“Το φόρεμά της είναι σκούρο με ελάχιστο ντεκολτέ, τα χέρια της φαγωμένα από τα οξέα, είναι γυμνά. Δεν τα στολίζει ούτε μια βέρα. Ολόγυρά της στραφτοκοπούν στα πλατιά ντεκολτέ τα ωραιότερα διαμάντια της αυτοκρατορίας. Περιεργάζεται με αληθινή ευχαρίστηση τα βαρύτιμα κοσμήματα και παρατηρεί με έκπληξη ότι και οι άντρας της που είναι συνήθως τόσο αφηρημένος, έχει κι αυτός τα μάτια καρφωμένα στα κολιέ και στα αδαμαντοκόλλητα περιδέραια.
-Δεν φανταζόμουν πως υπάρχουν τέτοια κοσμήματα, του λέει το βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι.
Εκείνος βάζει τα γέλια. “Σκέψου” συνέχισε εκείνη, “ότι σε όλο το δείπνο, μια και δεν είχα τι να κάνω, βρήκα ένα παιχνίδι. Υπολόγιζα πόσα εργαστήρια θα μπορούσαν να φτιαχτούν με τα πετράδια που φορούσε στο λαιμό της καθεμιά από τις προσκεκλημένες. Όταν ήρθε η ώρα για τις ομιλίες είχα φτάσει σ’ ένα αστρονομικό νούμερο!”
“Ξένη”, γιατί ήταν αληθινή, σε ένα ψεύτικο κόσμο, με γυμνά χέρια που δάμαζαν τα μέταλλα, και ατίθασες ξανθές μπούκλες να στεφανώνουν ένα μέτωπο που πίσω του ανθούσε η σκέψη, απέναντι στις “κουπ” που γέμιζαν το εντός τους κενό με φλυαρίες…
Ήταν 7 Νοεμβρίου 1867, όταν στην οδό Νοβολπίκι στην Βαρσοβία, στην οικογένεια του καθηγητή Φυσικής και Μαθηματικών Βλαντισλάβ Σκλοντόβσκι, γεννιόταν η κόρη του Μαρία, το στερνοπαίδι του σπιτιού.
Θα μεγαλώσει μέσα στην αγάπη που όμως την σκεπάζει μια βαριά σκιά. Δεν θυμήθηκε ποτέ να την έχει φιλήσει η μητέρα της. Μόνο ένα τρυφερό χάδι στην καμπύλη του μετώπου της. Γιατί η κυρία Σκλοντόβσκα παρουσίασε τα πρώτα συμπτώματα φυματίωσης όταν γεννήθηκε η Μαρία και παρά τους γιατρούς, επί πέντε χρόνια, το κακό προχωρούσε σταθερά. Η κυρία Σκλοντόβσκα χρησιμοποιούσε το δικό της σερβίτσιο και δεν φιλούσε ποτέ τον γιό και τις κόρες της. Τα μικρά λίγα ήξεραν για την φοβερή αρρώστια, αλλά κάτι μάντευαν στην θλίψη που σκίαζε το πρόσωπο του καθηγητή και στη φράση “Θεέ μου κάνε καλά τη μητέρα μας” που είχαν προσθέσει στην βραδυνή προσευχή τους.
Το πρώτο συναπάντημα με τον θάνατο συνέβη το 1876 όταν πέθανε από τύφο η αδελφή της Ζόσια, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1878, πέθανε η μητέρα της. Η Μαρία μαθαίνει απο νωρίς πως η ζωή είναι σκληρή και εφεξής θα την αντιμετωπίσει με άγρια περηφάνια και χωρίς καρτερία.
Ένα χρυσό μετάλλιο, λόγω των επιδόσεών της, σφραγίζει τις γυμνασιακές της σπουδές στις 12 Ιουνίου 1883.
Η μεγάλη της αδελφή Μπρόνια έχει αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού, όμως μέσα της σιγοκαίει ένας πόθος, ένα κρυφό όνειρο: Να σπουδάσει Ιατρική στο Παρίσι, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν επιτρεπόταν στις κοπέλες να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο στην Πολωνία. Έχει μαζέψει ένα μικρό “κομπόδεμα”, όμως οι σπουδές και η διαμονή στο εξωτερικό κοστίζουν ακριβά.
Η Μαρία δεν δίστασε και έπιασε δουλειά ως “εσωτερική δασκάλα” σε κάποια οικογένεια εξασφαλίζοντας τροφή, στέγη και ένα μισθό που θα έστελνε στην αδελφή της.
Δούλεψε έτσι για 8 χρόνια, όμως το πάθος της μάθησης την καίει και αυτή. Παρακολούθησε στη Βαρσοβία το Κινητό Πανεπιστήμιο, μια σειρά δηλαδή -παράνομων- μαθημάτων ανατομίας, φυσικής, ιστορίας και κοινωνιολογίας από εθελοντές δασκάλους. Ήταν στον αριθμό 66 της οδού Κρακοβίας στο βάθος μιας αυλής με πασχαλιές.
Θέλει να μελετήσει Φυσική και Χημεία, ενώ παράλληλα δωρίζει τις γνώσεις της, παραδίδοντας μαθήματα στις εργάτριες μιας βιοτεχνίας ρούχων.
Μια πρόσκληση από την Μπρόνια, το 1891, της επιτρέπει να εγκατασταθεί στο Παρίσι στο σπίτι της αδελφής της, στην λεωφόρο Ζαν Ζωρές, τότε οδός Γερμανίας, για να παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή Θετικών Επιστημών της Σορβόννης.
«Παίρνω τον ήλιο και τον εκσφενδονίζω…» Το δεκεμβριάτικο φως ρίχνει τις χλομές του ακτίνες στο μεγάλο αμφιθέατρο. Τα νεανικά κεφάλια σκυμμένα αντιγράφουν τις εξισώσεις που χαράζει στον πίνακα το χέρι του καθηγητή Πολ Απέλ.
Στα πρώτα έδρανα ένα κορίτσι χαμογελά εκστατικά. Τη μεγάλη καμπύλη του μετώπου της, στεφανώνουν ατίθασες ξανθές μπούκλες. Πώς είναι δυνατόν να θεωρεί κανείς την επιστήμη “στεγνή”;
Καθώς ήταν αδύνατον να μελετήσει, λόγω της συνεχούς κίνησης στο ιατρείο της αδελφής της και του συζύγου της, αποφασίζει να μείνει μόνη της, διάβαζε συνεχώς και μόνο οι λιποθυμίες από την κόπωση της υπενθύμιζαν ότι έπρεπε που και που να τρώει.
Κάνει αιματηρές οικονομίες. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια στην Σορβόννη και όταν αρχίζει να νυχτώνει καταφεύγει στην βιβλιοθήκη ΣενΖενεβιέβ όπου καίει το φωταέριο και είναι ζεστά.
Το 1893 κατέκτησε την πρώτη θέση στις εξετάσεις για το πτυχίο των Φυσικών Επιστημών και το 1894 τη δεύτερη θέση για το πτυχίο των Μαθηματικών.
Επιστρέφοντας στη Βαρσοβία, της δόθηκε μια υποτροφία 600 ρουβλίων που προοριζόταν για άξιους φοιτητές. Λίγα χρόνια αργότερα, μετρώντας όπως πάντα, δεκάρα – δεκάρα, από την πρώτη της αμοιβή για μια μελέτη, επέστρεψε 600 ρούβλια στον γραμματέα του ιδρύματος, που έμεινε άναυδος από τη χειρονομία της.
Η ίδια δέχθηκε την υποτροφία ως μια ένδειξη εμπιστοσύνης. Θα το ένιωθε σαν ατιμία αν κρατούσε έστω και μια στιγμή παραπάνω αυτά τα χρήματα που, με την επιστροφή τους, θα μπορούσαν να είναι στήριγμα για κάποια άλλη φτωχή κοπέλα που θα ήθελε να σπουδάσει.
Η συνάντηση με τον Πιερ
Το 1894, η Εταιρεία Προώθησης της Εθνικής Βιομηχανίας είχε αναθέσει στη Μαρία μια μελέτη και είχε ανάγκη από ένα εργαστήριο, στην ανεύρεση του οποίου την βοήθησε ο Πολωνός καθηγητής Κοβάλσκι που την έφερε σε επαφή με έναν λαμπρό επιστήμονα, τον Πέτρο Κιουρί, ο οποίος ένιωσε αμέσως έλξη για τη νεαρή συνάδελφό του.
Παντρεύτηκαν χωρίς νυφικό, βέρες, γαμήλια δεξίωση – και βέβαια χωρίς θρησκευτικό μυστήριο. Αλλά και χωρίς συμβολαιογράφο, αφού δεν είχαν τίποτε άλλο εκτός από δύο αστραφτερά ποδήλατα, που αγόρασαν την προηγουμένη με το δώρο σε “μετρητά” που τους είχε κάνει ένας εξάδελφός τους και με τα οποία σκόπευαν όλο το καλοκαίρι να αλωνίσουν τις εξοχές!
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1897 απέκτησαν την κόρη τους Ειρήνη, ενώ η Μαρία απέκτησε και την άδεια διδασκαλίας στη Μέση Εκπαίδευση.
Προετοιμαζόμενη για το διδακτορικό της, ενδιαφέρθηκε για τις εργασίες του Γάλλου φυσικού Ανρί Μπεκερέλ, ο οποίος είχε παρατηρήσει ότι τα άλατα ενός σπάνιου μετάλλου, του ουρανίου, χωρίς προηγούμενη επίδραση του φωτός, εξέπεμπαν, αυτόματα, κάποιες άγνωστου είδους ακτίνες και το αίνιγμα ήταν η προέλευσή τους.
Η Μαρία βρήκε το θέμα της: Μελέτη των ακτίνων του ουρανίου, το οποίο εγκαταλείπει προσωρινά και μελετά όλα τα γνωστά σώματα. Οι ενώσεις ενός άλλου στοιχείου, του θορίου, εκπέμπουν επίσης αυτόματα ακτίνες όμοιες με εκείνες του ουρανίου.
Μελετώντας δείγματα ορυκτών αποκλείει βαθμιαία εκείνα που δεν περιέχουν ουράνιο και θόριο, όμως εκείνα που τα περιέχουν εκπέμπουν πολύ πιο ισχυρή ακτινοβολία από όση «κανονικά» θα αναμενόταν αν περιείχαν μόνο ουράνιο.
Διατυπώνει μια τολμηρή υπόθεση: Τα ορυκτά κρύβουν σίγουρα ένα νέο υλικό που ακτινοβολεί, ένα νέο χημικό στοιχείο!
Ο Πιέρ εγκαταλείπει τις δικές του έρευνες, ενώνοντας τις προσπάθειές του με τις δικές της το Μάη του 1898.
Αναζητούν την ιδιαίτερα ενεργή ουσία σε ένα ορυκτό του ουρανίου, τον πισσουρανίτη, διαχωρίζοντας με χημική ανάλυση τα συστατικά του στοιχεία και μετρώντας τη ραδιενέργεια του καθενός.
Τελικά, εντοπίζουν τη ραδιενέργεια σε δύο κυρίως χημικά στοιχεία του πισσουρανίτη. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν δύο διαφορετικά καινούργια στοιχεία.
Τον Ιούλη του 1898 ήταν σε θέση να ανακοινώσουν την ανακάλυψη και των δύο, πρώτα εκείνου που ονομάστηκε πολώνιο προς τιμή της πατρίδας της Μαρίας και μετά του ραδίου, από το οποίο πήρε το όνομά της η ραδιενέργεια (ενέργεια που εκπέμπεται από το ράδιο).
Προσπαθώντας να παρασκευάσουν σε καθαρή μορφή τα δύο στοιχεία, οι Κιουρί δούλεψαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε μια παράγκα, καθώς το επίσημο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης δεν τους παραχωρούσε εργαστήριο, ούτε τους επιδοτούσε.
Ο πισσουρανίτης ήταν πανάκριβος. Τον κατεργάζονταν τα μεταλλεία του Γιοάχιμσταλ στη Βοημία. Οι Κιουρί σκέφθηκαν ότι αφού το πολώνιο και το ράδιο βρίσκονται στο ορυκτό, θα βρίσκονται και στα κατάλοιπά του και έτσι ζήτησαν από αυστριακούς συναδέλφους τους να μεσολαβήσουν στα μεταλλεία της Βοημίας. Οι Κιουρί θα πλήρωναν τα κατάλοιπα από τις πενιχρές τους οικονομίες.
Στάθηκαν τυχεροί, αφού το εργοστάσιο στη Βοημία αποφάσισε να διαθέσει δωρεάν έναν τόνο κατάλοιπα σε αυτούς τους δύο …παράφρονες που έλεγαν ότι τα χρειάζονται.
Στα 1902, μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες σε συνθήκες απίστευτης στέρησης, φτώχειας και δουλειάς, η Μαρία Κιουρί πέτυχε να παρασκευάσει ένα δέκατο του γραμμαρίου καθαρό ράδιο και ένα εικοστό καθαρό πολώνιο.
Ο Πιέρ Κιουρί ανακηρύχθηκε καθηγητής στη Σορβόννη το 1904, όμως εργαστήριο δεν του παραχώρησαν ποτέ. Του είχαν προτείνει το 1900 έδρα στη Γενεύη, που αν γινόταν δεκτή θα έλυνε το βιοποριστικό τους πρόβλημα, όμως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις έρευνες. Οι Κιουρί αρνήθηκαν. Η Μαρία διορίστηκε καθηγήτρια Φυσικής στη Σχολή Θηλέων των Σεβρών.
Η σπατάλη δυνάμεων για να μπορέσουν να επιβιώσουν ήταν πολύ μεγάλη. Το 1902 η Μαρία συγκλονίζεται από το θάνατο του πατέρα της, ενώ το 1903, χρονιά που γεννιέται η κόρη τους Εύα, ο Πιέρ Κιουρί δίνει διάλεξη στη Γενεύη για το ράδιο.
Στις 25 Ιουνίου 1903 στην Σορβόννη η Μαρία απαντά στους τρείς ενδεδυμένους με επίσημο ένδυμα κ.κ. Μπουτί, Λιπμάν και Μουασάν και περιμένει την απόφασή αυτών των αυστηρών ανθρώπων που την ανακοινώνει ο κ. Λιπμάν, ο πρώτος της δάσκαλος: “Το Πανεπιστήμιον των Παρισίων σας απονέμει τον τίτλο του διδάκτορος των Φυσικών Επιστημών με τον βαθμόν ‘Άριστα’”.
Στις 10 Δεκέμβρη 1903, η Ακαδημία Επιστημών της Στοκχόλμης ανακοίνωσε ότι το βραβείο Νόμπελ Φυσικής απονέμεται κατά το ήμισυ στον Ανρί Μπεκερέλ και κατά το ήμισυ στο ζεύγος Κιουρί, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στην τελετή.
Ενδεικτικό του ήθους τους είναι το γεγονός ότι δεν κατοχύρωσαν τις μεθόδους τους για την απομόνωση των στοιχείων, επειδή θεωρούσαν ότι δε συμβάδιζε με το επιστημονικό πνεύμα, καθώς η επιστήμη είναι κοινωνική κατάκτηση και η «κατοχύρωση» (πατέντα) εμποδίζει τη συνέχιση της επιστημονικής έρευνας από τους επόμενους.
Η σημασία της πράξης αυτής είναι ακόμα μεγαλύτερη, διότι οι Κιουρί ανακάλυψαν πως η ακτινοβολία του ραδίου κατέστρεφε τους καρκινικούς όγκους.
Στις 19 Απρίλη 1906, η ζωή της Μαρίας Κιουρί άδειασε απότομα, καθώς ο Πιέρ σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα.
Στις 13 Μάη αποφασίστηκε η έδρα του Πιέρ Κιουρί να δοθεί στην Μαρία. Γινόταν η πρώτη γυναίκα στη Γαλλία που της δινόταν έδρα πανεπιστημίου, ενώ ήταν επίσης η πρώτη γυναίκα που έδωσε διάλεξη στη Σορβόννη.
Πριν ξεκινήσει για τη διάλεξη στους φοιτητές, κοίταξε τις σημειώσεις του Πιέρ και ξεκίνησε το μάθημα με την ίδια ακριβώς φράση που εκείνος είχε κλείσει την προηγούμενη παράδοση.
Το Δεκέμβρη του 1911 η Μαρία Κιουρί τιμήθηκε με το Νόμπελ Χημείας.
Υπεβλήθη σε εγχείρηση, καθώς τα νεφρά της ήταν σε φρικτή κατάσταση, ενώ στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου «όργωσε» τη Γαλλία, με το πρώτο «ακτινολογικό όχημα» δικής της έμπνευσης, σώζοντας χιλιάδες τραυματίες.
Υπολογίζεται ότι η ίδια, με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τα δύο βραβεία Νόμπελ, έστησε περίπου 250 ακτινολογικούς θαλάμους στα πολεμικά μέτωπα.
Το 1922 εξελέγη μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Πνευματικής Συνεργασίας, της Κοινωνίας των Εθνών ενώ το 1932 εγκαινίασε το Ινστιτούτο Ραδίου στη Βαρσοβία.
Το 1944, το Πολωνικό Πανεπιστήμιο ονομάστηκε προς τιμήν της: Μαρία Σκλοντόφσκι – Κιουρί.
Η επιστημονική κοινότητα, σε ένδειξη σεβασμού προς το πρόσωπό της έδωσε το όνομά της σε μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας (το κιουρί ή Ci) και στο υπερουράνιο τεχνητό χημικό στοιχείο κιούριο (Cm), με ατομικό αριθμό 96.
Τον τελευταίο καιρό, οι γιατροί ανακάλυπταν αφύσικα συμπτώματα στο αίμα της. Ο καθηγητής Ρεγκό σημείωσε. «Η κυρία Κιουρί μπορεί να καταμετρηθεί ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα θύματα των ραδιενεργών σωμάτων, που ανακάλυψαν ο σύζυγός της και η ίδια».
Στη διάρκεια της αγωνίας έβγαζε μικρά βογκητά πόνου και κάποια παράπονα γεμάτα απορία. Ως το τέλος, η έννοιά της ήταν η δουλειά της “οι παράγραφοι των κεφαλαίων… Να τις κάνουμε όλες όμοιες… Σκέφτηκα αυτή την ανακοίνωση…”
Στις 4 Ιουλίου 1934 ενταφιάστηκε δίπλα στον άντρα της στο κοιμητήριο του Σο, παρουσία μόνο των στενών συνεργατών της. Τα αδέλφια της έριξαν στον τάφο της μια χούφτα χώμα πολωνικής γης.
Το 1995, τα οστά της μεταφέρθηκαν στο Πάνθεον, στο μαυσωλείο στο οποίο βρίσκονται θαμμένοι οι «μεγάλοι άνδρες» της Γαλλίας.
Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ένας πελώριος τόμος προστέθηκε στα επιστημονικά συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Ινστιτούτου Ραδίου. Ήταν το μήνυμά της στη νέα γενιά, στους νέους εραστές της επιστήμης, αλλά και στην ανθρωπότητα: Στο γκρίζο εξώφυλλο, το όνομα του συγγραφέα: «Κυρία Πιέρ Κιουρί – Καθηγήτρια στη Σορβόννη – Βραβείο Νόμπελ Φυσικής, Βραβείο Νόμπελ Χημείας». Από κάτω μονολεκτικός ο φοβερός τίτλος: «Ραδιενέργεια».