Για τους καλικάντζαρους και την παρουσία τους στη λαογραφία της Ελλάδας διαβάζουµε στο φύλλο της εφηµερίδας της 24ης ∆εκεµβρίου 1967.
∆ιαβάζουµε σχετικά «κατά τή λαϊκή δοξασία τό ∆ωδεκαήµερο (τό µεταξύ Χριστουγέννων καί Θεοφανείων διάστηµα) κάνουν τήν ἐµφάνισή των στή γῆ ὄντα δαιµονικά, ἄσκηµα καί κακοµούτσουνα πού ὁ λαός τά ὀνοµάζει Καλικάντζαρους και ποὺ ὅπως πιστεύεται εἶνε ἄνθρωποι πού ἀπό κακή καί µόνο µοίρα µεταβάλλονται σε δαίµονες µιά ὁρισµένη περίοδο.
-Πολλά λέγονται από τον έλληνικό λαό καί πολλά έχουν γραφτεῖ γιὰ τοῦτα τά παράξενα δαιµονικά πού ἡ λαϊκή φαντασία ἐπενόησε.
-Οἱ τρεῖς παραδόσεις πού παραθέτοµε, παρµένες ἀπό τό περί Ελληνικών Παραδόσεων βιβλίο τοῦ πατέρα τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας Νικολ. Πολίτη, δίνουν παραστατικότατα κείνο πού νιωσε καί νιώθει ή λαϊκή ψυχή γιά τούς Καλικάντζαρους, τά κακά και πονηρά ἐτοῦτα δαιµόνια, ἡ βασιλεία τῶν ὁποίων ἀρχίζει ἀπό την ἡµέρα τῶν Χριστουγέννων καί τελειώνει τὴν ἡµέρα τῶν Φώτων ξορκισµένα, ὅπως πιστεύεται ἀπό τόν ἁγιασµό των παπάδων.
Οι Καλικάντσιοροι (Μήλος)
Τα δωδεκαήµερα, από Χριστοῦ ὡς Φώτων, βγαίνουν οι Καλικάντσιοροι. Αυτοί εἶνε σὰν ἄνθρωποι, µόνο πώς είναι πολύ αδύναται, πετσί και κόκκαλο, γιαυτό ὅταν θέλουν να ποῦν για κανέναν πώς εἶνε πολύ αχαµνός τον λέν Καλλικάντσιαρο. Οι Καλλικάντσιοροι φορούν µια χοντρή καπότα, και γυρίζουν τη νύχτα τους δρόµους και φοβίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Άµα ψαλή ο µικρός ἁγιασµός την παραµονή τῶν Φώτων ἀφανίζονται και λέν τότε ἀναµεταξύ τους.
Φεύγετε να φεύγωµε γιατ’ ἦρθε ὁ διαβολόπαπας µὲ τὴν ἁγιαστούρα του και µε τη βρεχτούρα του.
Οι Καλλικάντζαροι (Σάµος)
Τα δωδεκαήµερα έρχονται στη γῆς οι Καλλικάντζαροι, για να κάνουν κακό στοὺς ἀνθρώπους γιαυτό τους λέν και Κακαθρωπίσµατα. Είναι σαν τοὺς ἀνθρώπους, όµως µαύροι κι άσχηµοι και πολύ ψηλοί, καί φοροῦν σιδεροπάπουτσα. Κατεβαίνουν τη νύχτα στά σπίτια από τους καπνοδόχους και τραγουδούν. Θὰ σοῦ βάλω τη λιανοῦρα και τὸν ἄδραχτο στον κ…
Κούκος!
Κυνηγούν και πνίγουν τα βάφτιστα παιδιά, γιαυτό ὅπου ‘χουν παιδιά αβάφτιστα τούς κάνουν µε µαύρη µπογιά ένα σταυρό στο κούτελο, καί ὅµοιους σταυρούς κάνουν στις πόρτες και σἄλλα µέρη του σπιτιοῦ, ἡ κρεµούν στο ντάχι την κάτω σιαγωνιά γουρουνιού.
Σε µερικά χωριά οι νοικοκυρές µπήζουν την πρωτοχρονιά στούς καπνοδόγους ξυλάκια και σαὐτὰ κρεµοῦν τὸ πρῶτο γλυκό ποὺ θὰ φτειάσουν, για να το φάγουν οι Καλλικάντζαροι. Και το ἀφήνουν έχεῖ ὡς τὸν ἄλλο χρόνο τότε το πετοῦν καὶ βάνουν το φρέσκο.
Όταν κατεβαίνουν ἀπὸ τοὺς καπνολόγους οι Καλλικάντζαροι, φέρνουν µαζί τους και καντάρι, καί µ’ αὐτό ζυγίζουν τά γνέµατα τῶν κοριτσιών, καί βα-σανίζουν ἐκείνες πού τό γνέµα τους το βρήκαν ἀλαφρό, γιατί ἦσαν ἀκαµάτρες. Γι’ αὐτό τά κορίτσια σπουδάζουν να φτειάσουν ὅσο µποροῦν περισσότερο γινέµα το σαραντάηµερο.
Οἱ Καλλικάντζαροι χάνονται τά Φώτα, γιατί δέν µποροῦν νά βαστάξουν τή δύναµη τοῦ ἁγιασµοῦ. Κι ὅταν φεύγουν λέγουν. Πάµε, πάµε κι ἔφτασε, κι’ ἔφτασε ὁ παπάς· µέ τήν ἁγιαστούρα του, ἔφτασ᾽ ὁ παπάς. Κούκο!
Οἱ Καρκαντζόλοι (Κρήτη)
«Όσα παιδιά πιάνονται τοῦ Βαγγελισµού καί γεννειοῦνται τά Χριστούγεννα, γένονται Καρκαντζόλοι. Βγαίνουν τή νύχτα ἀπ’ τήν κούνια τους καί τά σπάργανά τους καί τρέχουν στούς δρόµους καί πειράζουν όσους διαβάτες ἀπανταίνουν. Καί προτοῦ νά κράξη ὁ πετεινός γυρίζουν στα σπίτια τους.