Των: ΙΩΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΑΚΗ
κλινικού ψυχολόγου
ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ ΚΟΥΤΟΥΛΑΚΗ
ψυχολόγου, αναπληρώτριας επιστημονικά υπεύθυνης
´Η Ασπίδα του Δαυίδ´
Η αυτιστική διαταραχή φάσματος αφορά μια κατάσταση που γίνεται πιο έκδηλη με την ανάπτυξη και ωριμότητα του ατόμου. H κλινική της εικόνα δεν είναι ομοιογενής, γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό της ως διαταραχή «φάσματος» (spectrum disorder).
Η διαταραχή αυτή ονομάζεται «διάχυτη», καθώς χαρακτηρίζεται από σοβαρά ελλείμματα σε πολλούς τομείς της ανάπτυξης ταυτόχρονα. Η εξέλιξη των ατόμων που διαγιγνώσκονται με κάποιο από τα σύνδρομα του αυτιστικού φάσματος δεν είναι προγνώσιμη. Έπειτα από πενήντα χρόνια έρευνας και επιστημονικής τεκμηρίωσης, έχει αποδειχθεί ότι:
• Η πρώιμη διάγνωση -ήδη από τους δέκα με δεκαοκτώ μήνες- με τη συνακόλουθη αξιολόγηση και πολύωρη, δομημένη παρέμβαση κάνουν δυνατή τη σχεδόν πλήρη ένταξη στο Νηπιαγωγείο σε ποσοστό τουλάχιστον 60% και με πολύ καλή εξέλιξη του υπόλοιπου 40%.
• Η κρισιμότητα της πρώιμης παρέμβασης έγκειται στο γεγονός ότι τα παιδιά του αυτιστικού φάσματος συχνά υιοθετούν κοινωνικά μη επιθυμητές συμπεριφορές προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι συγκεκριμένες συμπεριφορές αποτελούν τροχοπέδη για την εκμάθηση νέων λειτουργικών τρόπων, που θα τα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της αυτονομίας τους. Οσο μικρότερη είναι η ηλικία εισόδου ενός παιδιού σε ένα πρόγραμμα εντατικής παρέμβασης, τόσο πιο γρήγορα θα εξαλειφθούν οι συμπεριφορές που παρεμποδίζουν το άτομο να έρχεται σε επαφή με τα πλαίσια εκείνα που θα το βοηθήσουν να εκπαιδευτεί, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν πιο λειτουργικό και παραγωγικό για τη βελτίωση της ποιότητας της καθημερινής ζωής του.
• Η παρέμβαση που βασίζεται στην επιστήμη της Πειραματικής και Εφαρμοσμένης Ανάλυσης Συμπεριφοράς είναι παγκόσμια η μοναδική που έχει επιστημονικά αποδείξει τα αποτελέσματα που αναφέρονται στα άτομα κάθε ηλικίας που εμφανίζουν διαταραχές του αυτιστικού φάσματος.
• Σε αντίθεση με τις περισσότερες επιστήμες στο χώρο της ψυχικής υγείας οι οποίες είναι κοινωνικές, η Πειραματική και Εφαρμοσμένη Ανάλυση Συμπεριφοράς είναι φυσική επιστήμη που διερευνά την αλληλεπίδραση των βιολογικών οργανισμών -όπως ο άνθρωπος- με το περιβάλλον τους.
• Πρόκειται για μια δυναμική επιστήμη που αντιμετωπίζει το κάθε άτομο ως ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο βιολογικό οργανισμό, προσαρμόζοντας και εφαρμόζοντας τις εκάστοτε αρχές καθορισμού της συμπεριφοράς ανάλογα με αυτό. Η διερεύνηση των καθοριστικών εκείνων φυσικών στοιχείων ή ερεθισμάτων είναι το πρωταρχικό βήμα για την κατανόηση των αιτιών κάθε συμπεριφοράς. Το επόμενο βήμα αποτελεί η αλλαγή εκείνων των στοιχείων που φαίνεται να διατηρούν την εκδήλωση ή πρόκληση των ανεπιθύμητων, επικίνδυνων ή άλλων συμπεριφορών. Με παρόμοιο τρόπο, επίσης, διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες για τη θεμελίωση συμπεριφορών που απουσιάζουν από το ρεπερτόριο του ατόμου.
• Οι αρχές καθορισμού των συμπεριφορών, όπως έχουν προκύψει από την εκτεταμένη πειραματική ανάλυση του ανθρώπινου είδους ή άλλων βιολογικών ειδών, ισχύουν τόσο για τις δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές (που μπορούν να παρατηρήσουν τουλάχιστον δύο άτομα) όσο και για τις ιδιωτικά παρατηρήσιμες συμπεριφορές (που μπορεί να παρατηρήσει μόνο ένα άτομο).
• H παρέμβαση εφαρμόζεται σε αναλογία 1:1 (για κάθε παιδί αντιστοιχεί ένας εκπαιδευτής) και αφορά εντατικές εκπαιδευτικές διαδικασίες, ώστε το παιδί να μαθαίνει μικρά τμήματα συμπεριφορών ή δεξιοτήτων σε βραχύχρονες, επαναλαμβανόμενες συνεδρίες.
• Η συστηματική υποστήριξη και εκπαίδευση του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος και η ευθυγράμμιση με τις υποδείξεις των ειδικών που πραγματοποιούν την παρέμβαση, αποδίδουν γρήγορα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μέσα από τη συστηματική εκπαίδευση και εποπτεία οι γονείς συμμετέχουν ενεργά σε ένα εκπαιδευτικό/θεραπευτικό πρόγραμμα καταρτισμένο για το παιδί τους, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Οι όποιες προσπάθειες των επαγγελματιών που εφαρμόζουν πρόγραμμα παρέμβασης θα έχουν πενιχρά αποτελέσματα εφόσον οι γονείς δεν είναι αποφασισμένοι να αλλάξουν τις συνθήκες ζωής τους για να υποστηρίξουν τους ειδικούς. Η εκπαίδευση καθιστά τους γονείς ικανούς να ρυθμίσουν τις συνθήκες που συντελούν στην ανάπτυξη και τη βελτίωση της συμπεριφοράς των παιδιών τους, ώστε να διατηρούνται οι ήδη κατακτημένοι στόχοι και να προκύπτουν νέοι.