210 χρόνια συμπληρώνονται στις 22 Φεβρουαρίου από τη γέννηση ενός λαμπρού Ευρωπαίου μουσικού, ο οποίος, μολονότι έζησε μόλις 39 χρόνια, άφησε έργο σημαντικό και αξιόλογο. Ο λόγος για τον Πολωνό συνθέτη και πιανίστα, Φρειδερίκο Σοπέν (φωτογραφία, 1810 – 1849), για τον οποίο θα γράψουμε, σήμερα, λίγα λόγια (βλ. άρθρα στις εφημερίδες: «Ριζοσπάστης» της 28/10/2005, «Το Βήμα» της 26/02/2010 και «Καθημερινή» της 28/10/2019, αλλά και τα βιβλία: Κ. Νεφ, «Ιστορία της Μουσικής», μετάφραση Φ. Ανωγειαννάκης, Αθήνα, 1985, εκδόσεις Ν. Βότσης και Γ. Ν. Δρόσος, «Φρειδερίκος Σοπέν», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1999).
Ο Σοπέν γεννιέται, λοιπόν, το 1810 στη Ζελάζοβα – Βόλα, μιαν πόλη περίπου 50 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας στην Πολωνία, από πατέρα Γαλλικής καταγωγής εξόριστο και μάνα Πολωνέζα. Ήταν 8 μόλις ετών, όταν θα δώσει το πρώτο του κονσέρτο στη Βαρσοβία. Μια δεκαετία περίπου αργότερα, το 1829, θα βρεθεί και θα παίξει πρώτη φορά στη Βιέννη. Τότε, του προσφέρανε και ως δώρο το πιάνο του Μπετόβεν.
Τον επόμενο χρόνο, ο Σοπέν έφυγε οριστικά από την Πολωνία, παίρνοντας μαζί του μόνο λίγο χώμα σε μια ασημένια θήκη. Το φθινόπωρο του 1831, σε ηλικία 21 ετών, θα εγκατασταθεί στο Παρίσι. Το 1832 είναι η χρονιά που τον «σημαδεύει»: Και σε δύο κονσέρτα οι φιλόμουσοι κύκλοι της Γαλλικής πρωτεύουσας γνώρισαν το μέγεθος του ταλέντου του και, ταυτόχρονα, προσβάλλεται από φυματίωση, που θα τον βασανίσει πολύ όλη την υπόλοιπη ζωή του.
«Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!». Το Δεκέμβρη του 1831, με τα λόγια αυτά, ο νεαρός Ρ. Σουμάν (1810 – 1856) αναγνώριζε το χάρισμα του συνομηλίκου του Φρειδερίκου Σοπέν. Τρεις μήνες αργότερα, μολονότι ήταν θριαμβευτικό το επίσημο ντεμπούτο του στο Παρίσι, ο Σοπέν θα επιλέξει – αντί σε μεγάλους συναυλιακούς χώρους – έκτοτε να εμφανίζεται κυρίως σε ιδιωτικές συναθροίσεις προς τέρψιν της οικονομικής και πνευματικής ελίτ της εποχής. Όχι μόνον αυτό, αλλά ακόμη συχνότερα τον βλέπουμε στο σαλόνι του σπιτιού του να παίζει πιάνο για τους φίλους του γνωστούς σύγχρονούς του μουσικούς, τον Λιστ, τον Μπερλιόζ, τον Μπελίνι, τον Μέντελσον , αλλά και το ζωγράφο Ντελακρουά.
Τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά, το Νοέμβρη του 1836, ο 26ετής συνθέτης συναντιέται με τη Γαλλίδα συγγραφέα και φεμινίστρια Αυγή Ντιπέν (ή Γεωργία Σάνδη). Έκτοτε, συνδέθηκε μαζί της με μια μυστηριώδη σχέση που κράτησε μια δεκαετία περίπου. Το 1845, η σχέση τους πέρασε μια σοβαρή κρίση η οποία επιδεινώθηκε την επόμενη χρονιά, κάτι που επέφερε, τον άλλο χρόνο, τον οριστικό τους χωρισμό.
Ο Φρειδερίκος Σοπέν είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του ρομαντισμού στη μουσική. Η νοσταλγία του έρωτα και της χαμένης πατρίδας σφραγίζουν τα έργα του και φανερώνουν μια τρυφερότητα γεμάτη πάθος. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι τα έργα του, που είναι αποκλειστικά για πιάνο, κοντσέρτα, σονάτες, πρελούδια, βαλς, μπαλάντες κ.α., χαρακτηρίζονται μεγάλης ομορφιάς αλλά και υψηλής καλλιτεχνικής αξίας που συνδυάζουν την πνευματικότητα και την έντονα συναισθηματική εκφραστικότητα, με ρομαντική ευαισθησία και ανάλαφρη διάθεση.
Πέραν τούτου, όπως σημειώνει ο Ν. Κανελλόπουλος παρουσιάζοντας το προαναφερθέν βιβλίο του Γ. Ν. Δρόσου, «[…] ο Σοπέν υπήρξε ένας αληθινός πατριώτης, ο οποίος αγωνίστηκε με όσα μέσα διέθετε, για να προβάλει το «Πολωνικό Ζήτημα». Η πρωτοποριακή μουσική του είναι γεμάτη νοσταλγία για τη σκλαβωμένη πατρίδα του, που ξεπηδά από τα καθαρώς φολκλορικά θέματα, τους χορούς και τα τραγούδια, στοιχεία που χαρακτηρίζουν γενικώς τη μουσική του […]».
Ας διαβάσουμε με προσοχή όσα γράφει, μεταξύ άλλων, ο Ν. Δοντάς στην «Καθημερινή» τον Οκτώβριο του 2019, ότι δηλαδή «η μουσική του Σοπέν θέτει στον πιανίστα ερμηνευτικές προκλήσεις που απαιτούν ξεχωριστή αίσθηση της συγκεκριμένης γραφής. Τα στοιχεία που δίνουν εκφραστικότητα στη μουσική του Πολωνού είναι όσα βρίσκονται ανάμεσα στις νότες, οι «κλεμμένοι» χρόνοι πριν και μετά από αυτές, ο επιπλέον τονισμός του ενός ή του άλλου φθόγγου, η πλαστικότητα μιας τρίλιας» (δες «Η απατηλή «φυσικότητα» της γοητευτικής μουσικής του Σοπέν» από το αρχείο της έντυπης «Καθημερινής»_28-10-2019). Αξιοσημείωτα είναι και όσα καταγράφει και η Ίσμα Μ. Τουλάτου στο δικό της άρθρο («Σοπέν, ο κορυφαίος του ρομαντισμού», «Το Βήμα»_ 26-02-2010): «Ως συνθέτης- ένας από τους σημαντικότερους της περιόδου του Ρομαντισμού- έχει πλέον απεκδυθεί οριστικά τη «βικτωριανή» ετικέτα του «λυρικού φυματικού καλλιτέχνη των σαλονιών»και έχει εκτιμηθεί για τον ποιητικό και ηρωικό του χαρακτήρα και για τις μεγάλες καινοτομίες τις οποίες επέφερε σε είδη όπως η σονάτα για πιάνο, η μαζούρκα, το βαλς, το νυχτερινό, η πολωνέζα, οι σπουδές, το πρελούδιο. Γραμμένες κυρίως για το πιάνο ως σολιστικό όργανο, οι συνθέσεις του είναι σαφώς απαιτητικές από τεχνικής απόψεως, ωστόσο η έμφαση δίνεται στο ύφος, στις αποχρώσεις και στο εκφραστικό τους βάθος».
Το τελευταίο κονσέρτο του Σοπέν στο Παρίσι δόθηκε στις 12 Φλεβάρη 1848, ενώ το «κύκνειό του άσμα» ήταν στις 16 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς στη Σκωτία. Κατόπιν, επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου έζησε στερημένα το τελευταίο διάστημα της ζωής του, έχοντας στο πλευρό του τη μεγαλύτερη αδελφή του.
Ο Φρειδερίκος Σοπέν θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο Παρίσι στις 17 Οκτώβρη 1849 και αναπαύθηκε στο νεκροταφείο Ρére-Lachaise της γαλλικής πρωτεύουσας. Καθώς λέγεται, πριν πεθάνει, παρακάλεσε την αδελφή του να πάρει την καρδιά του στη Βαρσοβία, καθώς η νοσταλγία της πατρίδας τον «έκαιγε» σε όλη του τη ζωή, αφότου την εγκατέλειψε. Να σημειωθεί, επομένως, καταλήγοντας και πως ενώ στη Βαρσοβία συναντούμε και τη Μουσική Ακαδημία Φρ. Σοπέν και το Μουσείο Σοπέν, το διεθνές αεροδρόμιο της πολωνικής πρωτεύουσας φέρει το όνομα του μεγάλου μουσικού.