Αφού έχουμε ιδεί σε παλαιότερα άρθρα τι συνέβη στα προηγούμενα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης του 1821, ας παρουσιάσουμε σήμερα τα διπλωματικά και πολεμικά γεγονότα της κατά το 1827, μια χρονιά που θα εισέλθει με ελληνικό στρατιωτικό σώμα, που είχε επικεφαλής τούς Μακρυγιάννη, Ιω. Νοταρά και Δ. Καλλέργη, να έρχεται, στις 24 του Γενάρη, από τη Σαλαμίνα στην Καστέλα του Πειραιά. Το γενικό πρόσταγμα έχει ο Άγγλος στρατηγός Τ. Γκόρντον ή Γόρδων, ενώ από τη θάλασσα υποστηριζόταν από την ατμοκίνητη κορβέτα του γενναίου Άστιγξ «Καρτερία», 3 βρίκια, 5 κανονιοφόρους και άλλα μικρότερα πλοία.
Στην Καστέλα επιτίθεται ο Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχής – αφού απομάκρυνε το στόλο του Άστιγξ – κατά των Ελλήνων, αλλά γρήγορα αναγκάζεται να υποχωρήσει όχι δίχως απώλειες. Τέλη του Φλεβάρη (27/2/1827), ο Καραϊσκάκης γυρίζει τροπαιοφόρος στην Ελευσίνα και δικαιώνει σημαντικά όσα είχαν συμφωνήσει με τον Κολοκοτρώνη.
Το τέλος του Καραϊσκάκη
Δύο μήνες, όμως, περίπου αργότερα, οι Έλληνες θα έχουν μια πολύ σοβαρή απώλεια, κι ως προς το πρόσωπο που χάθηκε κι ως προς τη χρονική στιγμή που συνέβη: 1827. 22 Απριλίου. Φάληρο. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, σε μια μικροσυμπλοκή που εξελίχτηκε σε μάχη με τα παρακείμενα τουρκικά στρατεύματα του Κιουταχή, τραυματίζεται σοβαρότατα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ενώ πλάι του πέφτουν ηρωικώς μαχόμενοι Σουλιώτες και Κρητικοί συμπολεμιστές του. Όταν μετά από λίγες ώρες υποκύπτει στα τραύματά του, ο θάνατός του είναι βαρύτατη απώλεια για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων, που είχε ξεκινήσει το 1821 και συνεχιζόταν εδώ και 6 χρόνια.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εθεωρείτο, λόγω της προεπαναστατικής δράσης του στα Άγραφα, από τους ικανότερους, ευφυέστερους και γενναιότερους οπλαρχηγούς της Επανάστασης, αν και τα πρώτα χρόνια δρούσε αθόρυβα πλην μεθοδικά. Αν και άρρωστος από φυματίωση, η οποία τον ανάγκασε να αποσυρθεί στην Ιθάκη από το 1823, αποδέχτηκε το διορισμό του σε αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας το 1826 και αναδεικνύεται σε ηγετική στρατιωτική φυσιογνωμία έκτοτε ως το θάνατό του. Είχε προηγηθεί (Απρίλης 1826) η πτώση του Μεσολογγίου, που έφερνε σε δυσχερή θέση τους Έλληνες. Ο Καραϊσκάκης, ελευθερώνοντας – χάρη σε επιθέσεις του την πρώτη βδομάδα του Φλεβάρη του 1827 (5 & 6/2) προς τον Ομέρ πασά στο Δίστομο – ολόκληρη τη Στερεά ( εκτός από Μεσολόγγι, Βόνιτσα, Ναύπακτο), έφτασε αρχές Μαρτίου (3/3) του 1827 στο Κερατσίνι αποκρούει τις επιθέσεις του Κιουταχή σε μια από τις λαμπρότερες προσωπικές του επιτυχίες λίγο πριν τον ένδοξο θάνατό του. Τα μέσα του Απρίλη της ίδιας χρονιάς (13/4) επιτίθεται στους Τούρκους της μονής Αγίου Σπυρίδωνος στον Πειραιά και σχεδίαζε να επιτεθεί στην Αθήνα, δείχνοντας σ΄ εχθρούς και «φίλους» πως οι Έλληνες είναι ακόμα όρθιοι.
Το χρονικό, όμως, σημείο (Απρίλης του 1827) ήταν καθοριστικό, επειδή η ανάμειξη των ξένων στην Επανάσταση γίνεται τους τελευταίους μήνες παντελώς απροκάλυπτη. Γι’ αυτό, βέβαια, ευθύνεται κι η ίδια η ελληνική πλευρά, αφού – από το Μάρτη του 1827 – η 3η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας διορίζει τον Άγγλο στρατηγό Τσορτς αρχιστράτηγο και το λόρδο Κόχραν ναύαρχο των επαναστατικών ελληνικών δυνάμεων.
Οι Τσορτς και Κόχραν απορρίπτουν το επιχειρησιακό σχέδιο του Καραϊσκάκη και η όλη επιχείρηση – εκτός από το θάνατο του Έλληνα στρατηγού – έφερε με τις όλως αψυχολόγητες κινήσεις τους την καταστροφή στο Φάληρο, που ήταν η τελευταία μεγάλη ήττα για τους Έλληνες πριν την ανεξαρτησία, εξαιτίας της απώλειας πολλών σημαντικών Ελλήνων οπλαρχηγών – υπερασπιστών της Αθήνας, Ι. Νοταρά, Γ. Τζαβέλα, Βέικου, , Φωτομάρα, συν/χη Ιγγλέση κ.α. (23 – 24/4/1827) και γιατί έφερε και τη Ρούμελη ξανά στα χέρια του Κιουταχή.
Δεν πρέπει να αγνοηθεί, όμως, το γεγονός πως η ήττα στο Φάληρο, τα τέλη του Απρίλη του 1827, βάρυνε και στην έκβαση της πολιορκίας των Ακρόπολης των Αθηνών. Συγκεκριμένα, στις 24 Μαΐου 1827, μετά από πολύμηνη πολιορκία (Αύγουστος 1826 – Μάης 1827) από τον Κιουταχή, οι πολιορκούμενοι Έλληνες, μετά κι από την αναχώρηση των Γ. Κολοκοτρώνη και Νικηταρά για Σαλαμίνα, συνθηκολογούν με τον Τούρκο στρατηλάτη και παραδίδονται, ενώ ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνί ανέλαβε ρόλο εγγυητή για την πιστή τήρηση των συμφωνηθέντων.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης διατάσσει επιστράτευση σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου (Μιστράς, Μεσσηνία, Λεοντάρι, Αρκαδία, Καρύταινα, Φανάρι), με σκοπό να εμψυχώσει τους Έλληνες για νέα δράση και να μην επιτρέψει την επικοινωνία του Ιμπραήμ μεταξύ Τρίπολης και μεσσηνιακών φρουρίων στις αρχές του Ιούνη (5/6/1827). Προς τα τέλη, όμως, του ίδιου μήνα, επίθεση του Αιγυπτίου ηγέτη στη μονή Μ. Σπηλαίου στα Καλάβρυτα στέφεται από αποτυχία, αναγκάζοντάς τον ν’ αποσυρθεί στην Τριπολιτσά (24/6/1827).
Η «Ιουλιανή Σύμβαση»
Στις 6 Ιουλίου, όμως, 1827, στο Λονδίνο, με πρωτοβουλία του Άγγλου πρωθυπουργού Γεωργίου Κάννιγκ, του νέου και ανεπηρέαστου από τις ανθελληνικές διαβολές του Μέττερνιχ Τσάρου της Ρωσίας, Νικολάου του 1ου, αλλά και της απαλλαγμένης πια από την αυστριακή επιρροή γαλλικής κυβερνήσεως, υπογράφεται από τον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας κόμη του Dudley (John William Ward), και τους Ζυλ Πολινιάκ, Χριστόφορο Λίεβεν, Γάλλο και Ρώσο διπλωμάτη αντίστοιχα, η «Ιουλιανή Συνθήκη (Σύμβαση)» , με την οποία οι Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) επιχειρούσαν περισσότερο ενεργό ανάμειξη υπέρ της Ελλάδας φαινομενικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα που αυτή διεξάγει από το 1821 κατά των Τούρκων.
Φαινομενικά «κόβονταν» υπέρ των Ελλήνων, αλλά στην πραγματικότητα υπέρ των δικών τους συμφερόντων στη Βαλκανική, κι ιδιαίτερα στο Αιγαίο.
Ειδικότερα, το πρώτο άρθρο της «Ιουλιανής Σύμβασης» όριζε ότι θα απαιτηθεί από τα αντιμαχόμενα μέρη συμβιβασμός και ανακωχή. Οπωσδήποτε η τσαρική Ρωσία, η Αγγλία του Κάννιγκ και η Γαλλία των Βουρβόνων (η Αυστρία του Μέττερνιχ έμεινε απ’ έξω από την «Ιουλιανή Συνθήκη») θα δημιουργούσαν προξενικές σχέσεις με την Ελλάδα. Μόνον, όμως, όταν – σύμφωνα με την «Ιουλιανή Συνθήκη (Σύμβαση)» – οι Έλληνες θα έκαναν ανακωχή με τους Τούρκους, θα άρχιζαν οι Δυνάμεις περαιτέρω συνεννοήσεις στην Κωνσταντινούπολη. Η Ελλάδα θα έμενε φόρου υποτελής στο Σουλτάνο, αλλά θ’ αποκτούσε την αυτονομία της, ενώ σ’ ό,τι αφορά τα σύνορά της, μπήκε όρος να τα διαπραγματευτούν τα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αυτό, όμως, που ίσως δεν περίμενε και ο πιο αισιόδοξος στην Ελλάδα ήταν ότι στο μυστικό συμπληρωματικό άρθρο της Συνθήκης οι Δυνάμεις συμφωνούν ότι εάν κάποιος από τα δύο μέρη ( ιδίως ο Σουλτάνος) αρνιόταν τα συμφωνηθέντα, εάν, δηλαδή, «η ανακωχή δεν εγένετο δεκτή εντός μηνός, οι υπογράφουσαι Δυνάμεις ήθελον λάβη τα προσήκοντα εις τας περιστάσεις μέτρα…». Τι μέτρα δηλαδή θα μπορούσαν να πάρουν, εάν ο Ιμπραήμ ή ο Σουλτάνος δεν έπαιρναν από λόγια; Το ίδιο ρώτησε και ο Άγγλος ναύαρχος και στόλαρχος της Μεσογείου Εδουάρδος Κόδριγκτον και ο συμπατριώτης του διπλωμάτης Στράτφορντ Κάνινγκ του απάντησε με τον πλέον σαφή τρόπο: «… Αν δεν γίνεται αλλιώς, να επιβάλετε την ειρήνη με τα πυροβόλα σας» (!)
Η πρωτοβουλία των Δυνάμεων στηριζόταν, κατά τον πρόλογο της συνθήκης, στην ανάγκη να δοθεί τέλος στην αναρχία και την αταξία στο Αιγαίο, η οποία – τόσα χρόνια (από το 1821 και πέρα) με τις ελληνοτουρκικές και θαλάσσιες συγκρούσεις – δίδει αιτίες για πειρατεία και κατά συνέπεια βλάπτει ολέθρια την οικονομία και το εμπόριο των ευρωπαϊκών χωρών.
Για να δικαιολογήσουν, όμως, την ανάμειξή τους ( «μεσιτεία» κατά το άρθρο 1 ) υπέρ των Ελλήνων, οι Δυνάμεις επικαλούνται την αίτηση προστασίας που είχαν κάνει οι Έλληνες προς την Αγγλία και τη Γαλλία και άλλους ανθρωπιστικούς λόγους. Η όλη συνθήκη θεωρείται «κύημα» διπλωματικών ενεργειών, παρασκηνιακών και φανερών, του αρχικά υπουργού εξωτερικών και μετέπειτα ( από τον Απρίλη του 1827) πρωθυπουργού της Αγγλίας, Γεωργίου Κάννιγκ.
Μιλάμε, λοιπόν, για μιαν αποφασιστική παρέμβαση για ειρήνευση κι όχι απλά «μεσιτεία». Δικαίως, όταν μαθεύτηκε σε λίγες ημέρες στην Ελλάδα ξέσπασαν σε αλλόφρονες πανηγυρισμούς και δοξολογίες προς το Θεό υπέρ των Δυνάμεων. Από το διπλωματικό πεδίο, παρά τις όποιες αντιδράσεις του Αυστριακού μισέλληνα καγκελαρίου Μέττερνιχ, ο Κάννιγκ είχε «παρασύρει» τους Ρώσους και τους Γάλλους στο πολεμικό πεδίο υποστήριξης του Ελληνικού Αγώνα. Για να τηρηθεί, λοιπόν, η συμφωνία, είχαν καταπλεύσει στο Αιγαίο ο αγγλικός στόλος με το ναύαρχο Εδουάρδο Κόδριγκτον, ο γαλλικός μ’ επικεφαλής τον Ερρίκο – Δανιήλ Δεριγνί και τελευταίος ο ρωσικός με τον ολλανδικής καταγωγής στόλαρχο Λογγίνο Χέυδεν, ο οποίος, την περίοδο 1828 – ’29, θα αναλάβει και τη διοίκηση του ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο. Εάν οι Τούρκοι δεν την δέχονταν, οι Ευρωπαίοι ναύαρχοι, όπως είπε και ο Στράτφορντ Κάννιγκ, είχαν το δικαίωμα, ακόμα και με τη χρήση όπλων, να εμποδίσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο να μεταφέρει στρατό και πολεμοφόδια.
Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, όμως, αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τη «συνδιαλλαγή» μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, που προτείνουν στις 6/7/1827 οι Δυνάμεις και ακολουθεί η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, προκειμένου να πειστεί, αλλά και, ως γνωστόν, να πάρει το θέμα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας μιαν άλλην τροπή.
Πάει και ο… Γ. Κάννιγκ!
Λίγο μετά από την «Ιουλιανή Σύμβαση» του Λονδίνου, όμως, ο θάνατος του «πρωτεργάτη» της και Άγγλου πρωθυπουργού, Γεωργίου Κάννιγκ (ανέλαβε πρωθυπουργός 10 Απρίλη και πέθανε στις 8 Αυγούστου του 1827, δηλαδή η θητεία του κράτησε λιγότερο από 4 μήνες!), έχει αντίχτυπο και στην αγγλική πολιτική και στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ τα τέλη Αυγούστου του 1827, ο Κολοκοτρώνης και οι δυνάμεις του, μετά από πολυμέτωπο πολιτικό και ψυχολογικό αγώνα νικούν στην Καυκαριά τον Ντελή Αχμέτ της Πάτρας, που είναι επικεφαλής μέρους των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Τον επόμενο μήνα, ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης θα βρεθεί στη Μεσσηνία, για να παρακολουθεί κατά πόδας τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Κεχαγιάμπεη να λυγίσει το φρόνημα των Ελλήνων με φοβέρες και απατηλές υποσχέσεις εξ ονόματος του Ιμπραήμ καταρχάς και επιδόθηκε, όταν είδε πως ήταν μάταιο ό,τι έκανε νωρίτερα, σε καταστροφές των αγροτικών περιουσιών της Μεσσηνίας.
Ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας πως ο Ιμπραήμ και ο Κεχαγιάμπεης δεν νοιάζονται να πολεμήσουν, αλλά θέλουν να καταστρέψουν την ελληνικής ιδιοκτησίας γη, έσπευσε να έρθει σε επικοινωνία με τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία) και να τους περιγράψει την κατάσταση. Απώτερός του σκοπός ήταν να υλοποιήσουν όσα προέβλεπε υπέρ των Ελλήνων το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827, που ‘ χαν οι Ευρωπαίοι προσυπογράψει, ενώ κι η Ρωσία, μετά την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη (Τροιζήνα, 1827, 3η εθνοσυνέλευση), έκλινε περισσότερο από ποτέ προηγουμένως προς την Ελλάδα.
Όταν το Σεπτέμβρη του 1827 (9/9), οι Δυνάμεις επέδωσαν τελεσίγραφο στην Υψηλή Πύλη να δεχτεί ανακωχή, στην οποία οι Έλληνες είχαν κιόλας συμφωνήσει, η νέα βραχύβια (31/8/1827 έως 21/1/1828) κυβέρνηση της Αγγλίας υπό τον Φρειδερίκο – Ιωάννη Ρόμπινσον Γκόντριτς (Goderich), που ‘ χε διαδεχτεί τον αποθανόντα Γ. Κάννιγκ, και με υπουργό εξωτερικών ξανά τον κόμη του Dudley John William Ward, θεωρούσε «φίλη» την τουρκική κυβέρνηση και τη «συμβουλεύει» για το καλό της να δεχτεί τους όρους των Δυνάμεων.
Η τουρκική κυβέρνηση, έχοντας τη «φιλία» των Άγγλων και με την υποστήριξη – «μεσολάβηση» του Αυστριακού καγκελάριου Μέττερνιχ, τραίναρε την εφαρμογή του πρωτοκόλλου της 6/7. Έτσι και ο Ιμπραήμ συνέχιζε το καταστροφικό του έργο ως τον Οχτώβρη της ίδιας χρονιάς, ενώ το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης παραλίγο να «τινάξει» στον αέρα την ανακωχή, όταν ο Πατριάρχης παρέδωσε (6/9/1827) στο Σουλτάνο αναφορά υποταγής 31 Ρουμελιωτών οπλαρχηγών, στους οποίους και χορηγήθηκε αμνηστία από τις τουρκικές αρχές.
Και ενώ ο Ιμπραήμ ρήμαζε το Μοριά, οι Ευρωπαίοι ναύαρχοι Κόδριγκτον (Αγγλία), Χέυδεν (Ρωσία), Δεριγνί (Γαλλία), αφού έλαβαν τα μηνύματα του Κολοκοτρώνη, είχαν επιδιώξει δύο συναντήσεις μαζύ του. στην πρώτη, τον είδε μόνος του ο Δεριγνί και στη δεύτερη, 25/9/1827, Δεριγνί και Κόδριγκτον, μια και ο ρωσικός στόλος δεν είχε φτάσει ακόμα. Στις συναντήσεις αυτές, τονίστηκε ότι οι Ευρωπαίοι θα επιβάλλουν, ακόμα και με πόλεμο, την ανακωχή.
Ο Ιμπραήμ, όμως, τους αψήφησε και έβαλε στόχο να καθαρίσει το Μοριά από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη και να κυριέψει την Ύδρα. Και ενώ σχεδίαζε επίθεση και κατά του Ναυπλίου, έλαβε γράμμα (αρχές Οχτώβρη ‘ 27) από τους ναυάρχους ότι με την ενάντια στην ανακωχή και έξω από το διεθνές δίκαιο και τις συνυπογραμμένες συνθήκες μεταξύ Τούρκων και Δυνάμεων στάση του (καταστροφή Πελοποννήσου, σχέδια κατά Μάνης) «τορπιλίζει» τα πλεονεκτήματα της Τουρκίας από τη συνθήκη του Ιουλίου του ίδιου χρόνου και γι’ αυτό θα ‘πρεπε να συμμορφωθεί.
Στο Ναβαρίνο
Ενώ, λοιπόν, είχαν πάψει για λίγες μόνο μέρες οι επιχειρήσεις του Ιμπραήμ στο Μοριά, συνέβη ένα ναυτικό «επεισόδιο» εις βάρος τούρκικων πλοίων στα Σάλωνα, που ώθησε τον Ιμπραήμ να σχεδιάζει να ξαναρχίσει την καταστροφική του δράση σε Μεσσηνία, Αρκαδία και Πάτρα. Ταυτόχρονα, ο Κιουταχής αναλάμβανε το συντονισμό των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο. Πριν, όμως, προλάβει να γίνει κάτι, οι ενωμένες ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις, αν και αριθμητικά υστερούσαν, κατανικούν, στο Ναβαρίνο της Πύλου, στις 8 ή 20/10/1827, τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Η σύρραξη προήλθε, κατά το Δεριγνί, από έναν «ατυχή πυροβολισμό από την πλευρά των Τούρκων» και κατέληξε σε μιαν από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ιστορίας σε ό,τι αφορά τα πολιτικά γεγονότα που επακολούθησαν, αλλά και τις μεγαλύτερες καταστροφές που γνώρισε ποτέ το τουρκικό ναυτικό.
Ας ιδούμε λίγο πιο αναλυτικά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 89 σκάφη με 2.240 πυροβόλα, ο δε συμμαχικός υπό τους Κόδριγκτον, Δεριγνί και Χέϋδεν δεν διέθετε πάνω από 27 πλοία – 12 αγγλικά, 8 ρωσικά και 7 γαλλικά – με 1.324 πυροβόλα.
Σε κάποια στιγμή ένα τουρκικό πυρπολικό φθάνει πολύ κοντά στο πολεμικό πλοίο «Ντάρτμουθ» και ο κυβερνήτης του Φελλόους στέλνει μια λέμβο με λίγους άνδρες και επικεφαλής τον Υποπλοίαρχο Φίτσρόϋ για να αναγκάσει το πυρπολικό να απομακρυνθεί. Εκείνοι, όμως, αφού προσπάθησαν να πείσουν τους Άγγλους να μην πλησιάσουν, πυροβολούν, σκοτώνουν τον υποπλοίαρχο και μερικούς ακόμη άνδρες και ανάβουν το πυρπολικό. Το «Ντάρτμουθ» ανταποδίδει το πυρ. Η γαλλική ναυαρχίδα «Σειρήν» χτυπιέται από την αιγυπτιακή φρεγάτα «Εσμίνα». Αμέσως ο Γάλλος αντιναύαρχος Δεριγνί διατάζει σφοδρό κανονιοβολισμό κατά της εχθρικής φρεγάτας και σε ελάχιστα λεπτά το πυρ γενικεύεται.
Ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον στέλνει τον Έλληνα πλοηγό Πέτρο Μικέλη με λίγους άνδρες στον Αιγύπτιο διοικητή Μουχαρέμπεη και του διαμηνύει ότι σκοπός των συμμάχων δεν είναι να κτυπήσουν τους Τουρκοαιγυπτίους, αλλά να τους αναγκάσουν να φύγουν από το Ναβαρίνο και να επιστρέψουν στις βάσεις τους, στα Δαρδανέλλια και στην Αλεξάνδρεια. Οι Αιγύπτιοι σκοτώνουν τον Έλληνα απεσταλμένο του Κόδριγκτον και σε λίγα λεπτά η γαλλική ναυαρχίδα «Ασία» βυθίζει την αιγυπτιακή ναυαρχίδα. Από αυτή τη στιγμή η μάχη γενικεύεται και ξεφεύγει από κάθε σχεδιασμό και έλεγχο. Λίγο αργότερα πλησιάζει ο ρωσικός στόλος με επικεφαλής τη ναυαρχίδα «Αζόφ», οπότε το ηθικό των συμμάχων αναπτερώνεται και ο κανονιοβολισμός γίνεται ακόμη πιο έντονος και πεισματώδης.
Γύρω στις 6 μ.μ. της 8/20 Οκτωβρίου 1827 τα πάντα είχαν τελειώσει. Η ναυμαχία είχε κρατήσει τέσσερις ώρες και το αποτέλεσμά της έδειξε την υπεροχή των ευρωπαϊκών στόλων. Από τα 89 πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου τα 60 είχαν εντελώς καταστραφεί και βυθισθεί, ενώ τα υπόλοιπα είχαν ριχτεί στα αβαθή του κόλπου με σημαντικές ζημιές, ενώ οι ανθρώπινες απώλειες ανήλθαν σε 6.000 νεκρούς περίπου και 4.000 τραυματίες. Οι σύμμαχοι δεν έχασαν κανένα πλοίο, ενώ σε ανθρώπινες απώλειες είχαν 174 νεκρούς και 475 τραυματίες.
Πέραν των άλλων, όμως, το Ναβαρίνο έδωσε την ευκαιρία στο γαλλικό Τύπο να ξεφανερώσει τη μισελληνική πολιτική των κυβερνήσεων της χώρας του λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη του 1827, ενώ η Αυστρία αντιμετώπιζε με οδύνη και αγανάκτηση την ήττα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου («Τρομακτική καταστροφή» κατά το Μέττερνιχ!), την ίδια ώρα που ο Τσάρος της Ρωσίας έτριβε τα χέρια του από χαρά επειδή η νικηφόρα ναυμαχία «βόλευε» τα συμφέροντα της χώρας του και διευκόλυνε όσους ήθελαν ένοπλη λύση των ρωσοτουρκικών διαφορών!
Στην Κρήτη και στη Χίο
Όταν, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1827, στο Λονδίνο, οι Δυνάμεις αποφάσισαν να συμπεριλάβουν στο δημιουργούμενο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος όσες περιοχές είχαν ήδη απελευθερωθεί, οι Κρητικοί παίρνουν νέο θάρρος να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, εξάλλου, άρχισαν να καταφθάνουν στην Γραμπούσα ένοπλοι Κρητικοί πρόσφυγες, που μέχρι τότε ήσαν διασκορπισμένοι έξω από το νησί, και άλλοι από άλλα μέρη με υδραίικα πλοία των Α. Μιαούλη, Α. Κριεζή, Γ. Σαχίνη και Λ. Παναγιώτα και με το σπετσιώτικο μπρίκι «Ηρακλής» των Χατζηαναργύρου και Ν. Παρασκευά (28/10/1827). Έτσι, με έξωθεν ενισχύσεις, δόθηκε βάρος στις ανατολικές επαρχίες του νησιού και μολονότι οι επαναστάτες έδειχναν ότι θα υπερίσχυαν στα ανατολικά χωριά της επαρχίας Πεδιάδας Ηρακλείου (Μάλια, Σταλίδα, Κράσι, Μοχός), δέχτηκαν μια επίθεση τουρκική (9/12/1827), που τους έτρεψε σε άτακτη υποχώρηση και έκανε πασίδηλο το ότι η έλλειψη ενός ικανού ηγέτη της Επανάστασης παρέμενε δυσεπίλυτο πρόβλημα. Και μάλιστα, το ιδανικό θα ήταν ο γενικός αρχηγός να προερχόταν από την υπόλοιπη Ελλάδα, λόγω των αντιζηλιών, που γεννιόντουσαν, ανέκαθεν, στους ντόπιους οπλαρχηγούς!
Το τελευταίο τρίμηνο του 1827, οργανώνονται εκστρατευτικές επιχειρήσεις και για απελευθέρωση της Χίου (17/10 – Φαβιέρος), της δυτικής κι ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Η χρονιά, όμως, κλείνει με μία ακόμη μικρότερη ναυτική επιτυχία: Ο Άστιγξ, στις 15/12/1827, καταλαμβάνει το Βασιλάδι Μεσολογγίου, εξουδετερώνοντας την εκεί τουρκική φρουρά.
Μια βδομάδα αργότερα (22 Δεκέμβρη 1827), ο Ιμπραήμ αφήνει την Πελοπόννησο και ξαναπλέει προς Αλεξάνδρεια
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Τρικούπης Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»., τ. Α – Δ, Αθήνα , εκδόσεις «Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη».
• Φίνλεϋ Γ., «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Αφοί Τολίδη.
• Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
• Κορδάτος Γιάνης, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος αιώνας».
• Κόκκινος Διονύσιος, «Η ελληνική επανάστασις», τ. I – VI, Αθήνα, 19573 , εκδόσεις «Mέλισσα».