gov/research/major-initiatives
WHO. (2004). Greece. Global Status Report on Alcohol. http://www.who.int/substance_abuse/publications/global_alcohol_report/profiles/grc.pdf.
* Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Κλινικής Ψυχολογίας
Πανεπιστημίου Κρήτης