Η οριστική ήττα του Ναπολέοντα (Βατερλό, 1815) έφερε σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές στον ευρωπαϊκό χάρτη.
Οι Ευρωπαίοι μονάρχες, που ήσαν αντίπαλοί του, κι όλες οι συντηρητικές δυνάμεις -ξαναδίνοντας το θρόνο σε όλους τους έκπτωτους βασιλείς «με την αρχή της νομιμότητας»- συντελούν να επιβληθούν παντού απολυταρχικά, συντηρητικά κι αντιδραστικά καθεστώτα, στα οποία η παλιά φεουδαρχία και τα ανώτερα αστικά στρώματα, που είναι οι φορείς της εξουσίας πάλι πλέον, επιδίδονται στη δίωξη των φιλελεύθερων ιδεών.
Οι φιλελεύθερες ιδέες, ακόμη κι αν αποβλέπουν στην εθνική απελευθέρωση ή σε κοινωνική δικαιοσύνη, ήσαν κοινωνική απειλή και καταδιώκονταν αμείλικτα από τις συντηρητικές κυβερνήσεις. Ο ιακωβινισμός (από τους Ιακωβίνους, την πιο αδιάλλακτη παράταξη των Γάλλων επαναστατών, κατά το 1789 – 94) κι ο καρμποναρισμός (μυστική πολιτική εταιρεία στην Ιταλία του 19ου αιώνα, με σκοπό τη διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών) ήσαν κοινωνικοανατρεπτικές ιδέες και για να τις αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαίοι μονάρχες, μόλις το 1815 στο συνέδριο της Βιέννης, συγκροτούν την «Ιερά Συμμαχία». Η «Ι.Σ.», λοιπόν, που είχε ψυχή τον Αυστριακό μισέλληνα Καγκελάριο, Κlemens L. Wenrel – Metternich (πιο γνωστό ως Μέττερνιχ, υπουργός εξωτερικών της Αυστρίας από το 1809 έως το 1821 και Καγκελάριος από το 1821 έως το 1848), θα κατέπνιγε ένοπλα κάθε φιλελεύθερο κίνημα, όπου κι αν ξεσπούσε, ενώ στην αντιδραστική πολιτική που καθορίστηκε στη Βιέννη πρωτοστάτες – πλην της αυστριακής διπλωματίας – ήσαν ο Γάλλος καιροσκόπος διπλωμάτης και υπουργός, Ταλλεϋράνδος κι ο Ρώσος Τσάρος Αλέξανδρος ο 1ος.
Στο Karlsband θα συναντηθούν οι εγκέφαλοι της «Ι.Σ.» το 1819 για λόγους οργάνωσης και μεθοδολογίας της, ενώ την επόμενη χρονιά μαζεύτηκαν στο Troppau της Σιλεσίας, θορυβημένοι από διάφορες εξεγέρσεις στην ιταλική και την ιβηρική χερσόνησο. Καθώς διαφωνούσαν, διακόπτουν τις εργασίες του Troppau και τις ξαναρχίζουν το Γενάρη του 1821 στο Laybach (σημ. Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας).
Στο Laybach
Εκεί τους βρήκε και μαζύ τους και τον Ιωάννη Καποδίστρια, μέλος της τσαρικής διπλωματικής αποστολής, η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Τσάρος Αλέξανδρος αποκηρύττει το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τον διαγράφει από τους ρωσικούς στρατιωτικούς καταλόγους. «Η ανθελληνική πολιτική του Τσάρου δεν ήταν ούτε συγκυριακή, ούτε ετεροκίνητη», γράφει ο Κ. Σιμόπουλος για τον Τσάρο, που «ευνοεί» μόνο όσα κινήματα κατά της Τουρκίας «εξυπηρετούν» τα ρωσικά συμφέροντα! Το οικτρό τέλος της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και οι Τουρκικές θηριωδίες ως αντίποινα απέδειξαν ενώπιον των Ευρωπαίων πώς εννοούσε ο Σουλτάνος να καταπνίξει την Επανάσταση. Έτσι, μολονότι ματοκύλισε αθώους και ενόχους, ένοπλους και άοπλους, σημαντική θεωρείται η προσφορά του, εκείνους τους πρώτους μήνες, στον Ελληνισμό. Και γιατί έκανε τους Έλληνες να συναισθανθούν ότι δεν υποφέρεται άλλο πια ο Τουρκικός ζυγός και πρέπει να ξεσηκωθούν και επειδή, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ρίχτηκαν τα πρώτα «σπέρματα» του «υγιούς» Φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, και μολονότι ο Μέττερνιχ έμοιαζε να κερδίζει κι αυτή τη διπλωματική μάχη, το συνέδριο του Laybach – αν κι αποδοκίμασε την Ελληνική Επανάσταση, την οποία, καταρχήν, οι Ευρωπαίοι πίστεψαν ως παροδικό κάποιο γεγονός συνήθους ανταρσίας στο εσωτερικό μεγάλης χώρας! -δε συμφώνησε για επέμβαση και κατάπνιξή της.
Η Ρωσία με το Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη τη 2η -κατά το 18ο αιώνα- εκδήλωσε το ενδιαφέρον της να προεκταθεί προς το νότο και να εξασφαλίσει ελεύθερη ναυσιπλοΐα προς τη Μεσόγειο σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο και το μεγαλύτερο μέρος του Εύξεινου Πόντου.
Έτσι, εκδηλώνονται συχνά ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι συνθήκες που υπογράφονται δεν ευνοούνε πάντοτε το Σουλτάνο. Προς αυτήν την κατεύθυνση κλίνει κι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), αλλά η τελευταία ρωσοτουρκική συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/5/1812, ενώ o Ναπολεόντειος στρατός πλησίαζε τα ρωσικά σύνορα) άφηνε πολλά εκκρεμή ζητήματα κι έδινε διάφορες αφορμές για νέες προστριβές μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.
Ο Τσάρος, πάντως, όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, βρισκόταν σε δίλημμα, καθώς από τη μια τον έδενε η «Ι.Σ.» και το συνέδριο του Laybach κι από την άλλη δεν μπορούσε να μην ακολουθήσει την πάγια αντιτουρκική πολιτική της χώρας του.
Οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών στη Ρωσία, η εκεί ίδρυση της «Φιλικής Εταιρείας», η πετυχημένη σταδιοδρομία Ελλήνων στην Τσαρική Αυλή (Ο μεν Καποδίστριας ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών, ο δε Υψηλάντης ήταν στρατιωτικός καριέρας, υπασπιστής του ίδιου του Αλέξανδρου) συντέλεσαν να ισχυροποιηθούν οι ελληνορωσικοί δεσμοί και να πιστέψουν οι Έλληνες πως η ομόδοξη χώρα θα τους βοηθούσε. Μ’ αυτό το συλλογισμό, ίσως, εξηγείται κι η ελπίδα του Αλέξανδρου Υψηλάντη πως στον εθνικοαπελευθερωτικό τους Αγώνα θα έχουν «…μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας…» (από την προκήρυξη της 24/2/1821), δηλαδή τη Ρωσία.
Οι τουρκικές φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων, με αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Πατριάρχη το Πάσχα του 1821, η παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία μετά την αποτυχία του Αλ. Υψηλάντη θα προβληματίσουν περισσότερο τον Τσάρο, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των φιλειρηνικών και συμφώνων με το πνεύμα της «Ι.Σ.» προτάσεων από στενούς του συμβούλους (Nesselrod Κάρολος Βασίλιεβιτς, Ρώσος υπουργός εξωτερικών από το 1816 έως το 1856 και πρωθυπουργός του Τσάρου) και των προτεινομένων εμπόλεμη επίλυση των διαφορών με το Σουλτάνο εισηγήσεων, που δεχόταν από τον Ι. Καποδίστρια κ.ά.
Με δύο εγκυκλίους του, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στρογγάνοφ, ξεφανερώνει, στους πρώτους μήνες του 1821, την επίσημη ρωσική πολιτική. Συγκεκριμένα, έδωσε, με τη μεν πρώτη (9/21 Μάρτη 1821), εντολές στα ρωσικά προξενεία στην Ανατολή να τονίζουν ότι η Ρωσία είναι παντελώς αμέτοχη όσων έχουν γίνει στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους συνεργάτες του, με τη δεύτερη (4/16 Απρίλη 1821) δε ανακοίνωνε πως ο Τσάρος καταδίκαζε τον Υψηλάντη.
Τον Ιούλη, πάντως, του ίδιου χρόνου (6/7/1821), ο Στρογγάνοφ διατάσσεται να επιδώσει στην Υψηλή Πύλη (:Σουλτανική κυβέρνηση) ένα αυστηρό τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε ως ελάχιστη ικανοποίηση – μεταξύ άλλων – και τα εξής: η Ρωσία έχει το δικαίωμα να προστατεύει τους χριστιανούς των τουρκοκρατούμενων εδαφών -αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τη Μολδοβλαχία- διάκριση ενόχων & αθώων από τους Τούρκους κατά την αντιμετώπιση της Επανάστασης.
Ο Σουλτάνος αρνήθηκε κι οι ρωσοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις διεκόπησαν με την ανάκληση της ρωσικής διπλωματικής αντιπροσωπείας από την Πόλη. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ήταν προ των πυλών, αλλά ο Αλέξανδρος, επηρεασμένος πάντα από το Μέττερνιχ, δεν προχώρησε.
Η θαλασσοκράτειρα Αγγλία ήθελε να προωθήσει τα οικονομικά συμφέροντά της στην ανατολική Μεσόγειο και να ελέγχει αυτή τους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να μην επιθυμεί τις επεκτατικές προς τα νότια βλέψεις της Ρωσίας και να τις εμποδίζει. Η ασθενής οθωμανική αυτοκρατορία την εξυπηρετούσε στα σχέδιά της και γι’ αυτό ακολουθούσε το αξίωμα της «ακεραιότητας της αυτοκρατορίας του Σουλτάνου».
Διαφώνησε τόσο στο Troppau, όσο και στο Laybach με τις αρχές της «Ι.Σ.» για στρατιωτικές επεμβάσεις , αφού προτιμούσε τη μέθοδο της οικονομικής διείσδυσης. Με οικονομικές συμβάσεις και με δάνεια υπό επωφελείς για τον δανειστή όρους η αγγλική οικονομική διείσδυση ήταν πιο κερδοφόρα κι οδηγούσε σε διαρκέστερη εξάρτηση του δανειζόμενου από το δανειστή.
Σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, οι Έλληνες του Λονδίνου διάβασαν στους “Times” της 11ης Απριλίου 1821 την εξής είδηση που τους έκανε να ριγήσουν από συγκίνηση και ενθουσιασμό: «Ο Πρίγκιψ Υψηλάντης έχει ένα έντιμο και διακεκριμένο όνομα μεταξύ των συμπατριωτών του. Ο πατήρ του είχε εξορισθή υπό του Τούρκου κυβερνήτου και ο πάππος του είχεν θανατωθή σκληρώς υπ’ αυτών. Κατά συνέπειαν ωθείτο εις την εχθρότητά του κατά της Πύλης υπό διπλού κινήτρου. Της εκδικήσεως και της φιλοπατρίας. Οι Τούρκοι σφαγιάζονται παντού και εις τον Μωρέαν και εις την Ήπειρον. Ο Αλή πασάς και ο Υψηλάντης είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον. Χθες έφθασαν ενταύθα (Τεργέστη) πληροφορίαι περί επαναστάσεως εις την Κωνσταντινούπολιν, εν συνεχεία επαναστάσεως εις την Βλαχίαν. Λέγεται ότι ο Έλλην Πατριάρχης εσφαγιάσθη».
Την ίδια στιγμή, όμως, η αγγλική κυβέρνηση κρατά ουδέτερη στάση, σαφέστατα μεροληπτική εις βάρος των Ελλήνων αρχικά, αφού κατείχε από το 1814 τα Εφτάνησα. Μάλιστα, τον πρώτο καιρό της Επανάστασης, περίμενε και ανάλογα με τις εξελίξεις θα προσάρμοζε και τη δική της πολιτική και ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στράγκφορδ, έδειχνε σαφέστατα φιλοτουρκική στάση και έκανε ό,τι του περνούσε από το χέρι, για να εμποδίσει τη ρωσική πολιτική, ενώ, την ίδια εποχή, δέχτηκε και πρόταση από το σουλτάνο, όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος, «να μετακληθούν από τη Μάλτα μερικά αγγλικά πολεμικά πλοία για να καθαρίσουν το Αιγαίο από τον επαναστατικό ελληνικό στόλο». Ο Άγγλος διπλωμάτης έπαιρνε οδηγίες από το μισέλληνα υπουργό του των εξωτερικών κατά την περίοδο 1821 – 1822, Castlereagh (Κάσλεριγ, Robert Stewart, 1769 – 1822), ο οποίος «έβριζε και χλεύαζε τον ελληνικό αγώνα και αποκαλούσε τους Έλληνες ανθρωπάρια ανάξια να ξεσκλαβωθούν».
Οι διομολογήσεις, που περιελάμβαναν ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα γαλλικά συμφέροντα, είχαν υπογραφεί μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας από το 1535. Η Γαλλία δεν ήθελε ούτε τη Ρωσία, ούτε την Αγγλία να προωθηθούν εις βάρος της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, ακολουθώντας την «Ι.Σ.», προωθούσε και τα δικά της συμφέροντα στην περιοχή.
Η Αυστρία, με καγκελάριο και υπουργό επί των εξωτερικών τον Κλάους Μέττερνιχ, συνδεόταν με τη γειτονική της Οθωμανική Αυτοκρατορία με οικονομικούς δεσμούς, με καθεστωτική συγγένεια (απόλυτη μοναρχία ήταν το πολίτευμα κάθε χώρας), ήταν κι οι δυο κράτη πολυεθνικά με κάθε είδους κινήματα (εθνικά – κοινωνικά, καρμποναρικά – γιακωβινικά) και τα κατέπνιγαν, συνεργάζονταν με αγαστή σύμπνοια προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή την αστυνόμευση και τη βίαιη καταστολή των φιλελευθέρων ιδεών και κινημάτων. Έτσι, στα τέλη του 18ου αι., η Αυστριακή κυβέρνηση παραδίδει το Ρήγα Φεραίο στις τουρκικές αρχές, ενώ, στα 1821, φυλακίζει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη!
Αν και αρχικά είχε ανάμεσα στον ελληνισμό επικρατήσει η σκέψη πως – λόγω του ευρωπαϊκού θαυμασμού για την ελληνική κλασική παιδεία – η χριστιανική Δύση θα βοηθούσε για την απελευθέρωση της ελληνοχριστιανικής Ανατολής, στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα οι Έλληνες, βλέποντας και καταλαβαίνοντας τις ιδιοτελείς βλέψεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων όπως περιγράφτηκαν παραπάνω και για μην καταδικαστεί η κίνησή τους από τα ευρωπαϊκά «σαλόνια» ως κοινωνικοανατρεπτική επηρεασμένη από Ιακωβίνους ή καρμπονάρους ενώ ήταν μόνο εθνικοαπελευθερωτική κατά πολυαίωνου δυνάστη, πιστεύουνε πως μπορούσαν κι όφειλαν μονάχοι τους να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.
Για να αντικρούσουν πιθανές επικρίσεις από τα «σαλόνια της Ι.Σ.» και σαφείς δηλώσεις των Ελλήνων για την εθνική κι όχι κοινωνική ιδεολογία της Επανάστασης συναντούμε από τους πρώτους μήνες του 1821 σ’ όλα τα κείμενα των πρώτων διακηρύξεων (Αλ. Υψηλάντης, «Μεσσηνιακή Γερουσία», «Αχαϊκό Διευθυντήριο», 1η Εθνοσυνέλευση), αλλά και στο λόγο του Θ. Κολοκοτρώνη στα Τρίκορφα για ν’ αποτρέψει αδελφοκτόνο σύγκρουση στρατού – προκρίτων, καθώς επίσης και στην αλληλογραφία του Αλ. Μαυροκορδάτου.
Στο Laybach οι Δυνάμεις αποδοκίμασαν την Ελληνική Επανάσταση και τάχτηκαν αλληλέγγυες με τη «νόμιμη» εξουσία του Σουλτάνου. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, όμως, ο Μέττερνιχ, έχοντας ως «δεξί του χέρι» τον επίσης ανθέλληνα και θιασώτη της απολυταρχίας Φρειδερίκο Φον Γκεντζ, θα έμενε μόνος πιστός στις απολυταρχικές κι αντιδραστικές αρχές της «Ι.Σ.», καθώς οι άλλες δυνάμεις (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, με τη σειρά που αναφέρθηκαν) αναθεώρησαν τη στάση τους προς την Επανάσταση και τους Έλληνες. Εξαιτίας του διογκούμενου – λόγω των τουρκικών βιαιοτήτων – φιλελληνικού ρεύματος, των πολεμικών επιτυχιών των Ελλήνων κατά των Τούρκων τα δυο πρώτα χρόνια του Αγώνα ή μήπως επανεκτίμησαν τα συμφέροντά του στη νοτιοανατολική Μεσόγειο;
Στις 30 Απρίλη του 1821 κυκλοφόρησε η περίφημη «Διακήρυξη της Ι.Σ.» μετά το Συνέδριο του Laybach, στο οποίο συμμετείχαν από το Γενάρη του ίδιου έτους ο Ρώσος Τσάρος, ο βασιλιάς της Πρωσίας κι ο Αυστριακός αυτοκράτορας, με τους υπουργούς τους και τους υψηλά ιστάμενους διπλωματικούς συνεργάτες τους, αλλά και Γάλλοι κι Άγγλοι εκπρόσωποι. Είχαν μαζευτεί για να αποφασίσουν τη βίαιη καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων του Πεδεμοντίου και της Νεάπολης της ιταλικής χερσονήσου.
Με τη διακήρυξη καταδικαζόταν ως εγκληματική κάθε φιλελεύθερη κίνηση των λαών για εθνική απελευθέρωση ή κοινωνική δικαιοσύνη. Η «Ι.Σ.» είχε παντού, στην Ευρώπη, το «λύειν και το δεσμείν».
Τι έγινε στα 1822
Κι αφού μεσολάβησε στις 6/7/1821 το ρωσικό τελεσίγραφο, με το οποίο παρουσιάζεται η Ελληνική Επανάσταση ως ξεσηκωμός καταδυναστευομένου από βάρβαρο δυνάστη έθνους κι όχι ως στασιαστική εξέγερση υποκινούμενη από «διεθνείς ανατροπείς», το 1822 εισέρχεται με ένα καλό νέο για τους Έλληνες: Το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 επίσημα ήταν η Αϊτή, αυτή η μικρή δημοκρατία της Καραϊβικής. Ο πρόεδρός της Γιόχαν Μπόγερ έστειλε στις 15 Γενάρη του 1822 έγγραφο στην ελληνική επιτροπή του Παρισιού, απαντώντας στην έκκληση του Κοραή, Πίκκολου, Βογορίδη, στο οποίο ανάγγειλε την αναγνώριση της ελληνικής προσωρινής διοίκησης και ευχόταν τη νίκη της Επανάστασης.
Την άνοιξη του 1822, όμως, ο Τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος, εμφανίζεται απρόθυμος να πολεμήσει εναντίον του Σουλτάνου. Εγένετο, μάλιστα, όπως γράφει ο Π. Καρολίδης, «ειρηνικός, συντελεσάντων εις τούτο των αγγελθέντων υπό του αδελφού αυτού αντιβασιλέως της Πολωνίας μεγάλου δουκός Κωνσταντίνου (του πρότερον υποψηφίου Έλληνος αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως) περί επικειμένης επαναστάσεως των Πολωνών εν περιπτώσει πολέμου και της εκραγείσης επαναστάσεως εν Ισπανία». Στις εαρινές συζητήσεις Ρωσίας και Αυστρίας, απεσταλμένος του Τσάρου ήταν ο Τάτιστσεφ, στον οποίο ο Μέττερνιχ είπε ότι η Αυστρία θα εγκατέλειπε τους Ρώσους εάν κήρυτταν τον πόλεμο κατά του Σουλτάνου και ότι μόνο για βελτίωση της τουρκικής διοίκησης μπορούσαν να γίνουν διαπραγματεύσεις και όχι για τη δημιουργία ημιανεξαρτήτου Ελλάδας, όπως είχε προτείνει ο Αλέξανδρος. Και ενώ αποφασίστηκε να γίνει μια νέα Σύνοδος των ηγεμόνων της Ευρώπης, ο Τσάρος, για να έχει τη σύμπραξη των συμμάχων του, θα έπρεπε, κατά το Μέττερνιχ, να «θυσιάσει» τον Ι. Καποδίστρια. Πράγματι, η τσαρική αυτή πολιτική επέφερε και την απομάκρυνση του Επτανήσιου διπλωμάτη από τη ρωσική Αυλή προς τα τέλη του θέρους του 1822.
Λίγους μήνες, λοιπόν, αργότερα στα μέσα του Οκτωβρίου του 1822, οι επιθυμίες του Τσάρου ευοδώθηκαν, καθώς ξεκινά τις εργασίες του το Συνέδριο της Βερόνας. Συμμετείχαν οι αυτοκράτορες Ρωσίας κι Αυστρίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας, ανώτατοι άρχοντες μικρότερων κρατιδίων της ιταλικής χερσονήσου, ο νικητής του Ναπολέοντα, Ουέλλιγκτον (Wellington Arthur Wellesley: Βρετανός αρχιστράτηγος και συντηρητικός πολιτικός, διατελεί και πρωθυπουργός από το 1828 έως το 1830 και υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας την περίοδο 1834 – ’35 ), ως επικεφαλής της αγγλικής αποστολής αντί του αυτόχειρα υπουργού εξωτερικών Κάσλεριγ, ο αντιπρόσωπος του Πάπα, καρδινάλιος Σπίνα, ο Μέττερνιχ και οι Γάλλοι πολιτικοί, Σατομπριάν και Μονμορανσύ.
Να σημειωθεί πως κατακαλόκαιρο, τον Ιούλη του 1822, ο Αυστριακός καγκελάριος θορυβημένος γράφει στο Βρετανό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη πως το ελληνικό ζήτημα πρέπει να λυθεί μπροστά σε ευρωπαϊκό δικαστήριο, αλλά τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Σουλτάνος, Μαχμούτ ο 2ος, προβάλλει πεισματική αντίδραση στην ιδέα μιας ευρωπαϊκής επέμβασης στο ελληνικό θέμα.
Αφού ο Μέττερνιχ δεν άφησε τον Πάπα Πίο τον 7ο να δεχτεί τον Ανδρέα Μεταξά και το (Γάλλο αξιωματικό) P. Jourdain και να επιτρέψει να παραστούν αυτοπροσώπως για να εκθέσουν τις ελληνικές θέσεις στο συνέδριο, αλλά ούτε και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που απεστάλη κατόπιν με δελεαστικές προτάσεις για ένωση της ελληνικής με την Παπική Εκκλησία, οι Ρώσοι κι οι Τούρκοι ξανασυνάπτουν διπλωματικές σχέσεις. Οι όροι του σχετικού πρωτοκόλλου, που υπογράφεται στις 9/11/1822, είναι υπέρ του Τσάρου (σεβασμός των Τούρκων στη χριστιανική θρησκεία -να αδειάσει ο τουρκικός στρατός τη Μολδοβλαχία- να διοριστούν ξανά ντόπιοι ηγεμόνες στις επαρχίες αυτές -ανάκληση όλων των μέτρων κατά της ξένης ναυτιλίας- ελεύθερους διάπλους των Στενών της Κωνσταντινούπολης από τα πλοία όλων των χωρών).
Σ’ ό,τι αφορά την Ελληνική Επανάσταση, σύμφωνα με τη διακήρυξη των αποφάσεων του συνεδρίου της Βερόνας, που εκδόθηκε με το πέρας των εργασιών του (2/12/1822), καταδικάζεται ξανά ως ενέργεια ασύνετη, εγκληματική και κοινωνικοανατρεπτική.
Οι Ευρωπαίοι, επειδή δεν ήθελαν διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εθελοτυφλούν, το 1822, μπροστά στο υπαρκτό ελληνικό πρόβλημα. Παραβλέπουν δε τις επίμονες διακηρύξεις των Ελλήνων πως ο Αγώνας τους είναι μόνον εθνικοαπελευθερωτικός, οι οποίοι ταυτόχρονα γι’ αυτό -πιθανότατα- παραμερίζουν από το πρώτο κιόλας έτος της Επανάστασης και τ’ όνομα και τα σύμβολα της «Φιλικής Εταιρείας», που με τόσο κόπο και θυσίες προετοίμασε την εξέγερση, δηλαδή οι Έλληνες φοβούνταν μήπως θεωρηθούν από την «Ι.Σ.» στελέχη στασιαστικής, ανατρεπτικής οργάνωσης κι όχι πρωταγωνιστές εθνικού ξεσηκωμού.
Επιπλέον, όπως αναφέρει λεπτομερώς ο πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, Cousiniry, το 1822, σε υπόμνημά του προς τους πολιτικούς του επικεφαλής στο Παρίσι, οι λόγοι που ώθησαν την Αγγλία στην αρχική υιοθέτηση μιας χωρίς προσχήματα εχθρικής στάσης απέναντι στην Επανάσταση του 1821 έγκειται στους φόβους της ότι στο επαναστατημένο μ’ απώτερους σκοπούς την απελευθέρωσή του από το Σουλτάνο και την πολιτική ανεξαρτησία του ελληνικό έθνος η Αγγλία διείδε μια ναυτική δύναμη, ανταγωνίστρια των αγγλικών συμφερόντων στην περιοχή του Αιγαίου και της Μεσογείου. Η Αγγλία -μετά το συνέδριο της Βερόνας (τέλη 1822)- άρχισε, όμως, να αναθεωρεί τη στάση της απέναντι στο ελληνικό ζήτημα, γιατί πίστεψε πως τα οικονομικοπολιτικά της συμφέροντα στη Βαλκανική και στην ανατολική Μεσόγειο δε θα διασφάλιζε πια μια «ακέραια» Οθωμανική αυτοκρατορία.
Βιβλιογραφία:
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, τ. ΙΒ, 1975.
«Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770 – 2000», Αθήνα, τόμος 3ος, 2003, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
Ασπρέας Γεώργιος, «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», Αθήνα, 1930.
Βουρνάς Τάσος, «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, 1821 – 1909», Αθήνα, 20004, Εκδόσεις Πατάκη.
Καρολίδης Παύλος, «Ιστορία της Ελλάδος μετ’ εικόνων», εκδόσεις «ματι», Κατερίνη, 2006.
Κόκκινος Διονύσιος, «Η ελληνική επανάστασις», τ. I – VI, Αθήνα, 19573 , εκδόσεις «Mέλισσα».
Κορδάτος Γιάνης, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος αιώνας».
Κορδάτος Γιάνης, «Οι επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα», Αθήνα, 19732, εκδόσεις «Επικαιρότητα».
Κρεμμυδάς Β., «Ιστορία Νεότερη και σύγχρονη Γ’ Γυμνασίου», Ο.Ε.Δ.Β.
Μαρξ Κ. – Ένγκελς Φρ., «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα» (εισαγωγή – μετάφραση – υπομνηματισμός: Παναγιώτης Κονδύλης), Αθήνα, 1985, εκδόσεις «Γνώση».
Μέντελσον – Μπαρτόλντι Κάρολος, «Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις αφοί Τολίδη.
Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ.
Σιμόπουλος Κυριάκος, «Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια», Αθήνα, 19999, εκδόσεις «Στάχυ».
Σιμόπουλος Κυριάκος, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21», Αθήνα, 1999, εκδόσεις «Στάχυ».
Τρικούπης Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α – Δ, Αθήνα , εκδόσεις «Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη».
Τσαπάρας Στέφανος, «Η Πολιτική ηγεσία και οι ξένοι στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Α – Δ, Αθήνα, 1988, εκδόσεις «Νέα Σύνορα».
Φίνλεϋ Γ., «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Αφοί Τολίδη.