Παρά την χαµηλή θερµοκρασία και την… απειλή της βροχής πραγµατοποιήθηκε στις 11 το πρωί της Παρασκευής η καθιερωµένη ετήσια εκδήλωση τιµής και µνήµης για την επέτειο της 128ης ιστορικής επανάστασης της µάχης του Πύργου των Βουκολιών µε τη συνεργασία της Ιεράς Μητροπόλεως Κισσάµου και Σελίνου, τον ∆ήµο Πλατανιά, την Τοπική Κοινότητα µε το ∆ηµοτικό Σχολείο και τον Σύλλογο Κυριών και ∆εσποινίδων Βουκολιών “Η Μέριµνα”.
Την επετειακή εκδήλωση τίµησε µε την παρουσία του αρκετός κόσµος µε τους τοπικούς φορείς. Μετά την επιµνηµόσυνη δέηση ακολούθησαν χαιρετισµοί όπου ο δήµαρχος Πλατανιά Γιάννης Μαλανδράκης επεσήµανε την ανάγκη όπως οι εκδηλώσεις τιµής και µνήµης κάθε περιοχής να ενταχθούν στην εκπαίδευση ως µαθήµατα τοπικής ιστορίας για να διατηρηθεί ζωντανή η ιστορική µνήµη η οποία είναι άµεσα συνυφασµένη µε την πολιτιστική µας ταυτότητα.
Χαιρετισµό ακόµα απηύθυνε η εντεταλµένη Περιφερειακή Σύµβουλος Σοφία Μαλανδράκη – Κρασουδάκη τονίζοντας τη σηµασία της αγωνιστικότητας αλλά και της αυτοθυσίας των γενναίων ανδρών που συµµετείχαν στη µάχη του Πύργου.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Για τα συγκλονιστικά νικηφόρα ιστορικά ντοκουµέντα της µάχης αναφέρθηκε λεπτοµερώς ο διευθυντής του ∆ηµοτικού Σχολείου Βουκολιών Γιάννης Γιακουµάκης υπογραµµίζοντας µεταξύ άλλων τα εξής: “Μια µεγάλη επανάσταση έγινε εδώ, πριν 128 χρόνια, το Φλεβάρη του 1897, όπως αναφέρει η ριζίτικη µαντινάδα. Με µια όµως αξιοµνηµόνευτη διαφορά. Σε αυτή τη µάχη δεν ήταν µόνοι τους, είχαν στο πλευρό τους και τα αδέλφια τους, τους στρατιώτες του Ελληνικού τακτικού στρατού που για πρώτη φορά επενέβησαν ενεργά στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης και το αποτέλεσµα της µάχης αυτής ήταν νικηφόρο. Μια τιτάνια επανάσταση ξέσπασε στην Κρήτη τον Ιανουάριο του 1897 ενάντια στον Τουρκικό ζυγό. Αφορµή στάθηκαν οι βιαιοπραγίες των Τούρκων που προσπαθούσαν να εµποδίσουν την εφαρµογή των διατάξεων του νέου οργανισµού της Κρήτης που είχε παραχωρηθεί το 1896. Πυρπόλησαν την Επισκοπή και τις χριστιανικές συνοικίες των Χανίων, προέβησαν σε σφαγές χριστιανών µέσα στην πόλη και υπήρχε ο κίνδυνος επέκτασης των βιαιοτήτων και στις υπόλοιπες περιοχές της Κρήτης. Η Ελληνική κυβέρνηση ∆εληγιάννη, υπό την πίεση της κοινής γνώµης και µε σύµφωνη γνώµη του βασιλιά Γεωργίου του Α’ αποφάσισε να επέµβει”.
Συνεχίζοντας ο κ. Γιακουµάκης επεσήµανε πως “ απεστάλησαν πολεµικά πλοία υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Γεωργίου που είχαν σκοπό να εµποδίσουν την µεταφορά τουρκικών δυνάµεων στο νησί. Παράλληλα µεθόδευσε την οργάνωση ανεπίσηµου εκστρατευτικού σώµατος διατάσσοντας 17 Κρήτες αξιωµατικούς του Ελληνικού στρατού να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους και να µεταβούν στην Κρήτη. Η Πύλη αντέδρασε και ζήτησε από τις; Μεγάλες ∆υνάµεις να εµποδίσουν την Ελλάδα από κάθε επέµβαση. Πράγµατι οι Μεγάλες ∆υνάµεις αποφάσισαν να προβούν σε διεθνή κατοχή του νησιού. Η Ελληνική κυβέρνηση όµως, θέλοντας να προλάβει αυτή την εξέλιξη απέστειλε την 1η Φεβρουαρίου τον υπασπιστή του βασιλιά , συνταγµατάρχη πυροβολικού, Τιµολέοντα Βάσο µε δύναµη 1.500 ανδρών µε σκοπό να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την Ένωση µε την Ελλάδα. Τη δύναµη αποτελούσαν δύο Τάγµατα πεζικού, ένα Τάγµα Μηχανικού, ένας Λόχος Ευζώνων και µία Πυροβολαρχία. Αποβιβάστηκαν στο Κολυµπάρι στις 2 Φεβρουαρίου, όπου έγιναν δεκτοί µε απερίγραπτο ενθουσιασµό από τους ντόπιους, οι οποίοι βλέποντας για πρώτη φορά τον Ελληνικό στρατό στο νησί, ένιωσαν ότι η ώρα της Ένωσης είχε φτάσει. Τελέστηκε µάλιστα δοξολογία για την αίσια έκβαση των επιχειρήσεων και εξεδόθη προκήρυξη από τον Τιµολέοντα Βάσο µε την οποία καταλάµβανε το νησί στο όνοµα του βασιλιά των Ελλήνων και κήρυξε την Ένωση µε την Ελλάδα. Εγκατέστησαν προσωρινά το αρχηγείο τους στο µοναστήρι της Γωνιάς όπου και αποθηκεύουν το πολεµικό τους υλικό. Στη συνέχεια ενώθηκαν µε 4.500 περίπου Κρήτες επαναστάτες που είχαν ως Γενικό Αρχηγό τον Αναγνώστη Σκαλίδη και κινήθηκαν προς τα Χανιά µε σκοπό την κατάληψη του υψώµατος της Χαλέπας. Εµποδ΄λιστηκαν όµως από τις Μεγάλες ∆υνάµεις που είχαν εν τω µεταξύ καθιερώσει ουδέτερη διεθνή ζώνη έξι χιλιοµέτρων γύρω από την πόλη και στρατοπέδευσαν στον Πλατανιά. Εκεί αποφασίστηκε έπειτα από υποδείξεις των ντόπιων οπλαρχηγών, η κατάληψη του Πύργου των Βουκολιών ο οποίος δέσποζε αε αυτό εδώ το ύψωµα. Είχε κτιστεί πριν από λίγα χρόνια, το 1866 και αποτελούσε ισχυρό ορµητήριο των Τούρκων κατά των γύρω επαρχιών. Στις 5 Φεβρουαρίου συγκροτήθηκε µικτό απόσπασµα υπό τον Ταγµατάρχη Κωνσταντινίδη που αποτελούνταν από έναν ουλαµό πυροβολικού και έναν ουλαµό µηχανικού. Μαζί τους αναχώρησαν και πολλοί Κρητικοί καθώς και ο λόχος των φοιτητών υπό τις διαταγές του Λοχαγού Εµµανουήλ Ζυµβρακάκη. Κατέλαβαν θέσεις γύρω από το φρούριο και ζήτησαν την παράδοσή του. Στις 6 Φεβρουαρίου µετά από άρνηση του Τούρκου διοικητή Φουάτ, να παραδοθεί, έγινε στενή πολιορκία του πύργου µε αποτέλεσµα να υπάρξουν απώλειες και από τις δύο πλευρές. Όταν όµως τα πυροβόλα τάχτηκαν πλησιέστερα του φρουρίου, τα αποτελέσµατα ήταν καταστροφικά. Η κατάσταση για τους Τούρκους έγινε ακόµα πιο δύσκολη όταν τις απογευµατινές ώρες ένα τµήµα Ευζώνων µαζί µε σώµα κρητικών κατέλαβε ένα από τα οχυρωµατικά έργα ανατολικά του φρουρίου, υψώνοντας την Ελληνική Σηµαία” για να καταλήξει ο κ. Γιακουµάκης επισηµαίνοντας ότι “ ήταν πολύ µεγάλος ο ενθουσιασµός των Κρητών που συναγωνίζονταν ποιος θα φτάσει πρώτος στον Πύργο µε αποτέλεσµα τις µεγάλες απώλειες από µέρος τους. Η µάχη συνεχιζόταν ως τα ξηµερώµατα της 7ης Φεβρουαρίου, ώσπου οι Τούρκοι βρίσκοντας αφύλακτη διάβαση η οποία είχε αφεθεί προφανώς εσκεµµένα από επιτιθέµενους, εγκατέλειψαν το φρούριο συναντώντας όµως ενέδρα επαναστατών στην περιοχή Κάστελος και αποδεκατίστηκαν..”.
Αµέσως µετά ακολούθησε κατάθεση στεφάνων, τηρήθηκε ενός λεπτού σιγής και ψάλθηκε ο Εθνικός Ύµνος, ενώ η Ριζίτικη παρέα της Καλλιθέας απέδωσε ριζίτικο τραγούδι για τον Πύργο.