Κοντά στο Γερακάρι Αμαρίου και ανάμεσα στα καταπράσινα χωριά Βρύσες και Γουργούθοι, έστεκε ο Πρασοχάρακας. Ένα θεορατικό χαράκι που ήταν ονομαστό σ’ ολόκληρη την περιοχή.
Σε περασμένους καιρούς τούτο το χαράκι ήταν,λέει, αληθινός γίγαντας. Όποιος έβγαινε στην κορυφή του κι έριχνε μια ματιά τριγύρω απολάμβανε κάτι το αληθινά φανταστικό. Και τι δεν έβλεπε από κει πάνω! Την «περίσσια μυρισμένη» αμαριώτικη κοιλάδα και μεγάλο μέρος από τη βορινή Κρήτη με τα χωριά και τις πολιτείες. Κάποιοι έλεγαν πως από εκεί πάνω είχαν δει τα Χανιά και το Ρέθεμνος και άλλοι πως από το ίδιο μέρος αντίκρισαν το Μεγάλο Κάστρο.
Θέαμα μοναδικό και μεγαλόπρεπο χάριζε αφειδώλευτα εκείνη η κορυφή…
Κι ο ίδιος όμως ο βράχος είχε μια απερίγραπτη μεγαλοπρέπεια: Στα πόδια του θέριευαν ο κισσός και λογής- λογής θάμνοι και στην κορφή του ξεκουράζονταν τα γεράκια. Ίσως από την πλούσια βλάστηση ονομάστηκε Πρασοχάρακας.
Σήμερα εκείνο το αξιόλογο δημιούργημα της φύσης, δεν έχει την παλιά του θωριά. Μένει πάντα, βέβαια ένας μεγάλος βράχος, αλλά δεν είναι πια ο γνωστός θεορατικός Πρασοχάρακας,
Στη ρίζα του και γύρω απ’αυτήν ,πέτρες, αμέτρητες , μικρές και μεγάλες σε στρώμα τόσο παχύ που σε κάποιο σημείο δημιούργησαν σπηλιά ολόκληρη που μέσα της κρύφτηκαν πολλοί πατριώτες στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, σε κάνουν να σκεφτείς ότι σίγουρα γνώρισε κάποια άγρια κοσμοχαλασιά εκείνος ο περήφανος βράχος. Σαν να ‘γινε φοβερή έκρηξη πάνω του κι έκαμε την κορφή του κομμάτια και τα σκόρπισε γύρω.
Άμα ρωτήσεις πως έγινε τούτος ο χαλασμός ,θα σου διηγηθούν τον παρακάτω θρύλο:
Στα χρόνια της Τουρκιάς, τότε που ο Κρητικός δεν όριζε τίποτα, ο Πρασοχάρακας ήταν ιδιοκτησία του αγά της περιοχής, που ταχτικά ανέβαινε στην κορυφή του και χαιρόταν.
Πάνω στο βράχο ο αγάς ένιωθε όλον τον κόσμο δικό του. Σιγά – σιγά μάλιστα ο εγωισμός τον έκανε να ταυτίσει τον εαυτό του με την αιωνιότητα και την αθανασία του βράχου.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια… Ο αφέντης και κυρίαρχος απολάμβανε και οι Κρητικοί ραγιάδες υπόφεραν…
Μια μέρα, λέει, ο αγάς κάλεσε έναν ντόπιο χριστιανό – αληθινό παλικάρι – πάνω στον πανύψηλο βράχο, να του παινευτεί, να του δείξει τα «έχει» του, τον τόπο που εξουσίαζε…
Ανέβηκαν στον Πρασοχάρακα και παρατήρησαν την πλάση γύρω. Η μέρα ήταν ηλιόφωτη, η ατμόσφαιρα καθαρή και η ματιά, χωρίς κανένα εμπόδιο, περνούσε λαγκαδιές και ψηλώματα, καλλιεργημένα χωράφια και καταπράσινους λόφους που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα.
• Να η γη μου, είπε σε μια στιγμή ο Τούρκος. Η Κρήτη μου…
• Όχι η Κρήτη σου, αγά μου, είπε σταθερά ο Ρωμιός… Η Κρήτη είναι δική μας και μας την πήρατε προσωρινά. Μια μέρα θα σας την ξαναπάρουμε. Σίγουρα θα ξαναγενεί δική μας…
Ο αγάς τον παρατήρησε καλά – καλά, χωρίς να μιλεί, μα μέσα του έβραζε. Τέτοια κουβέντα και μ’ αυτόν τον τρόπο, πρώτη φορά την άκουγε.
• Θωρείς τούτο το χαράκι, που πάνω του στεκόμαστε; Ξέσπασε μια στιγμή.
• Θωρώ το, απάντησε ο δικός μας.
• Ε! ώστε να στέκει ο Πρασοχάρακας,θα κρατεί κι η Τουρκιά την Κρήτη. Άμα πέσει αυτός, τότες θα ξαναγενεί δική σας, είπε με βροντερή φωνή ο αγάς.
Ο δικός μας τον κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω μα δεν μίλησε. Αυτά που ήθελε να πει τα φανέρωσε πρωτύτερα. Τώρα προτίμησε να κρατήσει κλειστό το στόμα του… Οι καιροί ήσαν δύσκολοι και οι Ραγιάδες είχαν μάθει να φέρονται ανάλογα με την κάθε περίσταση… Έτσι, χωρίς άλλη κουβέντα χωρίστηκαν…
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός κι ένα περίεργο φαινόμενο παρατηρήθηκε σ΄εκείνο το μέρος: Ο Πρασοχάρακας άρχισε να χαμηλώνει, να σωριάζεται σ’ ερείπια, να σπά, να πέφτει και να γίνεται κομμάτια…
Οι ντόπιοι που έβλεπαν το ανεξήγητο φαινόμενο έφερναν στο νου τους τη συζήτηση που γίνηκε ανάμεσα στο δικό τους άνθρωπο και τον καταχτητή και η καρδιά τους γέμιζε κρυφή χαρά.
Ο Τούρκος πάλι ενώ στην αρχή δεν έδωσε καμιά σημασία σ’ αυτό το γκρέμισμα του βράχου, σιγά – σιγά τον έπιασε ένας φόβος. Όλο πήγαινε και ξαναπήγαινε κοντά του, έκανε βόλτες γύρω του και με αγωνία διαπίστωνε καθημερινά ότι το μεγαλόπρεπο χαράκι ασταμάτητα χαμήλωνε.
Κι έτσι μια μέρα καθώς παρατηρούσε το Χάρακα, τον έπιασε τέτοιος τρόμος που έπαθε συγκοπή κι έπεσε κάτω στη γη νεκρός…
Πριν από μερικά χρόνια ένας καθηγητής φυσικών που υπηρετούσε σε σχολεία της πόλης μας και του άρεσε να ερευνά,(+ Στέλιος Πετράκης), διάβασε τον παραπάνω θρύλο από το βιβλίο μου «Η Κρήτη των Θρύλων» όπου τον είχα καταγράψει.
Θέλοντας να ερευνήσει επιστημονικά το φαινόμενο πήρε μαζί του όργανα που μετρούν τη ραδιενέργεια και πήγε στο συγκεκριμένο χώρο να δει τι πραγματικά συνέβαινε. Όταν γύρισε μου είπε ότι από κάποια άγνωστη αιτία ο Χάρακας έχει ένα εξαιρετικά μεγάλο μαγνητικό πεδίο που τραβά πάνω του τους κεραυνούς της περιοχής .Κάθε κεραυνός που πέφτει του σπάζει κι ένα κομμάτι και το σκορπίζει γύρω.
Κάθε χειμώνα, το περήφανο χαράκι δέχεται τα χτυπήματα από τ’ αστροπελέκια. Και τα σημάδια από τα χτυπήματα είναι οι σκορπισμένες τριγύρω πέτρες.
Όσο οι πέτρες ξεκολλούν και σκορπίζονται κάτω, τόσο ο Πρασοχάρακας χαμηλώνει.
Οι κάτοικοι όμως των γύρω χωριών δεν την παραδέχονται αυτή την επιστημονική εξήγηση.
Γι΄αυτούς ο Πρασοχάρακας είναι δεμένος με το θρύλο.Δεν τον χαμήλωσαν τ’ αστροπελέκια. Δεν τον μίκραναν τα φυσικά φαινόμενα. Το χαμήλωμα του Χάρακα οφείλεται στα λόγια του αγά.
Με το χαμήλωμά του ο Πρασοχάρακας ομολόγησε τη Λευτεριά της Κρήτης…