Λίγους μήνες πριν από την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, την 1η Δεκεμβρίου 1913 με την ύψωση της γαλανόλευκης στο φρούριο Φιρκά και μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, στην οποία σημαντική ήταν η συμβολή της Κρήτης, οι Kρητικοί δάσκαλοι καλλιεργούσαν στους μαθητές τους έντονα το πατριωτικό πνεύμα εναρμονισμένο με το κλίμα της εποχής.
Eτσι το Ανώτερο Δημοτικό Σχολείο Χαλέπας με επικεφαλής τον διευθυντή του Χ. Γυπάκη και τη συμμετοχή των δύο μεγαλύτερων τάξεων πέμπτης και έκτης, πραγματοποίησε εκδρομή στη Μονή Γωνιάς στο Κολυμπάρι από τις 31 του Μάη έως τις 3 του Ιούνη. Η εκδρομή έγινε με τα πόδια και όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, διάνυσαν μια απόσταση 50 χιλιομέτρων, κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο. Οι μαθητές γυμνασμένοι και με στρατιωτικό τρόπο οργάνωσης αντιμετώπισαν τις όποιες δυσκολίες βρήκαν μπροστά τους χωρίς να βαρυγκωμήσουν και να διαματρυρηθούν. Eνα μήνα μετά, στην εφημερίδα “Νέα Έρευνα” των Χανίων σε δύο συνέχειες στις 2 και 4 Ιουλίου 1913, οι μαθητές γράφουν ένα γλαφυρό κείμενο περιγράφοντας αναλυτικά την 3ήμερη σχολική τους εκδρομή. Το κείμενο τους που ακολουθεί κι είναι γραμμένο σε απλή καθαρεύουσα, το ανασύραμε και το φέρνουμε στην επιφάνεια 106 χρόνια μετά. Η μόνη μας επέμβαση είναι η μεταφορά του στο μονοτονικό. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του αγαπητού φίλου Μανώλη Μανούσακα τον οποίο και θερμά ευχαριστώ.
ΤΡΙΗΜΕΡΟΣ ΕΚΔΡΟΜΗ
Των μαθητών των ανωτέρων τάξεων του πλήρους δημοτικού σχολείου Χαλέπας εις την Ιεράν Μονήν της Γωνιάς μετά του Διευθυντού των κ. Χ. Γυπάκη, από της 31ης Μαΐου μέχρι της 3ης Ιουνίου ε.ε.
Εξαλλα εκ χαράς και ενθουσιασμού εκκινούμεν περί την 3ην μ.μ. της 31 του παρελθόντος μηνός διευθυνόμενοι προς την ιεράν μονήν της Γωνιάς Κισσάμου. Προπορεύεται ο σημαιοφόρος κρατών την κυανόλευκόν μας χαριέντως κυματίζουσαν, μετ’ αυτόν ακολουθούν οι τυμπανισταί κρατούντες τα τύμπανα μετ’ αυτούς το κύριον σώμα επικεφαλής έχον τον επιλοχίαν μας μεθ’ ενός λοχίου, έπειτα ακολουθεί το υγειονομικόν σώμα φέρον το κινητόν φαρμακείον μετ’ αυτό ο διευθυντής μας κ. Χ. Γυπάκης μετά του λοχίου σιτιστού, και τέλος ακολουθούν αι εφοδιοπομπαί επικεφαλής έχουσαι ένα των λοχιών μας. Διασχίζομεν εν παρατάξει την κεντρικήν οδόν την συνδέουσαν τα Χανιά μετά της Χαλέπας και φθάνομεν εις την Καινούργιαν Χώραν. Ενταύθα γίνεται ανάπαυσις 10 λεπτών. Η απόστασις την οποίαν πρόκειται να διανύσωμεν είνε 25 χιλιομέτρων. Η σκέψις αύτη ουδόλως μας φοβίζει. Εχομεν επικεφαλής τον ακούραστον Διευθυντήν μας ο οποίος εις κάθε βήμα μας λέγει και έναν ενθαρρυντικόν λόγον. Διελθόντες την γέφυραν του Κλαδισσού διαλύομεν τας τετράδας. Προπορεύεται ο σημαιοφόρος μετά του επιλοχίου, έπεται το κύριον σώμα βαδίζον κατά βούλησιν, την ουράν δε τούτου κατέχει ο διευθυντής μετά δύο λοχιών, και όπισθεν ακολουθούν τα μεταγωγικά. Την τάξιν ταύτην ακολουθούμεν καθ’ όλον τον μακρυνόν τούτον περίπατον. Φθάνομεν εις Μακρύν Τοίχον ο διευθυντής μας, μας αναφέρει ότι η θέσις αύτη ήτο κατά την εποχή της τουρκοκρατίας Σφαγείον των Χριστιανών. Μετά πορείαν 2 ωρών από της εκκινήσεως φθάνωμεν εις την παραλιακήν θέσιν Κορκίδη [1] κάτωθεν του χωρίου Γαλατά. Ενταύθα γίνεται ανάπαυσις 45 λεπτών της ώρας εις το καφενείον του κ. Θ. Ανολιγάκη. Αφού ενίφθημεν και ελάβομεν αναψικτικά διετάχθημεν να εκκινήσωμεν διευθυνόμενοι προς το χωρίον Πλατανιά. Υπό τον φλέγοντα ήλιον ήταν κατέρυθρα, ο καύσων όμως αρχίζει να υποχωρεί εις την ορμήν της δροσεράς αύρας ερχομένης από του Κρητικού πελάγους. Μετ’ ολίγον απαντώμεν κάτωθεν του χωρίου Αγιά Μαρίνα, καμίνους κεράμων και πλίνθων καπνιζούσας. Ησθμαίνομεν εκ του δρόμου αλλ’ επροχωρούμεν με τα μέτωπα υψηλά με τα στήθη προτεταμένα ζωηροί και εύθυμοι.
Περί την 7ην μ.μ. διασχίζομεν εν παρατάξει το χωρίον Πλατανιά. Ο κρότος των τυμπάνων αιφνιδιάζει τους κατοίκους, οίτινες σπεύδουν προς συνάντησιν ημών. Ενταύθα γίνεται ανάπαυσις 30 λεπτών της ώρας καθ’ ην λαμβάνομεν αναψυκτικά. Περί την 7 ώρ. και 30΄ μετά μεσημβρίαν διετάχθημεν να εκκινήσωμεν διευθυνόμενοι προς το χωρίον Μάλεμε. Διερχόμεθα την γέφυραν του Πλατανιά ποταμού. Το φως του ηλίου αρχίζει να υποχωρή προς το σκότος, η δε σελήνη να παρουσιάζει την ωχρόλευκον αυτής όψιν. Είναι απερίγραπτος η χαρά ην ησθάνθημεν σκεπτόμενοι ότι την από Πλατανιά μέχρι Μάλεμε οδόν θα διηνύομεν υπό το φέγγος της σελήνης, εν τω μέσω αγνώστου φύσεως. Δεν είχομεν διανύσει μεγάλην απόστασιν από της γεφύρας του Πλατανιά ποταμού οπότε μαθηταί τινές διέκριναν όπισθεν ημών αντικείμενόν τι λευκόν εν τω μέσω της οδού, ομοιάζον προς παρθένον λευκά ενδεδυμένη. Πάντες έστρεψαν τα βλέμματα προς το μέρος εκείνο. Οι δειλότεροι ημών ήρχισαν να φωνάζουν ότι το αντικείμενον εκείνο ήτο Νηριής. Ο διευθυντής μας αφού μας διέλυσε πάντα φόβον περί υπάρξεως τοιούτων όντων, διέταξεν ένα των λοχιών να προχωρήση προς το μέρος εκείνο προς αναγνώριση του αντικειμένου εκείνου. Ο λοχίας ούτος υπακούσας εις την διαταγήν εβάδισε αφόβως προς το μέρος εκείνο. Επιστρέψας μας λέγει ότι δεν αντελήφθη τίποτε. Ο διευθυντής μας υποπτεύσας μην τυχόν κανείς εκ των μαθητών απεμακρύνθη του σώματος, διατάσσει τον επιλοχίαν να αναγνώση ονομαστικόν κατάλογον υπό το φως ανημμένου κηρίου. Πάντες ευρέθημεν παρόντες. Μετά ταύτα διετάχθημεν να βαδίσωμεν προς τα εμπρός ψάλλοντες διάφορα άσματα. Περί την 9 μ.μ. φθάνομεν εις το χωρίον Μάλεμε. Ο ήχος του τυμπάνου αφυπνίζει τους κατοίκους οίτινες σπεύδουν εις τας οδούς προς προϋπάντησιν ημών. Ως δι’ ενός στόματος πάντες αναφωνούσι «καλώς σας βρήκαμε» απαντώμεν όλοι διά φωνής διακοπτόμενης υπό συγκινήσεως.
Φθάνομεν επί τέλους εις την οικίαν του κ. Αντ. Σαριδάκη όστις πάνυ ευγενώς προσεφέρθη ταύτην ίνα διανυκτερεύσωμεν. Πάντες οι οικείοι ετέθησαν εν κινήσει όπως μας ευχαριστήσουν περισσότερον. Αφού ενίφθημεν εφορέσομεν τα επανοφώρια μας και εκαθίσαμεν εις την αυλήν της οικίας. Διατάσσεται ο σιτιστής να ετοιμάση δείπνον λιτόν εξ άρτου και αθωτύρου. Μετά το δείπνον ετοιμαζόμεθα δι’ ύπνον. Ανερχόμεθα εις το δωμάτιον εν ω επρόκειτο να κοιμηθώμεν. Στρώνομεν τρία σκεπάσματα επί του πατώματος του δωματίου και αφίνομεν δώδεκα εξ αυτών ίνα σκεπασθώμεν ανά τρεις ή τέσσαρες. Εν αυτή τοποθετούμεν τα υποδήματά μας. Αφού δε εφορέσαμεν καθαράς κάλτσας διετάχθημεν να εξαπλωθώμεν ένθεν και ένθεν του δωματίου δίκην σαρδελών εντός βαρελίου. Ήτο μεσονύκτιον πλέον και ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρα των περισσοτέρων. Τινές εξ ημών δεν ηδυνήθημεν να κοιμηθώμεν ειμή παρά τα ξημερώματα διότι ευρισκόμεθα υπό την επίδρασιν των πρώτων εντυπώσεων. Καθ’ όλην την νύχταν ο διευθυντής μας δεν εκοιμήθη αλλ’ εβάδιζεν από του ενός άκρου του δωματίου μέχρι του άλλου σκεπάζων ημάς φοβούμενος μη κρυολογήσομεν. Την 5 π.μ. της 1ης Ιουνίου αι φωναί των χελιδόνων των κατοικουσών εν τη στέγη της οικίας εν η διεμείναμεν, μας αφυπνίζουν και μας αναγκάζουν να εγερθώμεν πάντες. Υγεία και ηθικόν ημών ευρίσκεται εν αρίστη καταστάσει. Περί την 6 π.μ. αναχωρήσαμεν διευθυνόμενοι προς την γέφυραν του Ταυρωνίτου ποταμού. Ο θαυμασμός ημών επί τη θέα της σιδηράς εκείνης γεφύρας υπήρξεν απερίγραπτος. Ενταύθα ο διευθυντής μας μας ανέπτυξε πόσα και πόσα αγαθά προέρχονται εκ των μέσων της συγκοινωνίας. Επίσης ολίγα τινά περί του ποταμού εκείνου, περί του κόλπου των Χανίων ο οποίος εξετείνετο ενώπιον μας μεταξύ των δύο ακρωτηρίων ως και των απέναντι ημών κειμένων χωρίων Δέμπλα [2]και Πολεμάρχου (σ.σ. Πολεμαρχίου). Μετ’ ολίγα λεπτά φθάνωμεν εις Κάνεβα [3]. Ενταύθα γίνεται ανάπαυσις μιας και ημισείας ώρας καθ’ ην προγευματίζομεν. Περί την 9ην 30΄ εκκινούμεν εκ Κάνεβας διευθυνόμενοι προς την ιεράν μονήν της Γωνιάς. Διερχόμεθα διά των χωρίων Ραπανιανών, Σκουτελώνα και Μινωθιανών και έπειτα διά της γεφύρας του Σπηλιανού ποταμού. Η φύσις ενταύθα ήτο θαυμασία, αριστερά ημών εξετείνετο μικρά πεδιάς πλήρης δημητριακών καρπών και ελαιώνων δεξιά δε ημών ο κόλπος των Χανίων, απέναντι ημών οι βουνοσειραί του ακρωτηρίου Ροδωπού. Εις τον μυχόν του κόλπου διακρίνομεν την Ιεράν μονήν της Γωνιάς ομοιάζουσαν προς λευκήν περιστεράν καθημένην επί αποκρήμνων βράχων. Πλησίον ημών πάσα η κωμόπολις Κολυμπάρι απέναντι δε ημών τα χωρία Γριμπιλιανά και Μαραθοκεφάλα. “Εμπρός παιδιά φωνάζομεν πάντες”. Πλησιάζομεν προς το τέλος της οδού. Τα 25 χιλιόμετρα τα διηνέσαμεν χωρίς να αισθανθώμεν ουδεμίαν κόπωσιν. Ο διευθυντής μας, μας επαινεί διά την θαυμασίαν αντοχήν ην επεδείξαμεν αναδειχθέντες άριστοι πεζοπόροι. “Σεις είσθε οι μέλλοντες στρατιώται, μας λέγει, δι’ ημών θα διεκδικήση μια μέρα η πατρίς μας και τα επίλοιπα δίκαιά της. Σεις θα διασώσητε τας δάφνας και τας δόξας με τας οποίας το μέτωπον της πατρίδος μας, τα τέκνα αυτής εστάλησαν κατά τον παρόντα πόλεμον”. Οι λόγοι ούτοι μας ενθουσίασαν και πάντες ως δι’ ενός στόματος εφωνάξαμεν, “Εμπρός παιδιά και εις την Σόφια μια μέρα νικηταί”. Μετ’ ολίγα λεπτά εφθάνομεν εις την κωμόπολιν Κολυμπαρίου. Ο κρότος των τυμπάνων αιφνιδιάζει τους κατοίκους οίτινες σπεύδουν εις τας οδούς προς συνάντησιν ημών. Η απόστασις από Κολυμβαρίου μέχρι Γωνιάς είναι μικρά. Δεν παρέρχεται πολύ ώρα και ημείς περί την 11 π.μ. ευρισκόμεθα εντός του περιβόλου της μονής. Εξέρχονται όπως υποδεχθώσι ημάς ο πανοσιώτατος ηγούμενος της Μονής κ. Ιωακείμ Λατινάκης μετά των πατέρων. Με το γλυκύ μειδίαμα εις τα χείλη και με ανέκφραστον χαράν προερχομένην από τα βάθη ευγενών καρδιών μας λέγουσι “καλώς ορίσατε παιδιά μου”. Αφού πάντες διά χειραψίας εχαιρετίσαμεν τους πατέρας και ησπάσθημεν την δεξιάν αυτών, ο διευθυντής μας ανεκοίνωσε εις αυτούς, ότι οι υπ’ αυτόν μαθηταί ήσαν μαθηταί των ανωτέρων τάξεων του ανωτέρου δημοτικού σχολείου Χαλέπας ούτινος τυγχάνει διευθυντής και ότι η εκδρομή αύτη εγένετο χάριν διδακτικού και ψυχαγωγικού σκοπού παρακαλεί δε τούτους όπως ευαρεστούμενοι επιτρέψωσιν εις αυτόν όπως ενοχλήση τούτους κατά τας δύο ημέρας καθ’ ας θα διεμένωμεν.
Την στιγμήν ταύτην προσέρχεται ο Ειρηνοδίκης Κολυμβαρίου κ. Α. Μυλονωγιάννης και μας λέγει το καλώς ορίσαμεν. Κατόπιν διηυθύνθημεν εις τον ναόν, ασπασθέντες τας ιεράς εικόνας αυτού. Οι μειλίχιοι και γλυκείς τους τρόπους πατέρες της μονής μας ωδήγησαν εις το εστιατόριον. Αφού ανεπαύθημεν ολίγον μας προσέφεραν αναψυκτικά. Ήτο μεσημβρία πλέον και ο στόμαχος μας διεμαρτύρετο. Ηκονίζομεν την όρεξίν μας από της πρωίας διά τον οβελίαν αμνόν ο οποίος εφέρετο επί των μεταγωγικών. Διατάσσεται ο σιτιστής να ετοιμάση το συσσίτιον. Πάντων τα βλέμματα εστράφησαν προς την τράπεζαν. Οι υπαξιωματικοί μας καταλαμβάνουν τας τιμιτικωτέρας θέσεις, μετ’ αυτούς δε τοποθετούνται και οι λοιποί. Μετά την προσευχήν επιπίπτομεν πάντες κατά του αμνού τον οποίον εν ριπή οφθαλμού κατεβροχθίσαμεν. Μετά την θεραπείαν του στομάχου προετοιμαζόμεθα δι’ ύπνον.
Οι φιλοξενούντες ημάς πατέρες μας ωδήγησαν εις τε ευρύχωρον δωμάτιον το οποίον επρόκειτο να χρησιμοποιηθή υφ’ ημών ως κοιτών, και εκεί εκαθήσαμεν επ’ αρκετήν ώραν. Περί την 4ην ώραν μ.μ. εγειρόμεθα και μεταβαίνομεν εις την θέσιν Καβούσι [4] άνωθεν της Μονής κειμένην ωραιοτάτην τοποθεσίαν ένθα υπάρχει διαυγέστατον ύδωρ. Ενταύθα εθαυμάσαμεν την καλλιέργειαν των εσπεριδοειδών δένδρων και διαφόρων ανθέων επί αποκρήμνων βράχων, εργασίαν γινομένην υπ’ αυτών των μοναχών. Μετά ταύτα κατερχόμεθα εις την κάτωθεν της Μονής κειμένην ακτήν και εκεί παρά τους βράχους καθήμενοι ανεπνεύσαμε την δροσεράν αύραν της του Κρητικού πελάγους προερχομένη.
Κατόπιν επεσκέφθημεν την κωμόπολιν Κολυμβαρίου. Μετά ταύτα επιστρέψαμεν εις την μονήν, και συναντώμεν τους αξιότιμους κ.κ. Μ. Μαρκαντωνάκην αρχιμανδρίτην και καθηγητήν των Θρησκευτικών παρά τω Γυμνασίω Χανίων, Ν. Σκορδύλλην βιβλιοπώλην, Ελευθεριάδην και Στέφανον Βογιατζάκην ελθώντα όπως επισκεφθώσι την Μονήν. Ο ήλιος είχε εγκαταλείψει την φύσιν και η Σελήνη είχε ρίψει τας πρώτας αυτής ακτίνας επί της γης. Από της μεγάλης ταράτσας της Μονής εθαυμάσαμεν την περιβάλλουσαν ημάς φύσιν υπό το ωχρόν φως της σελήνης. Υπό την δρόσον της θερινής εκείνης νυκτός ετραγουδήσαμεν διάφορα άσματα ηστειεύθημεν αλλήλους με αθώους αστεϊσμούς προερχομένους εξ αθώων και αφελών παιδικών. Η νυξ εκείνη ήτο η ωραιοτέρα στιγμή του βίου ημών.
Κατά ταύτην υπό την προστασίαν του αγαπητού μας διευθυντού του πατρικώτατα υπέρ ημών εργαζομένου προσεθέσαμεν μίαν λαμπράν ημέραν εις τον βίον μας. Το δείπνον εκ κρέατος στοιφάδου ετοιμάζεται, και ημείς εισερχόμεθα και καταλαμβάνομεν τας θέσεις μας. Τρώγομεν με όρεξιν ζηλευτήν. Μετά το φαγητόν εψάλλομεν διάφορα άσματα τέλος τον εθνικόν ύμνον. Μετά το δείπνον οι πατέρες εν τω υπαίθρω υπό το σεληνιακόν φως ανέγνωσαν την ακολουθίαν του αποδείπνου την οποίαν και ημείς με ευλάβειαν παρηκολουθήσαμεν. Μετά το πέρας του αποδείπνου εκαλονυκτύσαντες τους πατέρες και διυθήνθημεν προς τον κοιτώνα μας. Περί την 4ην μ.μ. της 2ας Ιουνίου ημέραν Κυριακήν οι κώδωνες της Μονής χαρμοσύνως κρούοντες μας αφυπνίζουν και μας καλούν εις την θείαν λειτουργείαν. Πάντες ηγέρθημεν αμέσως. Ο διευθυντής ημών αφ’ εσπέρας είχεν κληθή όπως συμμετάσχη της λειτουργείας ως ψάλτης. Την πρωίαν λοιπόν παραλαβών τινάς εξ ημών έσπευσε ενωρίς εις την εκκλησίαν διατάξας τον επιλοχίαν ημών όπως περί την 6ην π.μ. οδηγήσει τους επιλοίπους εις την εκκλησίαν. Τω όντι την 6ην ευρισκόμεθα πάντες εις τον ναόν. Παρακολουθούμεν την θείαν λειτουργείαν εν ιερά κατανύξει, τελεσθείσαν ιεροπρεπώς υπό των κ.κ. Μαξίμου Μαρκαντωνάκη και Παρθενίου Βογιατζάκη. Κλίνομεν και ημείς γόνυ μετά των πατέρων της μονής, και αναπέμπομεν προς τον ύψιστον τας δεήσεις ημών. Μετά το πέρας της λειτουργίας ανερχόμεθα εις την θέσιν Καβούσι ένθα προγευματίζομεν υπό τας παχυσκίους πλατάνους. Είχομεν προγευματίσει οπόταν καταφθάνουν οι κ.κ. Μαρκαντωνάκης, Στ. Βογιατζάκης, Ν. Σκορδύλης Ελευθεριάδης και ο πανοσιώτατος ηγούμενος της Μονής κ. Ιωακείμ φέρων μεθ’ εαυτού άρτον τυρόν και φιάλην ρητινίτου οίνου. Αν και είχομεν προγευματίσει εν τούτοις εδοκιμάσαμεν και το πρόγευμα το οποίον έφερε ο Πανοσιώτατος ηγούμενος. Εκεί επί πολλήν ώραν αναπαυθέντες και ψάλλοντες διάφορα άσματα κατήλθομεν είτα περί την 11ην εις την Μονήν. Εις τον περίβολον ταύτης χορεύομεν τους εθνικούς μας χορούς και παίζομεν παιδιάς τινάς ενώ οι πατέρες της μονής πέριξ καθήμενοι παρηκολούθουν ταύτα μετά συγκινήσεως. Πολλάκις εθεάθη ο Πανοσιώτατος αρχιμανδρίτης κ. Παρθένιος Βογιατζάκης κλαίων και σφογγίζων τα δάκρυα αυτού και λέγων εις τον διευθυντήν μας τους εξής λόγους: “δεν δύναμαι κ. Γυπάκη να συγκρατήσω τα δάκρυά μου καταλαμβάνομαι υπό ιερού ενθουσιασμού βλέπων ενώπιον μου συνηγμένους ελληνόπαιδας στρατιωτικώς διωργανωμένους και πειθαρχούντας. Εν Βεγγάζη διαμένων επί δωδεκαετίαν εσυνήθεισα να βλέπω παίδας Βεγγαζίων σήμερον δε όποτε βλέπω τους μέλλοντας στρατιώτας της πατρίδος δεν δύναμαι να μη κλαίω”. Μετά ταύτα εκκινούμεν προς το Κολυμβάρι ένθα επρόκειτο εν τίνι ξενοδοχείω να γευματίσωμεν. Ο πανωσιότατος μαθών τούτο κάμνει προς τον διευθυντήν μας παρατηρήσεις ειπών εις αυτόν ότι εφ’ όσον παραμένομεν εν τη Μονή θα διατρεφόμεθα και εν αυτή. Φθάνομεν εις Κολυμπάρι το γεύμα μας είναι έτοιμον. Καταλαμβάνομεν πάντες τας θέσεις μας και αρχίζομεν τρώγοντας μετά περισσής ορέξεως. Μετά το γεύμα επανερχόμεθα εις την Μονήν και κατακλινώμεθα ολίγον όπως αναπαυθώμεν. Περί την 4ην μ.μ. εγειρόμεθα και ετοιμαζόμεθα όπως μεταβώμεν εις το χωρίον Σπηλιά. Προ της εκκινήσεως εκτελούμεν κινήσεις τινές γυμναστικάς εντός του περιβόλου της Μονής υπό τα όμματα των Πατέρων. Περί την 5 μ.μ. μεταβαίνομεν εις το χωρίον Σπηλιά εν παρατάξει συνοδευόμενοι υπό των κ.κ. Α. Μυλωνογιάννη Ειρηνοδίκου, Κωνσταντουλάκη δημοσίου κατηγόρου και του οσιωτάτου ιερομονάχου Ιεροθέου. Είναι ανωτέρα πάσης περιγραφής η αποδοχή ης ετύχομεν υπό των κατοίκων. Σταθμεύομεν παρά την πηγήν του χωριού κειμένην εν τω μέσω μακροβίων και παχυσκίων πλατάνων. Ενταύθα ψάλλομεν και εκτελούμεν κινήσεις τινάς γυμναστικάς.
Ο ενθουσιασμός των κατοίκων είναι απερίγραπτος. Γυναίκες άλλαι μεν προσφέρουν εις ημάς δίσκους πλήρεις οπωρών άλλαι δε τεμάχια άρτου και τυρού. Τοσαύτη ήτο η ευχαρίστησις ημών ώστε ότε ανεχωρούμεν εζητωκραυγάσαμεν υπέρ των κατοίκων της Σπηλιάς. Περί την 7ην ώραν και 30΄ εφθάνομεν εις την Μονήν. Αφού επ’ αρκετήν ώραν εις την μεγάλην ταράτσαν της Μονής διασκεδάσαμεν μετέβημεν κατόπιν εις το εστιατόριον. Καταλαμβάνομεν τας θέσεις μας παρά τη τραπέζη και ετοιμαζόμεθα προς δείπνον. Προ του δείπνου ο οσιώτατος ιερομόναχος κ. Βενέδικτος μας εξιστόρισε τα του βομβαρδισμού της Μονής υπό των Τούρκων κατά την επανάστασιν του 1866 ούτινος ίχνη διασώζονται μέχρι σήμερον καθώς ήκουσε ταύτα παρά μοναχών ζώντων την εποχήν εκείνην. Μετά την αφήγησιν των γεγονότων τούτων αρχίσαμεν να δειπνώμεν. Περί την 11 ηνεγειρόμεθα και μεταβαίνομεν εις τον κοιτώνα μας δι’ ύπνον λίαν συγκεκινημένοι εκ των πολλών περιποιήσεων των μοναχών. Περί την 5ην πρωινήν ώραν της 3ης Ιουνίου εγειρόμεθα και ετοιμαζόμεθα όπως επιστρέψωμεν εις την αγαπητήν μας Χαλέπαν. Λύπη και μελαγχολία εζωγραφήσθη επί των προσώπων ημών σκεπτομένων ότι μετ’ ου πολύ εγκαταλείπομεν τους ιερούς εκείνους τόπους εις ους τόσαι και τόσαι περιποιήσεις επεδαψιλεύθησαν εις ημάς. Εις πάντων τον νουν και την καρδίαν διατρέχει η σκέψις περί της μεγαλυτέρας διαμονής εν τω ιερώ εκείνω τόπω και τα στόματα ημών ακινδύνως ψιθυρίζουσιν. «Αχ, και ας εμέναμεν ακόμη ημέρας τινάς». Αι εφοδιοπομπαί μας φορτώνονται επί των όνων, ημείς δε διαταγή του επιλοχίου τασσόμεθα εις παράταξιν. Αποχαιρετίζομεν τους πατέρας με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και περί την 6ην π.μ. εγκαταλείπομεν την ιεράν Μονήν. Διασχίζομεν εν παρατάξει το Κολυμπάρι και φθάνομεν εις Κάννεβαν περί την 7ην π.μ. Ενταύθα γίνεται πρόγευμα.
Περί την 7ην π.μ. εκκινούμεν εκ Κάνεβας και φθάνομεν εις Μάλεμε ένθα γίνεται ανάπαυσις επί αρκετήν ώραν. Την 9ην ώραν 30΄ π.μ. εκκινούμεν εκ Μάλεμε και περί την 11ην π.μ. φθάνομεν εις το χωρίον Πλατανιά. Ενταύθα γίνεται γεύμα και ανάπαυσις αρκετή. Περί την 2 ωρ. 30΄ μ.μ. εκκινούμεν εκ Πλατανιά και περί την 4ην μ.μ. φθάνομεν εις την θέσιν Κορκίδη κάτωθι του χωρίου Γαλατά. Ενταύθα γίνεται ανάπαυσις 2 ωρών καθ’ ας λαμβάνωμεν αναψυκτικά. Περί την 6ην μ.μ. εκκινούμεν, διερχόμεθα τον Μακρύν Τοίχον, την γέφυραν του Κλαδισσού ποταμού την Καινούργιαν Χώραν και φθάνομεν επί τέλους περί την 8ην μ.μ. έξωθεν του σχολείου μας κειμένου παρά την πλατείαν Μεϊντάνι. Ενταύθα ψάλλομεν τον εθνικόν ύμνον και ζητωκραυγάζωμεν υπέρ του Ελληνικού έθνους και του Βασιλέως μας. Μετά ταύτα ο διευθυντής μας μας ευχαρίστησε διά την θαυμαστήν αντοχήν ην επεδείξαμεν διανύσαντες απόστασιν 50 χιλιομέτρων εν διαστήματι τριών ημερών αναδειχθέντες ούτω άριστοι πεζοπόροι! Επίσης μας ευχαρίστησε διά την λαμπράν διαγωγήν και την αρίστην στρατιωτικήν πειθαρχίαν ην επεδείξαμεν κατά τας τρεις αλησμονήτους εκείνας ημέρας. Μετά ταύτα και ημείς ηυχαριστήσαμεν τον αγαπητόν μας διευθυντήν τον διοργανόσαντα την εκδρομήν ταύτην, τον μη φεισθέντα ουδενός κόπου αλλά θυσιάσαντα το παν διά να μας ευχαριστήση και καληνυκτίσαντες αυτόν απήλθομεν εις τας αγκάλας των γονέων μας. Αι εντυπώσεις της εκδρομής ταύτης θα μένωσι αλησμόνητοι καθ’ όλον τον βίον μας.
(Τη συνεργασία των μαθητών της ΣΤ΄ τάξεως του Ανωτέρου Δημοτικού Σχολείου Χαλέπας).
Σημειώσεις
[1] Η θέση “Κορκίδη” ήταν τοπωνύμιο στον κάτω Γαλατά, λίγο μετά το Καλαμάκι, και είχε ονομαστεί έτσι διότι εκεί έμενε η οικογένεια Κορκίδη η οποία κατείχε αρκετές εκτάσεις γης και κάτω και πάνω από τον δρόμο.
[2] Η Δέμπλα ήταν οικισμός της κοινότητας Ταυρωνίτη η οποία συστήθηκε με το ΦΕΚ 228Α – 12/07/1929 με την απόσπαση των οικισμών Ταυρωνίτη, Δέμπλας και Πλάκας από την κοινότητα Πολεμαρχίου.
[3] Η Κάνεβα ήταν οικισμός της κοινότητας Ταυρωνίτη και μάλιστα σε μια από τις μεταβολές που έγιναν στο πέρασμα του χρόνου, στο ΦΕΚ 228Α – 12/07/1929 ορίζεται ότι “Ο οικισμός Κάνεβα της κοινότητας μετονομάζεται σε Ταυρωνίτης”.
[4] Στα μέσα του 9ου αιώνα κάποιοι μοναχοί έφτασαν στην άκρη της χερσονήσου Ροδωπού ή Σπάθα, στη θέση “Μένιες” όπου στην αρχαιότητα υπήρχε το ιερό της θεάς Δικτύννης – Βριτομάρτιδος Αρτέμιδος. Εκεί έχτισαν μοναστήρι προς τιμήν του Αγ. Γεωργίου. Μετά από επιδρομή πειρατών τον 13ο αιώνα το μοναστήρι καταστράφηκε και οι μοναχοί κατέβηκαν στη θέση Καβούσι και έχτισαν το ναό της Παναγίας και μερικά κελιά. Μετά το 1618 ο ναός αφιερώθηκε στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος.