• «Η μουσική καθαρίζει και διώχνει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας».
(Berthold Auerbach, 1812-1882, Γερμανός συγγραφέας)
ΠΡΟΤΙΜΩ το ραδιόφωνο. Για πολλούς, πιθανόν να θεωρείται «παρωχημένη» προτίμηση. Για άλλους, μια νοσταλγική αποτίμηση ενός κρατικού μέσου που αυτές τις μέρες διώκεται άδικα: με ένα βαθύ «μαύρο» στις τηλεοπτικές οθόνες και μια βαθύτατη σιωπή στα F.M…
ΝΑΙ! Προτιμώ τον «απρόσωπο» και σωστό ραδιοφωνικό λόγο, τον επενδυμένο με μια απαλή μουσική. Όχι την τηλεοπτική εικόνα. Κι αυτό, επειδή η εικόνα στο σπίτι σε καθηλώνει, σε «αφοπλίζει», χωρίς να μπορείς να ασχοληθείς με κάτι άλλο. Αντίθετα, ο ραδιοφωνικός λόγος και η μουσική επιτρέπουν να απλώνεις τη φαντασία σου πλάθοντας τις δικές σου εικόνες, το ντεκόρ, τη «σκηνοθεσία» που θέλεις, εργαζόμενος ταυτόχρονα. Το ραδιόφωνο εμπνέει…
ΤΟΝ ΑΛΛΟΤΙΝΟ, μαγευτικό κόσμο του ραδιοφώνου περιγράφει νοσταλγικά και γλαφυρά η κα Ευτυχία Δεσποτάκη-Πευκιανάκη (2):
«Το ραδιόφωνο στην παιδική μου συνείδηση λειτούργησε σαν κάτι μαγικό. Ακόμη και σήμερα θεωρώ ότι είναι από τις πιο θαυμαστές ανακαλύψεις του ανθρώπου. Καθημερινά, κάποιες ώρες, μου κρατά συντροφιά και πιστεύω ότι είναι μια ήπια και διακριτική μορφή μετάδοσης πολιτισμού.
Ραδιόφωνο αργήσαμε να αποκτήσουμε στο σπίτι μας. Το αποκτήσαμε, όταν ήμουν εννιά χρόνων. Μέσα στη δεκαετία του 50. Άλλοι άνθρωποι είχαν πιο μπροστά από μας. (…) Λογικά ο πρώτος χώρος που αποκτούσε ραδιόφωνο ήταν το καφενείο με βασικό σκοπό πάντα την πολιτική ενημέρωση, των θαμώνων. Τα παλιότερα ραδιόφωνα ήταν συνήθως ξύλινα και με κουμπιά.
Αυτός που αποκτούσε ραδιόφωνο συνήθως το έβαζε πολύ δυνατά και ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά. Το δικό μας ραδιόφωνο αποκτήθηκε με την επιμονή, τις οικονομίες και την πρωτοβουλία της μητέρας μου και μάλιστα συχνά υπενθύμιζε «για χάρη μου» ´Κάτι θα ακούσει το παιδί, κάτι θα μάθει από το ράδιο´.
Ήταν ένα ραδιόφωνο ρεύματος, μάρκας Philips . Ένα μαγικό παραλληλεπίπεδο κουτί από βακελίτη καφέ πάνω σε τέσσερα μικρά ποδαράκια. Η πρόσοψη του, ένα πλέγμα σε κρεμ χρώμα που άφηνε να φαίνεται από μέσα, στο κέντρο το μεγάφωνο και στη μέση μια μακρόστενη διαφανής οθόνη, που πάνω της ήταν γραμμένες με λατινικά γράμματα πολλές πρωτεύουσες του κόσμου όπου πίσω της μπορούσες να διακρίνεις μια βελόνα να πηγαινοέρχεται.
Από κάτω υπήρχε μια σειρά από πέντε πλήκτρα που έκαναν δυνατό θόρυβο, όταν τα πατούσες. Με το πρώτο άνοιγε και έκλεινε, τα άλλα αφορούσαν τα κύματα μακρά, μεσαία, βραχέα. Δεξιά και αριστερά είχε δύο μεγάλα στρογγυλά κουμπιά με καφέ και χρυσό χρώμα, το ένα κινούσε τη βελόνα και σου έδειχνε τους σταθμούς και το άλλο καθόριζε τη ένταση. Πάνω δεξιά είχε ένα πολύ μικρό παραθυράκι μέσα από το οποίο άναβε ένα πράσινο φωτάκι, όταν ήταν ανοικτό και έπαιζε. (…)
Μεγαλώσαμε με τη φωνή της θείας Λένας να μας διαβάζει παραμύθια, να μας λέει ιστορίες και τραγούδια και να απαντά στην αλληλογραφία μας. Η πρώτη μας επαφή με το θέατρο ήταν το Θέατρο της Δευτέρας με πρωταγωνιστές σπουδαίους ηθοποιούς που ενώ αυτοί απέδιδαν το ρόλο τους, η δική μας φαντασία σκηνοθετούσε και σκηνογραφούσε το έργο. Όταν αργότερα τους είδαμε στο θέατρο ή στην τηλεόραση ταυτίσαμε τη γνώριμη πια, φωνή τους από το ραδιόφωνο με το πρόσωπο τους. (…)
Στις οχτώ το βράδυ ´τα Χρονικά της ημέρας´ επέβαλαν απόλυτη ησυχία στους μικρούς για να ακούσουν τα νέα οι μεγάλοι. Λίγο πιο μπροστά ήταν η εκπομπή η ´Φωνή της Αμερικής´, μια εκπομπή που είχε πολλά παράσιτα και που οι μεγάλοι επέμεναν να την ακούν και δυστυχώς ήταν και ατελείωτη. (…)
Και κάθε Κυριακή απόγευμα υπήρχε η αναμετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων με κείνη τη χαρακτηριστική φωνή του Γιάννη Διακογιάννη. Κυριακή πρωί, η θεία Λειτουργία. Το Γ΄ πρόγραμμα, πάντα κλασσική μουσική, δεν ήταν αγαπητό γιατί ψυχοπλάκωνε, όπως επίσης όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν είχε μουσική, είχε μόνο κλασσική που εμείς τη λέγαμε πένθιμη. Το Μεγάλο Σάββατο όμως το μεσημέρι άρχιζαν τα χαρμόσυνα με την πρώτη Ανάσταση. (…)
Μετά την εισβολή της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο οπωσδήποτε παραμερίστηκε σε μεγάλο βαθμό, όπως επίσης και η αύξηση των ιδιωτικών σταθμών περισσότερο σε υποβάθμιση της ποιότητας του ραδιοφώνου οδήγησε παρά σε αναβάθμιση, κάτι που συμβαίνει και με τα πολλά τηλεοπτικά κανάλια. Οπου τελικά παράγεται μια υποκουλτούρα. (…)
Ανήκω σε αυτούς, που τους αρέσει η συντροφιά του ραδιοφώνου μέχρι σήμερα. Παρά τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα που υπάρχουν νομίζω ότι το ραδιόφωνο εξακολουθεί να έχει τη δική του αξία και αρχοντιά. Μπορείς να το έχεις να παίζει όλη μέρα, να σου σιγοκουβεντιάζει, να σου σιγοτραγουδεί, να σε κρατεί σε εγρήγορση, σε ενημέρωση και να σε ψυχαγωγεί. Από τις βασικές του ωφέλειες είναι ότι σε κάνει να ακούς, πράγμα δύσκολο για τους ανθρώπους σήμερα.
Είναι ένα μέσο, που δε θα ανησυχούσες αν το παιδί σου άκουγε μόνο ραδιόφωνο, κάτι που δε θα το ήθελες να συμβαίνει με την τηλεόραση. Στη δουλειά σου, στο μαγαζί σου, στο αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο σε ηρεμεί σε κάνει να σκέπτεσαι και να φαντάζεσαι εσύ όπως θέλεις αυτά που ακούς. Εκπομπές του Δευτέρου Προγράμματος και του Τρίτου προγράμματος, σήμερα, είναι ένας ήπιος πολιτισμός, που τόσο τον έχουμε ανάγκη, γιατί φοβάμαι ότι οι εκδηλώσεις πολιτισμού σήμερα γίνονται πολλές φορές επιθετικές … Θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα τη συντροφιά του ραδιοφώνου…»
…ΠΡΑΓΜΑΤΙ. Ήταν θαυμάσιος ο «ραδιοφωνικός» μας κόσμος. Στα μικράτα μας δεν είχαμε αυτιά για πολιτική, αφού αυτή αφορούσε τους μεγάλους. Αργότερα, ναι, ασχοληθήκαμε μ΄ αυτήν αλλά τότε υπήρχαν κι άλλες «φωνές», μέσα κι έξω από την Ελλάδα.
ΠΟΙΟΣ λησμονεί τις λογοκριμένες από τη χούντα εκπομπές, το «απαγορευμένο» BBC, το Ici Paris και τη Deutsche Welle που ακούγαμε συνωμοτικά τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας; Ποιος λησμονεί τη, με χίλιες προφυλάξεις και κίνδυνο φυλάκισης ή εκτοπισμού μας στα ξερονήσια, εισαγωγή από τη Γαλλία του δίσκου «Ζ» του Μ. Θεοδωράκη -κόκκινο πανί για τους χουντικούς; Ποιος λησμονεί τον «παράνομο» φοιτητικό Ρ/Σ του Ε.Μ.Π. «Εδώ Πολυτεχνείο» (1973) με τα δραματικά γεγονότα του «Πολυτεχνείου» που συνετέλεσαν στην αποκατάσταση αργότερα (1974) της Δημοκρατίας μας; Ποιος λησμονεί τις πλούσιες πολιτιστικές εκπομπές (Χανιά-Ευρώπη-Κόσμος) του «Ελληνογαλλικού Συνδέσμου» στο «Ράδιο Παρατηρητής» («Χανιώτικα Νέα») στις αρχές της δεκαετίας του 1990;
…ΑΝΕΚΑΘΕΝ μας ενδιέφερε ο ελληνικός σωστά εκφρασμένος λόγος, η σύγχρονη ελληνική και ξένη μουσική. Νοσταλγούμε πάντα εκείνες τις εκπομπές που μας έμπαζαν σιγά-σιγά στον κόσμο της κλασικής μουσικής («Ο συνεργάτης χωρίς όνομα», «Καλησπέρα κε Έντισον», τα μουσικά ταξίδια με την Αθηνά Σπανούδη κ.ά.). Ηχούν ακόμη στ΄ αυτιά μας οι «αγαπημένες φωνές» των τότε παρουσιαστών. Γνώριμες φωνές, τρυφερές, καθηλωτικές, γεμίζανε παρηγορητικά τις ώρες μελέτης ή μοναξιάς, χαράς ή ανάπαυσής μας… Κι όλες μαζί με τον τρόπο τους, μας έμπαζαν στον κόσμο ενός ανοιχτόμυαλου «πολίτη». Που λείπει σήμερα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Τίτλος, δανεισμένος από την ταινία του Γούντι Άλλεν ´Μέρες Ραδιοφώνου´ (1987), αλλά κι από το ομώνυμο θεατρικό έργο που παίζεται τώρα στην Αθήνα.
-(2)Γ. Α. Πευκιανάκης, ´Του Κόσμου´ (Κρήτη-Ρουκάκα-Χρυσοπηγή Σητείας, Κίσαμος), σελ. 212-215 (αποσπάσματα).