Το Fiat 126 δεν ήταν τίποτε άλλο από μία άλλη διάσταση του φημισμένου Fiat 500, (το θρυλικό ´πεντακοσαράκι´). Ηταν το τελευταίο παράδειγμα μικρού αυτοκινήτου μεικτής χρήσης με κινητήρα τοποθετημένο πίσω. Παρουσιάστηκε το 1972, ενώ διατηρήθηκε στην παραγωγή από την Fiat μέχρι το 1979.
Το ´126´ αποτέλεσε το ιδανικό αυτοκίνητο πόλης, χάρη στις περιορισμένες διαστάσεις του, την οικονομία χρήσης, στη χαμηλή του τιμή και την απλή δοκιμασμένη μηχανική του. Από την πρώτη του εμφάνιση το αμάξωμά του ήταν επίκαιρο και σύγχρονο σχεδιαστικά. Εσωτερικά, ο χώρος ήταν περιορισμένος χωρούσε δύο άτομα, μπροστά, ενώ τα πίσω καθίσματα μπορούσαν να φιλοξενήσουν άνετα μόνο δύο παιδιά και αυτό γιατί η μηχανή του βρισκόταν κυριολεκτικά ´μέσα´ σε αυτό, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιεί τον ελεύθερο χώρο.
Ο κινητήρας του ´126´ προέρχονταν από το ´500´ ήταν δικύλινδρος αερόψυκτος και τοποθετημένος πίσω. Η χωρητικότητά του μέχρι και το 1976 ήταν 594, ενώ από το 1977 αυξήθηκε στα 652 κ.εκ. με απόδοση 24 ίππους στις 4.500 σ.α.λ., ενώ το κιβώτιο ήταν τεσσάρων ταχυτήτων. Στις τελευταίες του εκδόσεις πολλές λεπτομέρειες ξαναμελετήθηκαν και έγιναν διάφορες μετατροπές με κύριο σκοπό την μείωση κατανάλωσης καυσίμου. Με 24 ίππους δεν μπορούσε κανείς να απαιτήσει ´καυτές´ επιδόσεις από ένα αυτοκίνητο που ζύγιζε 600 κιλά. Κάλυπτε το χιλιόμετρο από στάση σε 45 δευτερόλεπτα, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε με πλήρες φορτίο. Λόγω της περιορισμένης ιπποδύναμης το ´126´ ήταν πολύ ευαίσθητο στον αριθμό των επιβατών που μετέφερε και σ? αυτή την περίπτωση χρειάζονταν κατά μέσο όρο 10% παραπάνω χρόνο για να διανύσει τις ίδιες αποστάσεις. Ομως παρ? όλα αυτά η ελαστικότητα του κινητήρα επέτρεπε τη μετακίνηση με τέταρτη σχέση στο κιβώτιο, ακόμα και μέσα στην πόλη, χωρίς να παρουσιάζονται ανωμαλίες και κραδασμοί. Η κατανάλωσή του εκτός πόλης ήταν στα 5 λίτρα ανα 100 χλμ, ενώ μέσα στην πόλη με τα βίας πλησίαζε τα 7 λίτρα. Οι αναρτήσεις παρέμειναν ίδιες και ανεξάρτητες για τους τέσσερις τροχούς. Μπροστά υπήρχαν απλοί βραχίονες μαζί με εγκάρσιο φύλλο σούστας, που λειτουργούσε σαν αντιστρεπτική δοκό. Πίσω υπήρχαν τα τριγωνικά ψαλίδια με τα ελικοειδή ελατήρια και ομόκεντρα αμορτισέρ. Τα φρένα ήταν ταμπούρα σε όλους τους τροχούς και δεν διέθεταν σεβρόφρενο. Η θέση οδήγησης ήταν ικανοποιητική, αν σκεφτεί κανείς ότι το αυτοκίνητο δεν ξεπερνούσε τα 3 μέτρα μήκος. Οταν το αυτοκίνητο κινείτο, ο οδηγός είχε πάντα καλή ορατότητα, παρ? όλο που τα παράθυρα δεν ήταν μεγάλα. Το πρόβλημά του ήταν ότι δυσκολευόταν στις ´μανούβρες´ διότι το πίσω παράθυρο ήταν ψηλό και μικρό. Σε κανονική χρήση, η οδική του συμπεριφορά ήταν πάντα καλή. Οταν όμως αυξάνονταν η ταχύτητα, παρουσίαζε αρνητικά φαινόμενα, που εμφανίζονταν σε αυτοκίνητα με τον κινητήρα πίσω. Το ´126´ είχε την τάση να ´κλείνει´ στις στροφές την ουρά, ενώ συχνά απαιτούνταν λιγότερες διορθώσεις για να διατηρηθεί η τροχιά του. Στο κομμάτι της άνεσης και σε κανονικό οδόστρωμα όλα ήταν καλά, εκτός βέβαια, από τον θόρυβο του αερόψυκτου κινητήρα, που όπως προαναφέραμε βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο και δεν διέθετε επαρκή ηχομόνωση. Οι αναρτήσεις είχαν καλή αποτελεσματικότητα, αλλά επειδή είχαν μικρή διαδρομή, οι ανωμαλίες του δρόμου μεταφέρονταν αμέσως στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και ταξιδεύοντας με μεγάλη ταχύτητα, μετατρέπονταν σε τραντάγματα αρκετά δυνατά και συχνά ενοχλητικά. Στον τομέα του εξοπλισμού, τα πράγματα ήταν ´φτωχά´. Περιελάμβανε μόνο ταχύμετρο και δείκτη βενζίνης. Ολα τα υπόλοιπα εξυπηρετούντο από φωτεινούς δείκτες, μεταξύ των οποίων και ο πολύ χρήσιμος της ρεζέρβας της βενζίνης. Αντίθετα, το φινίρισμα στις τελευταίες εκδόσεις ήταν καλύτερο και αυτό οφείλονταν κυρίως στο ταμπλό που ξανασχεδιάστηκε από την αρχή αφού ήταν πιο κομψό και μαλακό. Το ´126´ δεν ήταν τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο από ένα απόλυτο αυτοκίνητο πόλης. Με όλα τα υπέρ και τα κατά του. Το ´μικρό 126´ μπορεί να μην ήταν όμορφο, αλλά σίγουρα ήταν πρακτικό. Κατά γενική ομολογία λιγότερο ´δοξασμένο´ από το ´500´. Ηταν όμως ένα πιο καλοστημένο αυτοκίνητο, πιο γρήγορο και πιο άνετο από τον προκάτοχό του.
? Το 1976 , στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο, παρουσιάστηκε το 126 Personal, με πλαστικούς μαύρους προφυλακτήρες, οι οποίοι άρχισαν να διαδίδονται και στις άλλες εκδόσεις, στα επόμενα χρόνια.
? Το 1977, ο κυβισμός του κινητήρα αυξήθηκε από 594 κ.εκ. σε 652 κ.εκ. και η ισχύς του από 23 σε 24 ίππους.
? Το 1978 σταμάτησε οριστικά η παραγωγή του κινητήρα των 594 κ.εκ.
? Η παραγωγή του στην Ιταλία έληξε στις 8 Ιουλίου 1979, αφού είχαν κατασκευαστεί 1.350.000 αντίτυπα, αλλά συνεχίστηκε στην Πολωνία, από την FSM, όπου και κατασκευάστηκε μεταξύ του 1973 και του 2000, ως Polski Fiat 126p.
? Τον Δεκέμβριο του 1984, το 126p έλαβε ένα λίφτινγκ, με τους πλαστικούς μαύρους προφυλακτήρες να καθιερώνονται ως στάνταρ, ενώ απέκτησε και ένα νέο ταμπλό και μετονομάστηκε σε Fiat 126p FL (FL = Face Lift).
? Το 1987, τοποθετήθηκε ένας νέος κινητήρας, επίσης 2-κύλινδρος, αλλά με κυβισμό 704 κ.εκ και ισχύ 33 ίππους.
? Τον Σεπτέμβριο του 1994, έλαβε χώρα ακόμα μία ανανέωση για το 126p, το οποίο υιοθέτησε τότε και κάποια μηχανικά μέρη από το Fiat Cinquecento και μετονομάστηκε σε Fiat 126p EL.
? Τον Ιανουάριο του 1997, εισήχθη το Fiat 126p ELX, που έφερε καταλύτη, προκειμένου να εκπληρώσει τις προδιαγραφές καυσαερίων Euro 1.
? Η συνολική παραγωγή του 126 ήταν 4.670.000 μονάδες. 1.350.000 από αυτές κατασκευάστηκαν στην Ιταλία και 3.320.000 στην Πολωνία.