Του Δρ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β. ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗ
Σε προηγούμενο σημείωμά μου, έκαμα απλώς αναφορά στα συγκοινωνιακά μέσα της πόλης μας στη δεκαετία του 1930. Σήμερα θα επεκταθώ στο θέμα, για να δώσω μια πληρέστερη εικόνα των αστικών συγκοινωνιών της εποχής εκείνης. Είχα αναφέρει αρκετά για τα βιζαβί, τους αμαξάδες και τον περίφημο Τωτή, ο οποίος μέσα στα άλλα καθήκοντα που είχε, έκανε και χρέη τροχονόμου κατεβαίνοντας στο μέσο της πλατείας. Σήμερα θα περιοριστώ στην κίνηση των “λεωφορείων”.
Σημειώνω πως ο όρος “λεωφορείο” δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας. Μιλούσαμε απλώς για “αυτοκίνητο”. «Πάω με το αυτοκίνητο στη Χαλέπα» ήταν η συνθισμένη έκφραση ενός Χαλεπιανού που εργαζόταν στην πόλη. Ο όρος “λεωφορείο” μπήκε στο λεξιλόγιό μας όταν η Εταιρεία “Ερρίκος Συγγελλάκης” έφερε 3-4 σύγχρονα αυτοκίνητα με πράσινη σκεπή, για τη μεταφορά του ταχυδρομείου και επιβατών στο Ρέθυμνο (2-3 ώρες) ή στο Ηράκλειο (6-7 ώρες).
Η μόνη “λεωφορειακή” γραμμή ήταν η “Χανιά – Χαλέπα”, με διαδρομή από τη σημερινή οδό Ελευθερίου Βενιζέλου έως την πλατεία Βενιζέλου Χαλέπας. Δεν υπήρχε άλλη γραμμή. Για τα Δικαστήρια υπήρχαν τα βιζαβί, όπως έχομε ήδη σημειώσει.
Ι.Χ. αυτοκίνητα υπάρχαν τρία. Του Ιταλού Προξένου και των Προέδρων της ΑΒΕΑ και της Ελαιοιυργικής. Το μόνο Ι.Χ. αυτοκίνητο, όπως το εννοούμε σήμερα, ήταν ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο του γιατρού Τσεπέτη, που συνήθως χαλούσε και ο γιατρός καλούσε σε βοήθεια τους περιπατητές. Από τους άλλους γιατρούς, ο Δημήτρης Μελισσάς και ο Γρηγόρης Γεωργουδάκης είχαν μόνιππα λαντώ, που τα οδηγούσαν οι ίδιοι, καθήμενοι στη θέση του επιβάτη. Οι άλλοι γιατροί πήγαιναν με τα πόδια για να επισκεφθούν τους ασθενείς τους ή -σε λίγες περιπτώσεις- με ταξί, που το πλήρωνε οικείος του ασθενή. Τα αυτοκίνητα της Συγκοινωνίας “Χανιά – Χαλέπα” (τέσσερα όλα κι όλα), ήταν Φόρντ ή Σεβρολέτ, παλαιού τύπου με μηχανές ταλαιπωρημένες, λάστιχα αδύνατα, καθίσματα ένας πάγκος αριστερά και ένας δεξιά. Οι επιβάτες συνήθως γνωστοί, αφού κάθονταν ο ένας απέναντι του άλλου, άρχιζαν την κουβέντα, χωρίς τελειωμό, για να λύσουν τα προβλήματα του κόσμου. Είχαν αρκετό καιρό για κουβέντα, μέχρι να ξεκινήσει το αυτοκίνητο. Μιά πινακίδα πάνω από τη θέση του “σοφέρ”, του οδηγού έγραφε. “Θέσεις καθημένων 13, Απαγορεύεται το Καπνίζειν και το Πτύειν”. Δηλαδή, αρχικά, στο λεωφορείο και κάπνιζαν και έφτυναν. Δρομολόγια κανονικά δεν υπήρχαν. Το “λεωφορείο” θα έφευγε μόνον όταν γέμιζε. Τότε ο οδηγός, που ήταν συνήθως και ο ιδιοκτήτης, μάζευε από τους επιβάτες το αντίτιμο, μια δραχμή. Τέλος, κάθιζε στο τιμόνι και ο βοηθός του γύριζε αρκετή ώρα τη μανιβέλα, για να πάρει εμπρός η μηχανή. Χωρίς το γύρισμα της μανιβέλας το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να κινηθεί. Τέλος, το αυτοκίνητο αρχίζει να κινείται με το βοηθό να στέκει στο σκαλοπάτι της πίσω πόρτας έτοιμος να φωνάξει «στάσου», αν κάποιος επιβάτης ήθελε να κατέβει ή «τράβα» για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο. Ορισμένες στάσεις δεν υπήρχαν. Αν σε κάποια ανηφόρα το αυτοκίνητο ζοριζόταν να προχωρήσει τότε ο “σοφέρης” -έτσι λέγαμε τον οδηγό- έλεγε να κατέβουν μερικοί επιβάτες, για να αλαφρώσει το αυτοκίνητο. Τελικά το αυτοκίνητο έφτανε στον προορισμό του και οι ταλαιπωρημένοι επιβάτες πήγαιναν στις δουλειές τους ή στα σπίτια τους. Η αφετηρία ήταν νότια της Αγοράς και και το τέρμα η πλατεία Βενιζέλου στη Χαλέπα. Επειδή τα αυτοκίνητα – λεωφορεία δεν ήταν οργανωμένα, κάθε ιδιοκτήτης στεκόταν στην πλατεία και φώναζε «φεύγει Χαλέπα» ή «φεύγει Χανιά» και αυτό μέχρι να μαζέψει τον μαγικό αριθμό 13 των επιβατών. Τα λεωφορεία ήταν βαμμένα με φαντακτερά χρώματα, ανάλογα με το γούστο του ιδιοκτήτη τους και είχαν ονόματα αγαπητών τους προσώπων, συνήθως γυναικών. Οι οδηγοί είχαν συνήθως και τους βοηθούς τους. Πρώτα-πρώτα, για να γυρίσουν τη μανιβέλα και να ξεκινήσει το αυτοκίνητο και -το σπουδαιότερο- για να βοηθήσουν το οδηγό να αλλάξει λάστιχο, επειδή ήταν συνηθισμένο να βλέπει κανείς αυτοκίνητο σταματημένο στη διαδρομή και τον σοφέρη με τον βοηθό να φουσκώνουν τη σαμπρέλα του αυτοκινήτου που μόλις είχαν κολλήσει ή να βάλουν τη ρεζέρβα.
ΟΙ Χαλεπιανοί, που συνήθως ήταν οι πελάτες των “λεωφορείων” με τις ταλαιπωρίες των καθυστερήσεων αλλά και δια λόγους οικονομίας δε χρησιμοποιούσαν συχνά το αυτοκίνητο. Τον ίδιο και οι μαθητές και οι μαθήτριες των Γυμνασίων. Τις περισσότερες φορές όλοι πήγαιναν με τα πόδια. Ο κόσμος τότε ήξερε να βαδίζει. Επειδή τα σχολεία λειτουργούσαν πρωί απόγευμα -εκτός Τετάρτης και Σαββάτου- οι μαθητές και οι μαθήτριες έκαναν τη διαδρομή Χανιά – Χαλέπα τέσσερις φορές ημερησίως.
Οι συγκοινωνίες στην πόλη καλυτέρευσαν λίγο πριν από τον πόλεμο, όταν η Εταιρεία “Τζοτζολάκης” έφερε δυο καινούργια σύγχρονα λεωφορεία. Πρώτη φορά βλέπαμε τα καθίσματα να είναι προς τα εμπρός, τον οδηγό να ξεκινά χωρίς μανιβέλα και να υπάρχουν ορισμένες ώρες αναχώρησης. Δυστυχώς τα λεωφορεία αυτά, με την κήρυξη του πολέμου επιτάχθηκαν και καταστράφηκαν στην Αλβανία.
Στη διάρκεια του πολέμου και λίγο μετά, διασκευάστηκαν μερικά στρατιωτικά αυτοκίνητα, που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Αγγλους ή τους Γερμανούς και εκτελούσαν υποτυπώδως τη συγκοινωνία μέχρι τη Χαλέπα, μέσω Δικαστηρίων και Κατσαμπά.
Για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της επαρχίας υπήρχαν εκτός από τις σούστες και λεωφορεία, λίγο καλύτερα από τα αστικά, αλλά και αυτά με τον κίνδυνο πως δε θα φτάσουν στον προορισμό τους χωρίς να τρυπήσουν τα λάστιχα.
Πριν τελειώσομε τα σχετικά με τις συγκοινωνίες στα Χανιά του Μεσοπολέμου, πρέπει να σημειώσουμε το γεγονός ότι όλοι οι δρόμοι της πόλης ήταν χωματόδρομοι και ο κόσμος υπέφερε, ιδίως το καλοκαίρι, από τη σκόνη. Ο Δήμος διέθετε καταβρεκτήρα, αλλά αυτός ήταν πάντα σχεδόν χαλασμένος και τότε το κατάβρεγμα των δρόμων γινόταν με ένα περίεργο και πρωτόγονο τρόπο. Ο Δήμος διέθετε μερικά δίτροχα κάρα, που τα τραβούσαν εύρωστα άλογα.
Τα κάρα αυτά συνήθως χρησιμοποιούνταν ως απορριματοφόρα. Στην περίπτωση όμως του καταβρέγματος, άλλαζαν αποστολή, και γίνονταν υδροφόρα. Πάνω σε καθένα από αυτά, είχε τοποθετηθεί ένα μεγάλο βαρέλι. Το βαρέλι αυτό το γέμιζε ο καραγωγέας με νερό από την παροχή νερού που βρισκόταν στον Κήπο, δίπλα στη Στρατιωτική Λέσχη. Το νερό του βαρελιού, με μια παλαιά σαμπρέλα αυτοκινήτου συγκοινωνούσε με ένα οριζόντιο σωλήνα δύο ιντσών με μήκος όσο το πλάτος του κάρου. Ο σωλήνας είχε μια σειρά από τρύπες. Στα δύο άκρα του ήταν κλειστός. Οταν λοιπόν το κάρο πήγαινε για κατάβρεγμα, ο καραγωγέας ελευθέρωνε τη σαμπρέλα και το νερό από το βαρέλι έτρεχε προς τον σωλήνα. Από τις τρύπες χυνόταν το νερό και γινόταν το κατάβρεγμα της μιας πλευράς του δρόμου. Στο τέλος του δρόμου το κάρο έκανε στροφή 180 μοιρών και κατάβρεχε την άλλη πλευρά. Η καταβρεγμένη πλευρά όμως στο μεταξύ είχε στεγνώσει. Οπωσδήποτε όμως εξασφαλιζόταν κάποια δροσιά.
Στην πόλη δεν υπήρχε πυροσβεστική υπηρεσία. Σε περιπτωση πυρκαγιάς κτυπούσε η καμπάνα της Τριμάρτυρης και έτρεχε ο κόσμος να βοηθήσει, ακόμα και στρατός αν υπήρχε διαθέσιμος. Ο καταβρεκτήρας αν δεν ήταν χαλασμένος βοηθούσε πολύ στην καταστολή της φωτιάς.
Οι πρόσκοποι και οι εργάτες του Δήμου, χρησιμοποιούσαν χειροκίνητες αντλίες. Οι πολίτες κουβαλούσαν νερό με γκαζοτενεκέδες, για να εφοδιάζουν τις αντλίες. Τα αποτελέσματα της επέμβασης αυτής ήταν συνήθως πενιχρά. Το κτήριο καιγόταν, αλλά τουλάχιστον γλύτωναν τα διπλανα σε αυτό. Στη μνήμη των παλιών Χανιωτών, παρέμεναν ζωηρές οι εικόνες του καμένου φούρνου και άλλων καταστημάτων απέναντι από το Γυμνάσιο Αρρένων.
122.may@ath.forthnet.gr