«Περί τυφλότητος»
«?Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω, ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο. Θέλεις να σου πω αυτό που νομίζω, Λέγε, Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί. Τυφλοί που βλέπουν. Τυφλοί που δεν βλέπουν κι ας βλέπουν».
[Aπό το «Περί Τυφλότητος» του Πορτογάλου Νομπελίστα Ζοσέ Σαραμάγκου (1922 – 2010)]
Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ μεταφορά (1) του βιβλίου του Πορτογάλου συγγραφέα Jose Saramango, «Περί Τυφλότητος» (1995) ήταν πολύ κατώτερη των προσδοκιών μας. Κι όμως, αυτό το βιβλίο θεωρείται ένα από τα δέκα καλύτερα της τελευταίας εικοσαετίας, συμπεριλαμβάνεται δε στα 100 σημαντικότερα λογοτεχνικά αριστουργήματα όλων των εποχών.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, με έναν ιδιόμορφο και προσωπικό τρόπο μακροπερίοδης «οριζόντιας» γραφής, μας μεταφέρει αλληγορικά σε μια ανώνυμη σύγχρονη πόλη. Η καθημερινότητα εκτυλίσσεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα: μποτιλιάρισμα στον δρόμο, το ιατρείο ενός οφθαλμίατρου, ένας περαστικός που βοηθάει κάποιον συνάνθρωπό του. Μια αιφνίδια και ανεξήγητη «λευκή τύφλωση» αποτελεί το νήμα για ό,τι ακολουθεί. Η καθημερινότητα των ανθρώπων ανατρέπεται αργά και σταθερά, σαν το υγρό μιας υποδόριας ένεσης. Κάποιος τυφλώνεται την ώρα που οδηγεί, ύστερα άλλος, έπειτα μια γυναίκα, ένας γιατρός, ένα παιδί? Δημιουργείται έτσι μια πρώτη ομάδα τυφλών που η κυβέρνηση, όπως συνήθως, γκετοποιεί για το «καλό» της υπόλοιπης κοινωνίας: αποφασίζεται ο εγκλεισμός της μικρής ομάδας σε ένα εγκαταλειμμένο άσυλο, με αυστηρότατη όμως φρούρηση?
«Η ΤΥΦΛΩΣΗ γίνεται πανδημία. Στον καταυλισμό των τυφλών καταφθάνουν συνεχώς νέοι. Αποτέλεσμα; Σε ελάχιστο χρόνο έχουμε μία ετερόκλητη αταξική κοινωνία τυφλών στην οποία οι συγκρούσεις δεν αργούν, αφού νόμοι και κανόνες καταργούνται. Το κράτος απουσιάζει, οι δομές διαβίωσης το ίδιο. Η απελπισία κι ο πόνος σε μερικούς τυφλούς βγάζει τη συμπόνια και την αλληλοβοήθεια -όπως στην περίπτωση της μοναδικής γυναίκας που βλέπει (και που ο μόνος που το γνωρίζει είναι ο άντρας της, ο οφθαλμίατρος της ιστορίας). Σε άλλους η απελπισία εξασφαλίζει το άλλοθι της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων τυφλών, αφού απελευθερώνει τα χειρότερά ένστικτά τους.
«ΕΦΕΞΗΣ το άσυλο μετατρέπεται σε πεδίο παράλογων συγκρούσεων. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Στη θέση της κυριαρχεί η «τυφλή» βία του ισχυρότερου. Ακόμη και η πολιτεία χειρίζεται τους τυφλούς ως «λεπρούς» επιδεικνύοντας απέναντί τους μια πρωτοφανή αναλγησία. Στη μια από τις δυο οργανωμένες ομάδες τυφλών παρεισφρέει ένα όπλο. Από εκείνη τη στιγμή κάθε στοιχειωδώς αποδεκτή κοινωνική δομή συμβίωσης μεταξύ των τυφλών καταρρέει. Βασιλεύει μόνο η βία: η τροφή που τους πετάει η κυβέρνηση «δεσμεύεται» από την κυρίαρχη ομάδα, όπως και το νερό? Πέφτουν και οι πρώτοι απελπισμένοι νεκροί. Η βία συνοδεύει και τους πιο φιλήσυχους ανθρώπους, αφού προ΄χει η επιβίωση?
«ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ μέρος του βιβλίου, οι τυφλοί καταφέρνουν να δραπετεύσουν από το άσυλο. Βρίσκονται τώρα σε μία παντελώς έρημη πόλη παραδομένη στην αναρχία, τον τρόμο, την ανομία. Η γυναίκα που βλέπει καθοδηγεί την ομάδα της κι ο κάθε τυφλός προσπαθεί να εξασφαλίσει τροφή και στέγη, όπως – όπως. Δεν αργεί να επέλθει η τιμωρία του αρχηγού της βίαιης άλλης ομάδας των τυφλών, ως κάθαρση? Λίγο αργότερα η επιδημία της «λευκής τύφλωσης» υποχωρεί ξαφνικά, όπως ξαφνικά προέκυψε. Η φυσιολογική όραση επανέρχεται. Όσοι ζουν αντικρίζουν μια πόλη φάντασμα και μια κοινωνία σε πλήρη αποσύνθεση. Η συνειδητοποίηση της καταστροφής και η αλληλεγγύη των ανθρώπων είναι οι μόνες ελπίδες για τον καινούργιο κόσμο?»
?ΣΤΑ πρόσωπα των ηρώων του βιβλίου -όπως και της ταινίας, αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας: ανθρώπους, δηλαδή, «καθώς πρέπει», καλούς και έντιμους, ευγενικούς, ήρεμους? Που, μόλις κάτι ανατρέψει τον τρόπο ζωής τους, μεταμορφώνονται σε θρασύδειλα άτομα, απατεώνες (2), βίαια ή πειθήνια σε άλλα ισχυρότερα, ανήθικα. Πολλοί καταλήγουν στο να γίνουν ωμοί (εκ)βιαστές ή δολοφόνοι, ενώ και οι κάθε είδους φασισμοί αναδύονται?
ΠΡΟΣ το τέλος του βιβλίου υπάρχει μια φράση, το κλειδί της αλληγορίας: «?Νομίζω», λέει ένας από τους πρωταγωνιστές – «ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί, Τυφλοί που βλέπουν, Τυφλοί που δεν βλέπουν, κι ας βλέπουν»?
«ΤΥΦΛΟΙ που δεν βλέπουν κι ας βλέπουν», δεν υπήρξαμε κι εμείς μεταπολιτευτικά; Δεν ζούσαμε μια εξοργιστικά επίπλαστη κι απαράδεκτη πραγματικότητα; «Τυφλοί» δεν είμαστε και σήμερα ψηφίζοντας κάθε είδους καιροσκόπους και ανίκανους πολιτικούς αλλά και νεοναζί; «Τυφλοί» δεν είναι οι λαοί που σε κακές στιγμές της ιστορίας τους ανέχονται φασιστικά καθεστώτα; Τυφλοί δεν είμαστε που ανεχόμαστε την τρόικα;
ΤΟ ΘΕΜΑ, βέβαια, που τίθεται επιτακτικότερα στο βιβλίο είναι: η ηθική που ακολουθούμε αποτελεί, άραγε, συνάρτηση της οργανωμένης κοινωνίας μας; Κι όταν καταρρεύσει μια κοινωνία (για οποιονδήποτε έκτακτο λόγο), η ηθική, η δικαιοσύνη, οι νόμοι, που συνέχουν άτομα και ομάδες, δεν «πάνε περίπατο»;
ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, πόση ηθική μπορεί να κουβαλάει ένας πεινασμένος και άστεγος άνεργος; Ή, ένας κατατρεγμένος από το ανάλγητο κράτος πολίτης; Το πρόσωπο της ατίμωσης, όπως για παράδειγμα η εκβιαστική σεξουαλική συνεύρεση των γυναικών της μιας ομάδας τυφλών -των ήπιων- στις ορέξεις της άλλης προκειμένου να προμηθευθούν τα τρόφιμα, πόση «ηθική» μπορεί να σηκώσει; Μια τέτοια ενσυνείδητη πορεία αυτοταπείνωσης μπορεί να δικαιολογηθεί από την (οποιαδήποτε) ανάγκη για επιβίωση; Αλλά, εδώ που τα λέμε, το ένστικτο αυτοσυντήρησης δεν οδήγησε πολλούς κατά τη γερμανική κατοχή στο να απεμπολήσουν κάθε έννοια αξιοπρέπειας και ηθικής;
ΜΕΓΑΛΟ το ερώτημα, μεγαλύτερο το δίλημμα?
ΑΥΤΟ που μένει ως καταστάλαγμα από την ανάγνωση του «Περί Τυφλότητος» βιβλίου ?ή από την παρακολούθηση της ομότιτλης ταινίας- είναι ότι εύκολα μια κοινωνία μπορεί να μετακυλήσει σε ζωώδεις καταστάσεις, με απρόσμενες και απάνθρωπες αντιδράσεις. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει καμιά προπαιδεία επί του θέματος. Ποιο σχολείο, ποια πολιτεία ετοιμάζει στοιχειωδώς τα μέλη της στην αντιμετώπιση μιας τέτοιας έκτακτης κατάστασης; Καμία! Τα προβλήματα αυτά υποτίθεται ότι βρίσκονται μόνο στις φαντασιώσεις των συγγραφέων! Όχι στην εξαχρειωμένη καθημερινότητά μας. Και όμως, να που τα βιώνουμε?
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Το «Blindness» (κινηματογραφική ταινία του 2008) βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Σαραμάγκου. Κατά τη γνώμη μας, η ταινία ήταν άνευρη, πληκτική στο πρώτο μέρος και αναντίστοιχη με τη δυναμικότητα των σκηνών του βιβλίου.
-(2) Η Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (Κατά της Τύφλωσης) γιορτάζεται κάθε χρόνο, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Επιτροπής για την Πρόληψη της Τύφλωσης και σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Στη χώρα μας, η αναλογία τυφλών το 2004 δεν ξεπερνούσε τους 23 ανά 100.000 κατοίκους. Κι όμως από το κράτος επιδοτούνταν, ως «τυφλά» άτομα, 25.603 πολίτες! Με την κρίση, χιλιάδες «τυφλών»? ανέβλεψαν, όταν τους κόπηκε το επίδομα «τυφλότητος» που, όπως αποδείχθηκε, έπαιρναν παράνομα.