«Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα ήταν απερίγραπτα αξιοθρήνητη. Είχαν επιβιβαστεί βιαστικά σε κάθε είδους πλεούμενο και είχαν στριμωχτεί τόσο πολύ, ώστε πολλές φορές είχαν χώρο μόνο για να στέκονται όρθιοι στο κατάστρωμα. Εκεί ήταν εκτεθειμένοι εναλλακτικά στον καυτερό ήλιο και την ψυχρή βροχή του ασταθούς κλίματος του Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. […] Δεν είχαν ούτε νερό να πιουν, ούτε τροφή να φάνε και τα πλοία θαλασσοδέρνονταν αρκετές ημέρες πριν μπορέσουν ν’ αποβιβάσουν το ανθρώπινο φορτίο τους στην ξηρά. […] Αποβιβάστηκαν στις ακτές χωρίς στέγη, με τον πυρετό να τους τυραννάει, χωρίς κουβέρτες, χωρίς καν ζεστά ρούχα, χωρίς τροφή και χωρίς χρήματα».
Henry Morgenthau , πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων
ΤΟ ΛΟΙΜΟΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ , ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ Ανάμεσα στην Σαλαμίνα και στο Πέραμα , βρίσκεται η ακατοίκητη νησίδα του Αγίου Γεωργίου , η οποία χρησιμοποιήθηκε για την δημιουργία του λοιμοκαθαρτηρίου. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά , το 1845 μετά από επιδημίες χολέρας και τύφου , που ξέσπασαν σε διάφορα μέρη της Eυρώπης , προκειμένου τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων να μπαίνουν σε ολιγοήμερη καραντίνα , προκειμένου να αποφευχθεί η διασπορά της νόσου στο εσωτερικό της χώρας. “περί συστάσεως Λοιμοκαθαρτηρίων και περί προσδιορισμού του προσωπικού αυτών , συνιστάται επί του παρά την Σαλαμίνα νησιδίου ο Άγιος Γεώργιος λοιμοκαθαρτήριον, διοριζομένων εις αυτό ενός επιστάτου, ενός ιατρού, ενός αρχιφύλακος και μέχρι δύο φυλάκων”. Β.Δ της 15 Ιουλίου 1865 Το 1914 με το Νόμο 252 , το νησάκι του Αγ. Γεωργίου απολλοτριώνεται οριστικά , υπέρ του Δημοσίου “όπως χρησιμεύσει ως Λοιμοκαθαρτήριον, εφ’ ής και νυν λειτουργεί το ομώνυμον Λοιμοκαθαρτήριον”. Το 1920, σύμφωνα με την απογραφή της 19 Δεκεμβρίου, o Aγ. Γεώργιος είχε πληθυσμό τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, προφανώς φύλακες, υπαλλήλους και ενοικιαστές του εστιατορίου, οι οποίοι θα έμεναν μόνιμα στο νησί. Οι εγκαταστάσεις του ανακαινίστηκαν το 1924 και υποδέχτηκαν πάνω από 100.000 άτομα ,μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης , αλλά και την απελευθέρωση των εναπομείναντων αιχμαλώτων αργότερα. “Μερικά βήματα κάτω από το οίκημα του επισιτισμού βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου από τον οποίο και πήρε το νησί το όνομά του. Ένα παράξενο, χαμηλό, σχεδόν ακανόνιστο οικοδόμημα, μ’ένα μικρό καμπαναριό. Η εκκλησία έχει αναπαλαιωθεί , όπως μας γνωστοποιεί μια επιγραφή, το Σεπτέμβριο του 1865. Το εσωτερικό της κοσμούν μερικές από εικείνες τις βυζαντινές εικόνες με τις άκαμπτες μορφές, των οποίων η αμετάβλητη μονοτονία καταδιώκει τον ταξιδιώτη σε ολόκληρη την Ανατολή. Πάνω από την είσοδο της εκκλησίτσας είναι εντοιχισμένη μία επιγραφή η οποία προσαγορεύει τον Άγιο Γεώργιο ως ακολούθως: ΧΟΛΕΡΑΣ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΝ ΤΗΝ ΣΗΝ ΝΗΣΟΝ ΠΡΟΣΗΝΕΓΚΑΣ ΤΗ ΕΛΛΑΔΙ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΕ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΝΤΕΣ ΠΡΟΣΑΓΟΜΕΝ ΣΟΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΙΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑΝ ΚΑΙ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΜΗΝΙ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΩ ΑΩΞΕ “K. Krumbacher
Ο λοχίας του 18ου Συντάγματος, Νικόλαος Λωρέντης, αιχμάλωτος των Τούρκων από τον Σεπτέμβριο του 1922, επιστρέφει στην Ελλάδα το 1924 και περιγράφει τις στιγμές άφιξης και παραμονής του στον Αγ. Γεώργιο: “Εν τω μεταξύ, το λιμάνι του Πειραιά άρχισε να φαίνεται καθαρά, μα ενώ περιμέναμε να μπούμε στο λιμάνι, το καράβι μας έκανε μια στροφή και άρχισε να κατευθύνεται προς τ’ αριστερά. Τότε καταλάβαμε πως δεν θα αγκυροβολούσε στο κεντρικό λιμάνι και ρωτώντας μερικούς του πληρώματος πληροφορηθήκαμε πως θα πήγαινε στον Άγιο Γεώργιο, για καραντίνα επί 5-6 μέρες. Πράγματι, σε λίγη ώρα το καράβι κυλούσε αργά στα γαλανά νερά του Αγίου Γεωργίου, όπου και μόλις μπήκε, ανέκοψε την πορεία του και πλεύρισε στη παραλία του. Ο καπετάνιος μ’ ένα πάλι τηλεβόα μας ανακοίνωσε ότι λόγω καραντίνας θα μέναμε εκεί για λίγες μόνο μέρες, και ότι σε λίγο θα έφτανε στο καράβι μια Επιτροπή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για να μας περιποιηθεί και, ταυτόχρονα, να μας εξετάσουν γιατροί. Η ώρα περνούσε χωρίς να έρχεται κανείς προς το πλοίο μας. Μια δικαιολογημένη αδημονία κατέλαβε πάλι όλους μας για την αναπάντεχη αυτή καθυστέρηση. Μερικές όμως βάρκες άρχισαν να πλησιάζουν το καράβι μας και από μέσα από αυτές να ακούωνται ονόματα απευθυνόμενα σε μας, που είχαμε καταλάβει θέση στα κάγκελα του καταστρώματος, περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει. Και ξάφνου ακούω μια φωνή από μια βάρκα, που φώναζε: “Νίκος Λωρέντης, είναι μέσα;” Πετάχτηκα σαν να πέρασε από το κορμί μου ηλεκτρικό ρεύμα και στράφηκα προς την βάρκα από την οποία ακούστηκε η φωνή. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, όταν μέσα στη βάρκα διέκρινα τον μακαρίτη πια αδελφό μου Γιώργο, που προσπαθούσε να με ανακαλύψει, πράγμα όμως αρκετά δύσκολο γι’ αυτόν, στα χάλια που βρισκόμουν. Συγκρατώντας τη συγκίνησή μου, φώναξα με όλη μου τη δύναμη: “Γιώργο εδώ είμαι”, μη μπορώντας όμως να συενεχίσω από τα αναφυλλητά. Με αναγνώρισε φαίνεται, γιατί είδα τη βάρκα να πλησιάζει αρκετά, παρά την απαγόρευση του λιμεναρχείου. Και όταν η βάρκα, μόνη απ’ όλες τις άλλες, πλησίασε τη σκάλα του βαποριού, που εν τω μεταξύ την είχαν κατεβάσει για να ανέβουν πάνω τα μέλη της Επιτροπής του Ε.Ε.Σ και αρκετοί δημοσιογράφοι, άκουσα πάλι τον αγαπημένο μου αδελφό να μου υποβάλει διάφορες και απανωτές ερωτήσεις, που όμως εγώ δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να καταλάβω από τη μεγάλη μου συγκίνηση και χαρά. Θυμάμαι μόνο πως τον ρωτούσα με κάποιον περίεργο τρόπο για όλους τους δικούς μου. […] Και τότε, αποτεινόμενος σε μένα ο αγαπημένος μου αδελφός, μου είπε πως μετά από 3-4 μέρες θα ερχότανε πάλι να με παραλάβη, δεδομένου ότι θα υποβαλλόμεθα σε κάθαρση, και ότι μ’ ένα χωροφύλακα που συνόδευε την Επιτροπή του Ε.Ε.Σ μου έστειλε μερικά χρήματα και λίγα γλυκά. […] Το απογευματάκι, αφού μας δώσανε συσσίτιο από κονσέρβες και άσπρο ψωμί, η Επιτροπή μας εξέτασε σύντομα και αφού μας οδήγησαν στις εγκαταστάσεις του Αγίου Γεωργίου, χωρίς όμως να μας αφήσουν να επικοινωνήσουμε με άλλα πρόσωπα. Τη άλλη μέρα το πρωϊ, μια άλλη Επιτροπή ήλθε και, αφού μπήκαμε στη γραμμή, μας παρεκάλεσαν να καθήσουμε κάτω, για να μπορέσουν να πάρουν τα ακριβή στοιχεία μας. Και πράγματι, άρχισαν να συντάσσονται καταστάσεις με όλα τα στοιχεία μας. Όταν ήρθε η σειρά μου και δήλωσα πως ήμουν λοχίας του 18ου Συντάγματος, κάποιος με στολή λοχαγού, κάτι είπε στους άλλους και ύστερα με φώναξαν να περάσω σε κάποιον άλλο θάλαμο. Εκεί, αφού μου έκαμαν λουτρό, κλιβανισμό, ξύρισμα κλπ, μου έδωσαν μια στρατιωτική στολή, άρβυλα κλπ, μου είπαν ότι το απόγευμα θα έφευγα μόνος μου για τη Αθήνα” .
Το λιμάνι του Πειραιά αποτέλεσε το κύριο σημείο εισόδου των προσφύγων. Από την 1 έως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 έδεσαν σε αυτό τριανταπέντε ατμόπλοια και ένα υπερωκεάνιο, με επιβάτες περισσότερους από 40.000 πρόσφυγες.
ΠΗΓΕΣ: Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα 1922 το έπος της εγκατάστασης, Αθήνα 1994 Ν. Ε. Λωρέντης,
Η κόλαση της εικοσάμηνης αιχμαλωσίας μου, Αθήνα 1976 Elia.gr Κ.Μ.Σ