Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου, 2024

200 χρόνια Χάληδες

Ερημοκαταλύμματα
γέμισαν τα χωριά μας
κι ένας καημός πολλά βαρύς
ματώνει την καρδιά μας

Τα τρία αδέρφια Βασίλειος (1785-1846), Ιωάννης (1790-1828) και Στέφανος (1796-1821) έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία του Θερίσου, της Κρήτης και ολόκληρης της πατρίδας.

Έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Οι ιστορικοί της εποχής τους αποκαλούν μεγαλάνθρωπους, Κύκλωπες, τους παράβαλλαν με τον Κολοκοτρώνη, τον Αχιλλέα, τον Νέστορα, τον Ιδομενέα, τον Οδυσσέα, με τα γεράκια και τους αετούς των Λευκών Ορέων. Β .Ψιλάκης .Γ σελ. 190 και 426.

Ο Βασίλειος Χάλης ως αντιπρόσωπος της Κρήτης είναι παρών στις εθνοσυνελεύσεις του γένους στην Τροιζήνα, στο Ναύπλιο, στην Επίδαυρο, ενώ με την υπογραφή του επικυρώνει όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Μιαούλη, τον Τζαβέλα κ.τλ., κορυφαίους αγωνιστές όπως διαβάζει κανείς στα αρχεία της ελληνικής παλιγγενεσίας.

Το πρώτο τουρκικό αίμα με το οποίο έβαψε τα χέρια του ο Ιωάννης Χάλης ήταν στα σοκάκια έξω από την Παναγιά (εκκλησία Θερίσου) όταν σε συμπλοκή με τρεις Τούρκους που περνούσαν τους επιτέθηκε και με το κοφτερό μαχαίρι του, τους σκότωσε.

«Έβαψαν λοιπόν ούτοι τότε, πρώτοι των εν Κρήτη Ελλήνων, τας χείρας εις αίμα τουρκικόν, αποκτείναντες εν Θερίσω τρεις ομού παρατυχόντας μετά του Σούμπαση, απορρίψαντες το παιζόμενον προσωπείον και κηρυχθέντες τολμηροί επαναστάται».
Ν. Β. Τωμαδάκης – Κ. Κριτοβουλίδου, Βίος Β. Χάλη σελ. 15.

Πάσχα του 1800. Στη Χρυσοπηγή, λίγο έξω από την πόλη των Χανιών, οι μοναχοί κάθονται στο λαμπριάτικο τραπέζι το στρωμένο στην αυλή του μοναστηριού. Έχει τελειώσει η λειτουργία της Αγάπης. Το χαρμόσυνο μήνυμα της κορυφαίας γιορτής της Ορθοδοξίας «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (κατανικήθηκε ολοκληρωτικά ο θάνατος), που μοιάζει να γράφεται με χρυσή γραφή στο φως της ανοιξιάτικης ημέρας κι η μυρωδιά του φρεσκοψημένου αρνιού, που σμίγει με τα αρώματα των γύρω περβολιών, ανεβάζουν στα χείλη των συντράπεζων το θριαμβικό τροπάρι της Ανάστασης.

Άξαφνα, ποδοκροτήματα αλόγων, πολεμικές κραυγές και πυροβολισμοί κόβουνε στη μέση το «Χριστός Ανέστη». Από την πύλη του μοναστηριού ορμούνε στην αυλή καβαλάρηδες γενίτσαροι, σαν να κάνουν έφοδο σε πολιορκημένο κάστρο. Αδειάζουν τις πιστόλες τους πάνω στα χριστιανικά σύμβολα και στους σαστισμένους καλόγερους, χτυπούνε με τα σπαθιά τους δεξιά κι αριστερά, παίρνουνε τα χρυσαφικά και τ’ ασήμια και φεύγουν, όντας βέβαιοι για την ατιμωρησία τους από την επίσημη εξουσία.

Η προτομή του Βασιλειου Χάλη στην πλατεία (1866).

Τούτο το επεισόδιο, καθόλου ασυνήθιστο για κείνη την εποχή της τούρκικης αυθαιρεσίας, δε θα ‘χε τίποτα το ξεχωριστό, αν δεν το παρακολουθούσε από πολύ κοντά, αν δεν το ζούσε καλύτερα ένας ριζίτης άγουρος, που έμελλε αργότερα να γίνει από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές της λευτεριάς της Κρήτης: Ο Βασίλης Χάλης. Το δεκαπεντάχρονο «δασκαλάκι», που το ‘χε στείλει ο κύρης του στο μοναστήρι να μάθει τα φτωχικά γράμματα της σκλαβιάς, βρέθηκε την ώρα της επιδρομής να σέρνει νερό από το πηγάδι της αυλής.

Περίφοβο ζάρωσε στη βάση του φιλιατρού (στόμιο πηγαδιού) κι από ‘κει είδε. Είδε με τα μάτια του έφηβου, τα έκπληκτα και τα εκστατικά, τις σκηνές της βαρβαρότητας και της φρίκης. Η παρθενική μνήμη του κοκκίνισε από αίμα, το ίδιο το αίμα των πνευματικών πατέρων και δασκάλων του. Το επεισόδιο τούτο το αναφέρει ο Βασίλειος Ψιλάκης («Ιστορία της Κρήτης», Εκδόσεις Μινώταυρος. Τόμος Γ’, σελ. 188, που ο πατέρας του υπήρξε φίλος και συμμαθητής του Β. Χάλη και «αυτόπτης μάρτυς» της βάρβαρης κι αιματηρής σκηνής).
Βιώματα συγκλονιστικά σαν κι αυτό, όταν προπάντων τα ζήσει κανείς στα κρίσιμα χρόνια ανάμεσα στην παιδικότητα και στην αντρική ηλικία, γίνονται καθοριστικοί παράγοντες της υπόλοιπης ζωής του. Ο νεαρός μαθητής της Χρυσοπηγής, αν και συνέχισε τις σπουδές του, όχι πια στο μοναστήρι της φρίκης και του θανάτου, παρά μέσα στην κάπως πιο ασφαλισμένη πόλη των Χανίων, ένιωθε πάντα ένα δυνατό πόθο να τον σπρώχνει προς τα περήφανα κι ανυπόταχτα γενέθλια βουνά. Τα χέρια του λαχταρούσαν να αφήσουν το καλαμάρι και το χαρτί και να σφίξουνε το όπλο. Μέσα του αναδευόταν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι αισθήματα, από τη σκοτεινή επιθυμία της εκδίκησης ως τα φωτεινά όνειρα της δικαιοσύνης και της λευτεριάς.

Δεν άργησε ο νιος ριζίτης να κάμει πράξη τον πόθο του. Αφήνοντας τους τουρκοπατημένους κάμπους ανέβηκε στο χωριό του, το Θέρισο κι εκεί «στη χέρα τ’ άρματα, τον πασαλή (κρητικό μαχαίρι της ζώνης) ζωσμένος», κατά το δημοτικό στίχο, ζει την αδέσμευτη κι απροσκύνητη ζωή του Χαΐνη. Χαΐνης = αποστάτης (στην τούρκικη γλώσσα). Το αντίστοιχο του Κλέφτη στην Κρήτη. Το όνομά του άρχισε να ακούγεται στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας.

«Τα χωριά Κάμπος, Θέρισον, Λάκκοι και Μεσκλά έγιναν τα πρώτα καταφύγια των υπερήφανων Κρητών που συνεπολέμησαν με τους τελευταίους Ενετούς κατά των Τούρκων και διεσκορπίσθησαν μετά την αναχώρησίν των. Εκεί εξηκολούθησαν να προσφεύγουν και όσοι είχαν ήδη υποστεί τας πρώτας επιθέσεις των ορδών του κατακτητού και δεν υπέφεραν την τυραννίαν…» (Διονυσίου Κόκκινου: «Η Ελληνική Επανάστασης». 3η έκδοσης. «Μέλισσα». Αθήναι. 1957, Τόμος Β’, σελ. 434).

Όταν, στα 1812, ήρθε στην Κρήτη ο Χατζη- Οσμάν πασάς, ο Πνιγάρης, σταλμένος από το Σουλτάνο για να βάλει τάξη στο νησί, ανάμεσα στους Χριστιανούς που ζήτησε τη βοήθειά τους, για να περιορίσει την ασύδοτη δράση των γενιτσάρων ήταν και ο Βασίλης Χάλης. Η συμμετοχή του στη σύλληψη και την εξόντωση πολλών αιμοβόρων Τουρκοκρητικών, των λεγόμενων «ξεκουκούλωτων». «Οι ξεκουκούλωτοι δε ούτοι, ων προΐσταντο οι θρασύτεροι εν αυτοίς των αγάδων και βέηδων κομματάρχαι, ονομάσθησαν ούτως αφ’ εαυτών, διότι ως έμβλημα του αναρχικού αυτών συστήματος είχον αντί συμβόλου τινός ορατού τουναντίον αρνητικόν σύμβολον, την αφαίρεσιν παντός καλύμματος της κεφαλής…»

Τα χρόνια που ακολουθούνε, το θερισιανό παλικάρι ζει τον περισσότερο καιρό στα χωριά της ρίζας και στις Μαδάρες και, καθώς ξαναρχίζει, ύστερα από την ανάκληση του Οσμάν πασά, η δράση των Τουρκοκρητικών, συχνά ξαναθυμάται το ρόλο του τιμωρού της τούρκικης αυθαιρεσίας.

Μα ο Βασίλης Χάλης δεν ήταν μόνο ο αντάρτης και ο πολεμιστής. Φύση προικισμένη με αξιόλογα πνευματικά χαρίσματα, που τα καλλιέργησε όσο ήταν δυνατό σε εκείνους τους καιρούς, έβλεπε πέρα από τους στενούς ορίζοντες του χωριού του. Ο πατριωτισμός του δεν είχε την έδρα του μόνο στην καρδιά. Ανεβαίνοντας ως τη φωτεινή κρίση έγινε όραμα λευτεριάς κι εθνικής αποκατάστασης, με μέσο την κοινή δράση και το συντονισμένο αγώνα όλων των δυνάμεων του Ελληνισμού. Όταν ακόμη η ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας ήταν άγνωστη στην Κρήτη, ο Βασίλης Χάλης είχε οργανώσει μαζί με άλλους Κυδωνιάτες, όπως το Γιώργη Παπαδάκη και το Νικόλα Ρενιέρη, έναν πατριωτικό σύνδεσμο στα Χανιά.

«Εγκυκλοπαιδικών Λεξικόν Ελευθερουδάκη». Τόμος ΙΒ’. Εν Αθήναις, 1931. Σελ. 802. Στα 1819 μπήκε στη Φιλική Εταιρεία και αμέσως κατήχησε σ’ αυτήν και τους δύο νεότερους αδερφούς του, το Γιάννη και το Στέφανο. Άρχισε τότε ταξίδια στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τάχα για εμπορικές υποθέσεις, πιο πολύ όμως για να γνωριστεί και να συζητήσει με τις εκεί κεφαλές της Εταιρείας. Αγόρασε τουφέκια και μπαρούτι, κατάφερε να τα ξεφορτώσει κρυφά στα Χανιά και να τα ανεβάσει στο Θέρισο. Βασίλη. Ψιλάκη «Ιστορία της Κρήτης». Τόμος Γ’, σελ. 194, και Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου: «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης», συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη. Επανέκδοσις αδελφών Βαρδινογιάννη. Αθήναι, 1971, σελ. 302.

Το ξεσήκωμα στην ηπειρωτική Ελλάδα βρήκε ολόκληρη την οικογένεια των Χάληδων έτοιμη για τον τραχύ και πολύχρονο απελευθερωτικό αγώνα. «Οι αδελφοί Χάλιδες όχι μόνον υπερήσπισαν ούτοι μετά ζήλου πολλούς των καταδιωκομένων συναδέλφων των κατά τα θλιβερά των σφαγών, των γενομένων εν Χανίοις τω 1821 και εις τα πέριξ αυτών, και τοις έδωκαν άσυλον επί των κινδύνων εκείνων εις Θέρισον, αλλ’ έδωκαν προς τούτοις και πολλήν ώθησιν εις την επανάστασιν, φιλελεύθεροι όντες εξ αρχής, καίτοι υπό την σκληράν τυραννίαν τραφέντες». (Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου: «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης», σελ. 706).

Βασίλειος Χάλης

Στην πρώτη μυστική σύσκεψη των Σφακιανών προεστών στα Γλυκά Νερά του Λουτρού, τη Μεγάλη Πέμπτη, 7 Απριλίου του 1821, ο Βασίλης Χάλης έθεσε στη διάθεση της επανάστασης τον εαυτό του, τα αδέρφια του και τα όπλα που είχε αγοράσει. Στη συνέλευση της Θυμιανής Παναγιάς, στις 29 Μαΐου, ο Βασίλης Χάλης αναγνωρίστηκε επίσημα καπετάνιος του Θέρισου, ενώ στον αδερφό του το Γιάννη δόθηκε η αρχηγία των Κεραμειανών. Ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης («Ιστορία των Σφακιών». Επανέκδοσις αδελφών Βαρδινογιάννη. Αθήναι, 1971) αποσιωπά τη συμμετοχή των Χάληδων τόσο στη σύσκεψη του Λουτρού, (σελ. 181- 3), όσο στη συνέλευση της Θυμιανής (σελ. 195-201), ενώ λίγο παρακάτω (σελ. 205) παραδέχεται πως οι αδελφοί Χάληδες «διέτριβον προ πολλού εν Σφακίοις». Τη συμμετοχή των Χάληδων στις πρώτες τούτες επαναστατικές κινήσεις αναφέρει ο Κριτοβουλίδης (σελ. 298-300), ο Βασίλη. Ψιλάκης (σελ. 28, 189 και 247 ), ο Διονύσιος Κόκκινος (τόμος Β’, σελ. 439 και 444) κ. ά.

Ύστερα από την πρώτη σύγκρουση στο Λούλο, στις 14 Ιουνίου του 1821, πρώτη νίκη των κρητικών όπλων, που την πλήρωσαν οι Τούρκοι με το θάνατο του γενίτσαρου Ιμπραήμ Ταμπουρατζή και δεκαεφτά ορτάκηδων (συντρόφων) του κι όπου ξεχώρισε για την παλικαριά του ο Γιάννης Χάλης.

«Εν τη εν Λούλω κυρίως μάχη υπερέβαλε πάντας κατά την γενναιότητα ο Ιωάννης Χάλης, ως παρά πάντων ομολογείτο…» (Βασίλ. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης». Τόμος Γ, σελ 259). «Και μεταξύ όλων εθαυμάσθη η ανδρεία του αρχηγού των Κεραμειανών Ιωάννη Χάλη» (Δ. Κόκκινου: «Η Ελληνική Επανάστασις», τόμος Γ’, σελ. 23) – οι επαναστάτες κατεβαίνουν ως τα προάστια των Χανίων. Ο Βασίλης Χάλης κόβει το νερό στα Μπουτσουνάρια, απ’ όπου υδρευόταν η πολιτεία. Από δω εξορμά για να δώσει την πρώτη μάχη του, στο πλαίσιο του Μεγάλου Αγώνα, εναντίον των Τούρκων οι οποίοι ξεκινώντας από τις Μουρνιές προσπάθησαν να πατήσουν τα Κεραμειά. ΟΙ νεκροί και τα όπλα που άφησαν πίσω τους, φεύγοντας οι εχθροί ήταν τα βραβεία της νίκης.

Από τότε «ο αεικίνητος και δραστήριος του Θερίσου πρόκριτος και αρματωλός» κατά τον ιστορικό Βασίλ. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης », Τόμος Γ’, σελ. 261, δεν παύει να παίρνει ενεργό μέρος στα επαναστατικά γεγονότα της Κρήτης. Η πολεμική του δράση, στην πρώτη τρίχρονη φάση του Μεγάλου Σηκωμού, έχει για χώρο της, ολόκληρη την Κυδωνία και προπάντων τις κορυφές των ορεινών όγκων που κλείνουν το χανιώτικο κάμπο. Άλλοτε υπερασπίζοντας τις θέσεις που έχει οριστεί να φυλάει, – στους δρόμους που οδηγούν στα χωριά της ρίζας και στα Σφακιά,- και άλλοτε πάλι ορμώντας εναντίον τούρκικων στρατοπέδων ή αμυντικών θέσεων, συχνά δοκιμάζει τη χαρά της νίκης και κάποτε γεύεται την πίκρα της ήττας.

Ποια από τις μάχες που πήρε μέρος να πρωτοαναφέρει κανείς; Εκείνη της 13ης Ιουνίου του ‘21, όταν πάλι μαζί με τον Αντρέα Φασουλή έκλεισαν στην Αγία Κυριακή το δρόμο σε δύο χιλιάδες Τούρκους που προχωρούσαν προς το Θέρισο και τους Λάκκους, ενώ ο αδερφός του ο Γιάννης με τον Τσελεπή κρατούσαν τη συνέχεια της αμυντικής γραμμής στη Μαλάξα; Τη μάχη στα Καμπιά, πάνω από το Βαρύπετρο, στις 4 Ιουλίου, την πρώτη μεγάλη νίκη της Επανάστασης στο νησί, με τους 500 νεκρούς Τούρκους και τα πλούσια λάφυρα, όπου εκείνος με τους 300 πολεμιστές του κράτησε το μεγαλύτερο βάρος της πίεσης των πέντε χιλιάδων του Λατίφ πασά, ώσπου να φτάσουν οι Κεραμειανοί, οι Σφακιανοί και οι Λακκιώτες.

Στη μάχη αυτή αναφέρει ο Στέργιος Γεωργίου Σπανάκης: «μια νέα Θερισιανή, που την έλεγαν Αντιάνειρα, έφερνε στο κεφάλι της μία στάμνα νερό στους διψασμένους πολεμιστές. Τότε, μία σφαίρα έσπασε την στάμνα και τραυμάτισε τη νέα. Εκείνη δε στεναχωρέθηκε για τα τραύματα της, αλλά λυπήθηκε το νερό, το ιερό νάμα στην κρίσιμη στιγμή του αγώνα.» «Οφείλεται δε η νίκη προπάντων εις την αρετήν και φιλοτιμίαν του [Β.] Χάλη και Φασουλή, εις την γενναίαν ενθάρρυνσιν του Δασκαλάκη και εις την παράδοξον τόλμην των Λακκιωτών». (Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου: «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης, σελ. 323). «…Ιδίως δε διεκρίθη ανώτερος παντός άλλου ο Ιωάννης Χάλης εις το μάχεσθαι». (Γρηγ. Παπαδοπετράκη: «Ιστορία των Σφακιών», σελ. 224).

Την αναχαίτιση της καινούριας επίθεσης των Χανιωτών Τούρκων, στις 25 Ιουλίου, στη Γαρίπα και στα Μπουτσουνάρια, με τη βοήθεια του συμπολεμιστή του Φασουλή, του Τσελεπή, του Σήφακα, του Γιάννη Χάλη και του Αναγνώστη Παναγιώτου; Την αναγκαστική υποχώρηση μπροστά στη στρατιά των καστρινών Τούρκων, την με πόνο εγκατάλειψη του ίδιου του χωριού του στα χέρια των εχθρών και την εκδίκηση στη μάχη στις Αλιάκες, πάνω από το Θέρισο, στις 19 Αυγούστου, εκδίκηση που πικρό της αντίτιμο ήταν ο θάνατος του εικοσιπεντάχρονου αδερφού του Στέφανου, του φημισμένου για την ομορφιά, τη λεβεντιά και την τέχνη του στο τραγούδι; «Αλλ’ η νίκη αυτή πληρώθη με την απώλειαν του ηρωικού και ωραίου Στεφάνου Χάλη, που ενήργησε πρώτος την έφοδον κατά διαταγήν του αδελφού του Βασιλείου. Ο Στέφανος ήτο ο νεότερος από τους τρεις αδελφούς Χάληδες, συμπαθέστατος εις όλους διά τα πλεονεκτήματά του. Πολύ μορφωμένος μεταξύ των συγχρόνων του και γλωσσομαθής, είχε θέσιν εις το αγγλικόν προξενείον του οποίου ετήρει την αλληλογραφίαν. Συνήνωνε εξαιρετικά χαρίσματα παλληκαριού. Γενναίος τύπος ανδρικής καλλονής, άνθρωπος των όπλων και της πένας ταυτοχρόνως, με τα θερμότερα αισθήματα διά κάθε καλόν, και κυρίως διά την ελευθερίαν της πατρίδος του, μεταξύ των συντρόφων του τον ενθουσιασμόν και την συγκίνησιν. Ο αετός και βάρδος των Λευκών Ορέων της Κρήτης, Στέφανος Χάλης, σαν γοργόφτερος πετούσε στα Λευκά Όρη από ριζίτικο σε ριζίτικο χωριό και με το λόγο ενθουσίαζε και ξεσήκωνε τον ραγιά. Με την μελωδική του φωνή τραγουδούσε το τραγούδι που ο ίδιος εμπνεύστηκε και δημιούργησε. Ο Στέφανος Χάλης είναι ο ποιητής του θρυλικού τραγουδιού «Πότε θα κάνει ξαστεριά». (Γιανν. Δημήτρης Τσίβης, σελ.149, Χανιά, 1252-1940). Το ίδιο αναφέρει και ο Αλέξανδρος Κ. Δρουδάκης στο βιβλίο του “Να η Κρήτη”.

Ο τάφος του Στέφανου Χάλη στο Θέρισο.

Να αναφέρουμε ακόμη τις συμπλοκές και τις ενέδρες του την άνοιξη του 1822, στα περίχωρα των Χανίων – Νταράτσο, Πελεκαπίνα, Χρυσοπηγή, Κόκκινο Μετόχι. Τη συμμετοχή του στις συγκρούσεις με τις 12 χιλιάδες των Τουρκοαιγυπτίων, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, στην περιοχή της Μαλάξας και την επίμονη προσπάθεια να κρατηθεί τούτη η αντίκρυ στη Σούδα πύλη των Κεραμειών και των χωριών της ρίζας; Στην τελευταία επίθεση των Τουρκοαιγυπτίων παρουσιάστηκε διαφωνία ανάμεσα στους αρχηγούς των δυο χιλιάδων που κρατούσαν την άμυνα. Ο Πρωτοπαπαδάκης, που πολλοί από τους άντρες του τον είχαν εγκαταλείψει στην αρχή της μάχης, ζητούσε να υποχωρήσουν, ενώ ο Β. Χάλης κι ο Σήφακας επιμένανε να διατηρηθούνε τις θέσεις τους. Η τελική υπερίσχυση του Σφακιανού καπετάνιου και η γενική υποχώρηση άφησε τη Μαλάξα στα χέρια των Τουρκοαιγυπτίων. Την εξασφάλιση των νώτων των επαναστατών κατά τις εκστρατείες των στο Σέλινο, στα 1822 στην Κίσσαμο και στο Σέλινο στα 1823, όταν ο Θερισιανός καπετάνιος εφεδρεύοντας στα Ρούματα ή κρατώντας τη γραμμή από Περβόλια ώς Γαλατά, συγκρατεί με επιτυχία τις επιθέσεις των Χανιωτών Τούρκων.

Αναγνωρίζοντας το βασικό ρόλο του στον ως τότε αγώνα ο εκπρόσωπος της κεντρικής αρχής, Γενικός Έπαρχος Κρήτης Μιχαήλ Αφεντούλιεφ, του απένειμε το Νοέμβριο του 1821, το βαθμό του τετρακοσίαρχου και λίγο αργότερα του πεντακοσίαρχου, ανώτερο τότε βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας στην Κρήτη. Οι πρώτοι που τιμηθήκανε με το βαθμό του πεντακοσίαρχου ήταν όλοι Σφακιανοί: Ο Ρούσος Βουρδουμπάς, ο Γιώργης Δασκαλάκης, ο Τσελεπής, ο Αναγνώστης Παναγιώτου κι ο Αναγνώστης Πρωτοπαπαδάκης. Αργότερα έγιναν πεντακοσίαρχοι δυο ακόμη Σφακιανοί: Ο Γιώργης Δεληγιαννάκης κι ο Πέτρος Μανουσέλης, και τρεις από την υπόλοιπη Κρήτη: Ο Βασίλης Χάλης, ο Μιχάλης Κουρμούλης από τη Μεσαρά κι ο Γιώργης Τσουδερός από τον Αη Βασίλη.

Μα ο Βασίλης Χάλης δεν αναδείχτηκε μόνο γενναίος πολεμιστής. «Ο Βασίλειος Χάλης», γράφει ο ιστορικός Ψιλάκης, «ην εν πολλοίς ανάλογος προς τον Γέροντα του Μωρία, τον Κολοκοτρώνην, και δη κατά την πνευματικήν ικανότητα και το μεγαλεπήβολον». «Ιστορία της Κρήτης». Τόμος Γ’, σελ. 189-36 . Αληθινά το σχέδιο του για την πολιορκία των Χανιών και η επιμονή του, σ’ όλο τον δεύτερο και τρίτο χρόνο του Σηκωμού, να ριχτεί το βάρος των επιχειρήσεων στην προσπάθεια να κυριευτεί τούτη η πόλη, μας φέρνει στη σκέψη το σχέδιο και τους αγώνες του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς.

Η ιδέα της πολιορκίας των Χανίων πλησίασε πολύ κοντά στην πραγματοποίηση της στα τέλη Απριλίου του 1822. Τότε ύστερα από τη μάχη στον Κλαδισό και το κλείσιμο των Τούρκων μέσα στην πόλη, οι επαναστάτες έφτασαν ως τη νοτιοδυτική μεριά της χανιώτικης τάπιας (προμαχώνας), ενώ πέντε κασιώτικα καράβια βομβάρδιζαν έξω από το λιμάνι το παραθαλάσσιο φρούριο. «Και ίσως η πτώσις των Χανίων θα ήτο δυνατή τότε, αν τα κανόνια των Κασίων ήσαν μεγαλύτερος ολκής και ημπορούσαν να προξενήσουν πραγματικήν ζημίαν εις τας τουρκικός γραμμάς και εις το φρούριον». (Διον. Κόκκινου: «Η Ελληνική Επανάστασις», τόμος Ε’, σελ. 35). Την πρώτη τούτη προσπάθεια ματαίωσε ο θάνατος του αρχηγού της ναυτικής μοίρας Θόδωρου Κανταρτζή από σκάσιμο ενός κανονιού και η συνακόλουθη αποχώρηση των πέντε καραβιών.

Την απτόητη εμμονή του Χάλη στο σχέδιο πολιορκίας μαρτυρεί και το ριψοκίνδυνο πλησίασμα του στα τείχη, μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1822, και το μέτρημα, με τη βοήθεια ενός Χανιώτη χτίστη, του ύψους των σημείων απ’ όπου μπορούσε να γίνει ανάβαση. Β. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης» Τόμος Γ’, σελ. 375.

Κατά κακή τύχη οι διχογνωμίες των καπετάνιων και η μη υιοθέτηση του σχεδίου του από τον καινούριο Γενικό Αρχηγό Μανώλη Τομπάζη. Κρίθηκε προτιμότερο οι 5 χιλιάδες επαναστάτες που συγκεντρώθηκαν στην Κυδωνία να εκστρατέψουνε στην Κίσσαμο και στο Σέλινο, για να λευτερώσουνε τούτες τις δυο επαρχίες. «Ο μεγαλεπήβολος όμως Β. Χάλης επέμενε (στην πολιορκία των Χανίων) φρονών ότι η μελετημένη εκστρατεία ήθελεν είναι επισφαλής, αν μη τι άλλο, ιστάμενης όπισθεν της πόλεως των Χανίων ανέπαφου και ακεραίας της δυνάμεως του εχθρού», σημειώνει ο Β. Ψιλάκης («Ιστορία της Κρήτης», τόμος Γ’. σελ. 375), προσθέτοντας πως την ίδια γνώμη είχαν ο Αναγνώστης Παναγιώτου κι ο Σήφακας. Δεν επέτρεψαν να επιχειρηθεί μια συστηματικότερη πολιορκία στα 1823, που αν πετύχαινε -και δεν έλειψαν οι ευνοϊκές περιστάσεις, μ’ όλες τις δυσκολίες μιας τέτοιας προσπάθειας, ίσως να υπήρχαν διαφορετικές εξελίξεις… Ο Ψιλάκης γράφει («Ιστορία της Κρήτης», τόμος Γ’ σελ. 445): «Εξ ενός μεν το αξίωμα του Τομπάζη ως Αρμοστού και Υδραίου, η συρροή τοσούτων εκλεκτών αγωνιστών και η κατά θάλασσαν νυν υπεροχή των Ελλήνων, εκατέρωθεν δε η κατάστασις των πολεμίων εκ των προσφάτων επιτυχιών και δη η εν τω παρόντι εν τοις ανατολικοίς την νήσου απασχόλησις των Αιγυπτίων όντων τότε ακέφαλων έτι εκ του θανάτου του Χασάν, ηγγυώντο την επιτυχίαν της επιχειρήσεως και πραγματοποιήσεως των απ’ αρχής της επαναστάσεως σχεδίων του Χάλη». Ο Κριτοβουλίδης έχει τη γνώμη πως το σχέδιο του Β. Χάλη «ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθεί εναντίον του φρουρίου της Κυδωνιάς διά την τότε κατάστασίν του, και διά την χειμερινήν τότε ώραν να λάβη αίσιον πέρας», αποδίδει όμως μεγαλύτερη σημασία στους ανασταλτικούς παράγοντες: την «επικρατούσαν αταξίαν», την έλλειψη εμπείρου στα πολιορκητικά ζητήματα αρχηγού και την απουσία στόλου από την περιοχή της Κρήτης. («Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης», σελ. 482) – ίσως να άλλαζε η πορεία του αγώνα στην Κρήτη.

Μετά την κατάληψη και την καταστροφή των ορεινών επαναστατικών κέντρων από τον ορμητικό και σκληρό Χουσεΐν και τον εκφυλισμό της επανάστασης στο νησί, γεγονός για το όποιο δεν είναι ανεύθυνες οι ατομικές φιλοδοξίες κι οι τοπικές αντιζηλίες. Ο Βασίλης Χάλης με τον αδερφό του Γιάννη και πολλές χιλιάδες άλλους πολεμιστές κι απόλεμους έγιναν πρόσφυγες. Ο Παπαδοπετράκης ανεβάζει τους Κρητικούς πρόσφυγες του 1824 σε 60 χιλιάδες («Ιστορία των Σφακίων», σελ. 347). Ο Ψιλάκης γράφει πως μόνο από το Λουτρό έφυγαν με καράβια 10 χιλιάδες άντρες και γυναικόπαιδα («Ιστορία της Κρήτης», τόμος Γ’, σελ. 415 και Δ 93 ) που περνούν στην ηπειρωτική Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1824.
Στο διάστημα της παραμονής τους μακριά από την Κρήτη, τα δυο αδέρφια δεν μένουν άπραχτα. Η δράση του Γιάννη είναι αποκλειστικά πολεμική (παίρνει μέρος στις μάχες του Μαραθώνα και της Άμπλιανης, πολιορκείται στην Πύλο και χτυπά μαζί με τον Κολοκοτρώνη τον Ιμπραήμ στην περιοχή της Τριπολιτσάς) ενώ ο Βασίλης αναπτύσσει προπάντων οργανωτική δραστηριότητα. «…Ο Βασίλειος Χάλης έχων ενεργητικότερον νουν και συμπεριφοράν μάλλον πολιτισμένην έδωκεν εξ αρχής, ως είπωμεν, πολλήν ώθησιν εις την επανάστασιν, αν και δεν είχε τον εμβριθή στρατιωτικών εκείνον χαρακτήρα, όστις εκόσμει τους νεωτέρους αδελφούς του, Στέφανον και Ιωάννη! Ο δε Παναγιώτης Ζερβουδάκης ήτον εκ του εναντίου ολιγόλογος και σκεπτικός, ενώ ο Χάλης είχε λόγους πολλούς, εμφαίνοντας και σύνεσιν πολιτικήν…» (Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου: «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης», σελ. 713), …πηγαίνοντας από τη Μονεμβασία στο Ναύπλιο
συναντώντας τους Κρητικούς καπετάνιους και κουβεντιάζοντας μαζί τους για την προετοιμασία της αναζωπύρωσης του αγώνα στο νησί.

Χαρακτηριστικό της προσπάθειας για συσπείρωση των Κρητικών προσφύγων στην Πελοπόννησο και της ηγετικής μορφής του Βασίλη Χάλη είναι το παρακάτω έγγραφο: Επειδή και από την αρχήν της επαναστάσεως εγνωρίσθη ο κύριος Βασίλειος Χάλης φιλογενής και καλός πατριώτης και ως γενναίος πρώτος εσήκωσε τ’ άρματα κατά των εχθρών, διά τούτο ημείς την σήμερον εκλέγομεν την γενναιότητα του διά Αρχηγόν των αρμάτων μας εις των Χανίων το μέρος και ως τοιούτον θέλομεν τον γνωρίζειν εις το εξής και υπακούειν εις τας διαταγάς του όσας αποβλέπουν εις το καλόν καθώς και εκείνος θέλειν έχει χρέος να μας συμβουλεύεται εις κάθε τί. Και εις ένδειξιν της κοινής συμφωνίας της εκλογής του υπογραφόμεθα.
Εν Μονεμβασία τη 2α Σεπτεμβρίου 1824.
Παπαγεώργιος Σωτηράκης, Παπαμανώλης Καβαλεράκης, Γιάννης Κωνσταντουδάκης, Γεώργης Σταματάκης, Μιχαήλ Καθεκλάς, Γιώργος Παπαδάκης, Γιώργος Δρακονιανός, Γιακουμής Κουμάκης, Μαρκουλής Νικολακάκης, Μανώλης Κρεμμύδας, Ν. Οικονόμος, Μανώλης Κουβαρίτης, Μιχάλης Μαυράκης, Μαρτινιανός Περάκης, Γιάννης Μουτζάκης, Γιάννης Πάτης, Γιώργος Πίπος, Παπαγρηγόριος, Αναγνώστης Ακρωτηριανάκης, Αναγνώστης Τζιστράκης, Βασίλ. Κυδώνης, Παναγιώτης Καλαντζάκης, Γεώργης Μανίτης, Αναγνώστης Παπαλιονάκης.

Ύστερα από την κατάληψη του κάστρου της Γραμπούσας «ορέκτης και βαθύφρων Β. Χάλης». Βασ. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης», τόμος Δ’, ενεργεί στο Μοριά για το διορισμό από την κεντρική κυβέρνηση ενός στρατιωτικού αρχηγού της Κρήτης και την ενίσχυση των Κρητικών με όπλα και στρατιωτικές δυνάμεις από την άλλην Ελλάδα. Προτάσεις προς τον Κ. Μπότσαρη και το Ν. Κριεζώτη αποτυχαίνουν γιοτί τούτοι ζητούνε προκαταβολή το λιγότερο τρίμηνων μιστών. Έτσι η αρχηγία ξεπέφτει στο Λιόντα Λαζόπουλο, μέτρια προσωπικότητα κι άγνωστο στους Κρητικούς.

Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1826 αποβιβάζεται στη Γραμβούσα με τον αδερφό του κι άλλους καπετάνιους, κεφαλές ενός σώματος από 800 άντρες. Έτσι αρχίζει η δεύτερη περίοδος της δράσης του στη μεγάλη Επανάσταση του ‘21 στην Κρήτη, περίοδος δύσκολη, όπου δεν έχει να παλέψει μόνο με τον ισχυροποιημένο και νικητή Τούρκο, μα προπάντων με τον κάματο και την απογοήτευση του εξουθενωμένου και συνακόλουθα απρόθυμου για νέες περιπέτειες κρητικού λαού και -ακόμη χειρότερο- με τις αντιζηλίες, τα μίση και τις μικρότητες που δεν απολείπουνε και σε τούτη την κρίσιμη ώρα κι όπου αναγκαστικά εμπλέκεται κι ο ίδιος. Στη δεύτερη τούτη περίοδο της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη οι επαναστάτες χωρίζουνται βασικά σε δυο παρατάξεις, τους Σφακιανούς και τους Γραμπουσιανούς που η μια αδιαφορεί συχνά ή και αντιδρά στις ενέργειες της άλλης, προσπαθεί να πάρει με το μέρος της τον εκάστοτε αρμοστή και να πετύχει για τα μέλη της τα ανώτερα αξιώματα και τους τιμητικούς τίτλους. Ό,τι πετυχαίνει το φιλότιμο, η παλληκαριά κι η αγάπη της πατρίδας, το γκρεμίζει σε λίγο ο εγωισμός, η φιλοπρωτία, η απειθαρχία κι η ασυνεννοησία. Τις νίκες στις πρώτες αψιμαχίες διαδέχεται η ήττα του Βαρυπέτρου, όταν το μικρό σώμα του Βασίλη Χάλη και του Λαζόπουλου, που απερίσκεπτα προκάλεσε τους δυο χιλιάδες πεζούς και καβαλάρηδες του Μουσταφά πασά, αναγκάζεται να υποχωρήσει ως τους Λάκκους και το Θέρισο αφήνοντας πάνω από 100 σκοτωμένους. Η αποτυχία οφείλεται στην κακή εκλογή της θέσης για τη μάχη και στην απουσία των άλλων καπετάνιων (Κριτοβουλίδης σελ. 626 και Ψιλάκης, Γ’ σελ. 444 ).

Συνέπεια της ήττας: να δειλιάσουν οι δισταχτικοί και να μην απλωθεί η επανάσταση. Τις εντυπωσιακές αρχικές επιτυχίες των 1500 πολεμιστών που με γενικό αρχηγό το Γιάννη Χάλη εκστράτευσαν στο Λασίθι το Νοέμβριο του 1827, ακολούθησε η διάλυση. Η αντιζηλία ανάμεσα στα πολεμικά σώματα ανατολικής και δυτικής Κρήτης ο, προσωπικές αντιθέσεις των οπλαρχηγών, η εχθρότητα του ντόπιου πληθυσμού προς τους «ξενομπάτες» που «ήρθανε να κάτσουνε στο σβέρκο του», ήτανε τα κύρια αίτια της αποτυχίας.

Στους χαλεπούς καιρούς που ακολούθησαν, πολλοί από τους απομονωμένους πολεμιστές στη Γραμβούσα αναγκάστηκαν να γίνουν πειρατές, για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή. Τούτο, καθώς είναι γνωστό, προκάλεσε την επέμβαση των Αγγλογάλλων, την κατάληψη του κάστρου και την παράδοση του στον Έλληνα Κυβερνήτη. Φρουρά με Ευρωπαίο διοικητή εγκαταστάθηκε στο οχυρωμένο νησί (Ιανουάριος του 1828). Ο Βασίλης Χάλης, πρόεδρος τότε του Κρητικού Συμβουλίου, της προσωρινής επαναστατικής αρχής του νησιού, αγωνίζεται πότε ζητώντας τη βοήθεια του Καποδίστρια, πότε προσπαθώντας να συνενώσει τους διασκορπισμένους επαναστάτες, να ξανανάψει τη σχεδόν σβησμένη φλόγα του αγώνα στην Κρήτη. Ξέρει πως μόνο έτσι υπάρχει πιθανότητα να περιληφθεί η ιδιαίτερη πατρίδα του στο Ελληνικό κράτος που μελετούν οι Μεγάλες Δυνάμεις να ιδρύσουν. Μέσα στη μέριμνα και την αγωνία για τα κοινά, δοκιμάζει ξανά τον πόνο από τα θάνατο του δεύτερου αδελφού που χάνει στον αγώνα της λευτεριάς.

Ο Γιάννης Χάλης, γενικός αρχηγός των στρατευμάτων της Κρήτης, που είχε συνοδεύσει το Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη στα Σφακιά, πέθανε, το Μάιο του 1828, στην Ίμπρο, στο σπίτι του συντέκνου του Μανουσογιαννάκη, άρρωστος από πνευμονία, λίγες ήμερες ύστερα από την καταστροφή του Φραγκοκάστελλου. Ο γέρος Καντουνοβαγγέλης, όπως και άλλοι γέροντες του χωριού, είχαν άλλη άποψη για το θάνατό του… «Ο Ιωάννης Χάλης ήτο ο δεύτερος της αδελφικής τριάδος βλαστός. Αν ο Ιωάννης συνήνωνε και τα κενά του Βασιλείου βουλεύματα προς τοις στρατιωτικοίς αυτού πλεονεκτήμασιν, ήθελεν αποτελεσθή σύνολον αληθώς σπάνιον και εξαίσιων. Ήτο ανήρ ωραίος την μορφήν και το σωματικόν παράστημα τέλειος- ήτο τύπος Αχιλλέως αλλ’ ουχί και Οδυσσέως. Οι υπ’ αυτόν ενθουσιαζόμενοι εκ των φιλότιμων πολλάκις και μετ’ ευτραπελιών παρορμήσεων και επιπλήξεων ορμών προς τους κινδύνους απεριόπτως. Ων φύσει οξύθυμος, όπερ ουκ ολίγον αυτόν εζημίουν, εκόλαζε ταχέως την οξυθυμίαν δι’ αμνησικακίας και αγαθότητος επεράστου. Ταχύς ως βέλος ριπτόμενος εις τας μάχας, τοσούτον εθαυμάζετο, ώστε και υπ’ αυτών των δεινών των Σφακιών πολεμιστών δεν εφθονείτο και υπ’ αυτού του μεγάλου Καραϊσκάκη, υφ’ όν συνηγωνίσθη και εν τη Στερεά Ελλάδι, απεκαλείτο το αθάνατο της Κρήτης γεράκι.

Νυμφευθείς εν Γραμβούση απέκτησε πανομοιότυπον υιόν Στέφανον, ο οποίος δεν επέζησεν επί πολύ του πατρός του. Ετελεύτησε δε εν τη ακμή έτι της δράσεως αυτού, διότι μόλις ήγε το 38ον της ηλικίας έτος». (Βασίλ. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης», τόμος Γ’, σελ.28).

Το βαρύ πλήγμα δε λύγισε το Θερισιανό αγωνιστή. Με την ανάληψη δράσης ύστερα από τον ερχομό του αρμοστή, βαρόνου Ρέινεκ, αντιπρόσωπου του Κυβερνήτη στη Κρήτη, τον Ιούλιο του 1828, ο Βασίλης Χάλης δίνει το παρών στη μάχη. Μαζί με τον Αντρέα Παναγιωτάκη κι άλλους οπλαρχηγούς ορμούν εναντίον των Τούρκων στο Πρόβαρμα και στη Μαλάξα και την 1η Αυγούστου, ύστερα από τρίωρη μάχη τους διώχνουν από τις θέσεις τους. Οι συγκρούσεις απλώνονται στην Κυδωνία, στον Αποκόρωνα και στο Ρέθεμνο. Τότε είναι που ο Ρέινεκ απονέμει τον τίτλο του στρατάρχη στον Χάλη, καθώς και στους Σφακιανούς Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη και Βαρδουλομανούσο, το Ρεθεμνιώτη Γιώργη Τσουδερό και τον καστρινό Παναγιώτη Ζερβουδάκη, αναθέτοντας τους τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων του νησιού. Η επανάσταση ξαναζωντάνεψε με αξιόλογες νίκες στα Χανιά, στο Ρέθεμνο, στη Μεσαρά και με εκστρατεία 2.500 πολεμιστών, στην ήσυχη ως τότε Σητεία.

Όμως η τύχη της Κρήτης είχε πια κριθεί από του δυνατούς της Ευρώπης. Οι Αγγλογάλλοι ζητούσαν από τα αντίπαλα μέρη να σταματήσουν τον πόλεμο. Στην τριμελή επιτροπή που ορίστηκε από το Κρητικό Συμβούλιο για τη συζήτηση με τους Τούρκους τους όρους της ανακωχής, περιλαμβάνεται και ο Βασίλης Χάλης (οι άλλοι δύο ήταν ο Μάρκος Καλούδης, αντιπρόσωπος του Ρεθύμνου και ο Φραγκίσκος Λιμπρίτης της Ανατολικής Κρήτης). Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε αδιέξοδο και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν. Στο Γαρίπα των Περβολιών ο Βασίλης Χάλης αντιμετώπισε νικηφόρα, με τη βοήθεια του Πίπου και του Αντώνη Σήφακα, ένα σώμα από 700 Τούρκους.

Το 1829 περνά με την αδιάκοπη πολεμική δραστηριότητα, του καινούργιου αρμοστή Χάιν, με τους επαναστάτες να κυριαρχούν σ’ όλη σχεδόν την κρητική ύπαιθρο και με τους Τούρκους να αποφεύγουν να μπλέκονται σε άσκοπες μάχες μια και είναι σίγουροι για το μέλλον του νησιού.

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου 1830), που καταδικάζει επίσημα την Κρήτη να μείνει στις αλυσίδες της σκλαβιάς, γεμίζει αγανάχτηση και πίκρα το λαό της. Στις Καλύβες του Αποκόρωνα όπου έρχονται ο Γάλλος πρόξενος των Χανιών μαζί με έναν πλοίαρχο Δεριγνί, για να ανακοινώσουν την απόφαση των Δυνάμεων και να απαιτήσουν την κατάπαυση του πολέμου και την υποταγή στο Σουλτάνο, ο Βασίλης Χάλης γίνεται η φωνή της βασανισμένης και αδικημένης Κρήτης. Με το σπαθί του λόγου, που ξέρει να χειρίζεται το ίδιο άξια με το πολεμικό σπαθί, περιγράφει τα παθήματα των Κρητικών στα χρόνια της δουλείας και τους πολύχρονους και υπεράνθρωπους αγώνες τους για τη λευτεριά, κατακρίνει την απάνθρωπη σκληρότητα των δυνατών και διακηρύσσει την απόφαση των επαναστατών να χαθούνε καλύτερα όλοι πολεμώντας, παρά να δεχτούν ξανά τον βάρβαρο ζυγό.

Λόγια αυθόρμητα και ειλικρινή που αναβλύζουν από τη θέρμη μιας πατριωτικής καρδιάς. Αποφάσεις που η ψύχραιμη λογική θα υποχρεωθεί σιγά σιγά να αναιρέσει. Με όλες τις συσκέψεις και τα απανωτά διαβήματα προς τον Καποδίστρια και τις Μεγάλες Δυνάμεις, με όλες τις γνώμες να κρατηθούν οι κατεχόμενες θέσεις και να συνεχιστεί η επανάσταση, όλοι βλέπουν πια πως δεν μπορούν να τα βάλουν με την Ευρώπη. Ο ίδιος ο Χάλης δίστασε την τελευταία στιγμή να συλλάβει, σύμφωνα με ένα παράτολμο σχέδιο, το Γάλλο φρούραρχο της Γραμπούσας, προκειμένου να καταληφθεί το κάστρο της και να γίνει ακόμη μια φορά ορμητήριο αγώνων.

Η τελευταία διαμαρτυρία υπογράφτηκε στις Μαργαρίτες του Μυλοποτάμου, στις 23 Νοεμβρίου του 1830. Στο μεταξύ οι δυνάμεις των Αιγυπτίων, στους οποίους παραχωρήθηκε η Κρήτη, εκστρατεύουν εναντίον των επαναστατών. Τελειώνοντας το 1830, ο δεκάχρονος σηκωμός έχει πια σβήσει οριστικά στο νησί. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές γυρίζουν στα ρημαγμένα σπίτια τους ή φεύγουν στο λεύτερο ελληνικό κράτος.

Ανάμεσα στους τελευταίους είναι κι ο Βασίλης Χάλης. Στη Μινώα (Τολό, σήμερα οι περισσότεροι κάτοικοί του είναι Κρητικοί) του Ναυπλίου, όπου εγκαταστάθηκε, εκλέχτηκε από τους πρόσφυγες Κρητικούς πρώτος Δήμαρχος Μινώας, για να παραδώσει τη θέση σε άλλο συμπατριώτη του, όταν κατατάχτηκε διοικητής με το βαθμό του τετράρχη (συνταγματάρχη) στον τακτικό στρατό, σε μία από τις δύο τετραρχίες της Βασιλικής Φάλαγγας που σχηματίστηκαν από Κρητικούς.

Δέκα χρόνια έκλεισε ο Θερισιανός αγωνιστής στην ηπειρωτική Ελλάδα. Χρόνια γλυκόπικρα όπου την ικανοποίηση από τις τιμές και τη φιλία του βασιλιά Όθωνα, που του άρεσε να ακούει από το στόμα του τις περιπέτειες και τα κατορθώματα του, έρχονται να σκοτεινιάσουν οικογενειακές συμφορές -θάνατοι των δυο γιων του- και η μόνιμη νοσταλγία της δούλης πατρικής γης.

Όταν στα 1841, με τη ρήξη ανάμεσα στο Σουλτάνο και στο Μεχμέτ Αλή, η Κρήτη ξαναγυρίζει στον παλιό της αφέντη, ο Βασίλης Χάλης, όπως και πολλοί άλλοι αυτοεξόριστοι συμπατριώτες του, νομίζει πως ήρθε η κατάλληλη ώρα για μια καινούργια εξέγερση του νησιού. Πρωτοστατεί στις ενέργειες για στρατολογία εθελοντών, για αγορά πολεμοφοδίων και τροφίμων, και αφού παραιτείται από το βαθμό και τη θέση του στη Βασιλική Φάλαγγα, κατεβαίνει ξανά στην Κρήτη αρχηγός ενός επαναστατικού σώματος.

Είναι γνωστή η τύχη της νέας τούτης απελευθερωτικής προσπάθειας, που ονομάστηκε «Επανάσταση του Χαιρέτη». Με τους ντόπιους Κρητικούς απρόθυμους να αποδυθούν σε έναν αγώνα με αμφίβολη έκβαση, ενώ ήταν ακόμη νωπές οι αναμνήσεις από τα δεινά του προηγούμενου σηκωμού.

Έτσι ο Βασίλης Χάλης ξαναβρίσκεται στην Πρόνοια του Ναυπλίου, με όλες τις συνέπειες, της καινούργιας αποτυχίας. Τα λίγα χρόνια που του μέλλεται να ζήσει ακόμη, θα είναι χρόνια δυστυχίας. Έχοντας χάσει τη θέση του αξιωματικού στον ταχτικό στρατό υποφέρει οικονομικά Περισσότερο όμως και από την ανέχεια τον θλίβει η στάση του Όθωνα απέναντί του. Ο μονάρχης του στερεί την εύνοιά του, μαθαίνοντας πώς ο Χάλης ήταν ένας από τους αρχηγούς της επανάστασης που, όταν αντιλήφθηκαν την αποτυχία της, είχαν προτείνει στην Αγγλία την ίδρυση στην Κρήτη μιας ηγεμονίας υποτελούς ή ανεξάρτητης, κάτω από την προστασία της κραταιάς τότε θαλασσοκράτειρας.

Το τελικό όμως πλήγμα, αυτό που ίσως τον οδήγησε στον τάφο, ειν’ ο θάνατος του τρίτου και στερνού γιου του, του Νικόλα, που σπούδαζε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Μονάχου. Σαράντα μέρες ύστερα από την ταφή του γιου του, πέθανε κι ο ίδιος το Φεβρουάριο του 1846, σε ηλικία λίγο παραπάνω από εξήντα χρονών.

Χώματα ελληνικά, όχι όμως τα χώματα της αγαπημένης του Κρήτης, δεχτήκανε το σώμα του.

Στη ξενιθιά παρέδωσε, στο χάρο τη ψυχή του,
γλυκιά μου Κρήτη φώνιαζε, στην ύστερη στιγμή του
Θε μου κι είντα ναι οι Κρητικοί κι έχουνε έτσα θάρρη
θεριού ψυχή χουν μέσα τους, γη του θεού τη χάρη.

Το όνομα και οι πράξεις του πέρασαν στα βιβλία των ιστορικών των κρητικών αγώνων, όχι πάντα με αντικειμενικότητα, μια κι οι συμπάθειες ή οι αντιπάθειες δεν έλειψαν αρκετά χρόνια ύστερα από τα γεγονότα. Ο Παπαδοπετράκης λ.χ. όντας Σφακιανός δεν μπορεί να ξεχάσει πως ο Χάλης άνηκε στην παράταξη των Γραμπουσιανών κι αδιάκοπα προσπαθεί να τονε μειώσει, ενώ στον Ψιλάκη, μ’ όλη την έγνοια του γι’ αντικειμενικότητα, συχνά φαίνεται η διάθεση να παραβλέψει τις σκιές και να δικαιολογήσει τα σφάλματα και τις αδυναμίες του Θερισιανού αγωνιστή, «ο οποίος», γράφει, «κατ’ ευτυχίαν μου ήτο και ανάδοχος εμού εν προνοία Ναυπλοίας.» («Ιστορία της Κρήτης», τόμος Δ’, σελ.133) κι εκεί κλεισμένα λησμονήθηκαν τόσο από τον πολύ κόσμο όσο κι από το επίσημο κράτος. Μόνο ίσως οι απόγονοι από τις τρεις θυγατέρες του και οι φιλίστορες συντηρούσαν τη μνήμη του.

Χρειάστηκε να περάσουν 125 ολόκληρα χρόνια από το θάνατό του, για να αξιωθεί να τιμηθεί με προτομή, που στήθηκε στο κέντρο των Χανίων, πλατεία 1866 της πόλης που προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις του να λευτερώσει. Συγχρόνως ο κεντρικός δρόμος που συνδέει αυτή τη πλατεία, με το λιμάνι των Χανίων προς τιμή των, ονομάστηκε ΟΔΟΣ ΧΑΛΗΔΩΝ.

«Πατρίς», έγραφε ο Μακρυγιάννης, «να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μια φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβημένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν…»

Τιμή σ’ αυτούς π’ ανοίξανε τση λευτεριάς το δρόμο
κι εσήκωσαν για χάρη της βαρύ σταυρό στον ώμο

ΠΑΤΕΝΤΑ

Εκλέγομεν σήμερον, διά τας καλάς και πιστάς εκδουλεύσεις του και προβιβάζομεν εις τον βαθμόν του τετρακοσιάρχου του φιλογενέστατου κύριου Βασίλειου Χάλη, τον οποίον διορίζομεν να είναι μετά του πεντακοσιάρχου κυρίου Γεωργίου Δασκαλάκη από τον όποιον θέλει λαμβάνει και τα μουέτζια του εις κάθε καιρόν θέλει συμβουλεύεται μετά του πεντακοσιάρχου κυρίου Δασκαλάκη και με την οδηγίαν εκείνου θα κινείται εις κάθε πολεμικήν δούλευσιν, να είναι ετοιμότατος εις κάθε προσταγήν μας, και πάντοτε με τους στρατιώτας του έτοιμος να τρέχει όπου η χρεία καλέσει και όπου με κοινήν γνώμην και συμβουλήν και τον ανωτέρω πεντακοσιαρχον ήθελε κριθεί εύλογον να φυλάττει ή να πολεμά.

Να φυλάττει καλώς τους νόμους της Σεβαστής και Κραταιοτάτης ημών Αρχής, να παιδεύει, αναλόγως τους πταίστας και άτακτους από τους υπό την εξουσίαν του και κατά το πταίσιμον να ραπορτάρει και εκ ημάς με πάσαν αλήθειαν, διά να λαμβάνει την υπεράσπισίν μας εις κάθε συμβεβηκός – διότι εαν παραβεί τι και δεν φυλάττει ακριβώς όλα καθώς οι Ιεροί μας Νόμοι, προστάζουσι, θέλει παιδεύεται αυστηρώς. Ούτω γενναίε τετρακοσίαρχε ποίει διά να προβιβασθείς και εις ανώτερα εντός ολίγου και να τιμηθείς παρά της Σεβαστής και Κραταιός μας Αργής και παρά του Γένους.
Εξεδόθη εις Λουτρόν τη 19η Νοεμβρίου 1821
Αρχιστράτηγος της Κρήτης
ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΕΦ

Ημείς οι έγκριτοι και προεστώτες του Καστελλίου των Σφακιών εγνωρίζομεν και ημείς τον όπισθεν φιλογενήν κύριον Βασίλειον Χαλάκην διά τετρακοσιάρχω και τον διορίζομεν, να υπόκειται εις τον πολυγενέστατον κύριον Γεώργιον Δασκαλάκη πεντακοσιάρχω εν Λουτρώ τη αυτή ημέρα.

Οι έγκριτοι του γένους.
Πανευγενέστατοι πρόκριτοι, και διοικηταί του γένους προσκυνώ σας Επληροφορήθημεν από μερικούς χριστιανούς όπου έφυγαν από διάφορα χωριά της Κισσάμου οι οποίοι ήλθον προσκεκολλημένοι εις ημάς όπου να προφθάσωμεν το συντομότερον να πάμε να τους σηκώσωμεν, διότι εκαταχάρησαν οι Τούρκοι να σκοτώνουν τους άνδρας και να σκλαβώνουν τα γυναικόπαιδα, μάλιστα τους μετρούν και τους καταγράφουν λέγοντες τους να πάρουν να κάμουν (δυσανάγνωστη λέξη) ποθενά και είναι ο σκοπός τους φαίνεται διά να τους χαλάσουν, λοιπόν είναι χρεία να τρέξωμεν να τους βοηθήσωμεν, τώρα μάλιστα είναι καιρός έχομεν και ημείς εδώ ευχέρειαν, ήλθαν και τα άρματα οπού να τους δώσωμεν και θα βαστάξουν ύστερα τον τόπον τους, μόνον αν αγαπάτε γράψετε γράμματα των καπετάνιων να μαζώξουν ασκέρι να έρχονται να κινήσωμε συν Θεώ, και ελπίζομεν να τους νικήσωμε τώρα, δεν πρέπει να καρτερώμεν την άνοιξην, διατί ημπορεί να έλθει μαντάτο της Τουρκίας να μην έχομεν τότε καιρόν. Στέλνω και τον αυτάδελφόν μου προς καλιοτέραν πληροφορίαν, διά να μας δοθούν και ημάς μερικά τουφέκια από εκείνα οπού ήλθον, και καθώς κάμετε με τον καπετάν Σήφην και με τους άλλους, ας γένει και με ημάς. Μετρητά εις το χέρι δεν έχομεν, μόνον κρέτητα. Στείλετε μας και ας μας γένει διωρίαν και αποκρινόμεθα ωσάν τιμημένοι. Έτζι σας παρακαλούμεν να γένει και μην έχετε και υποψίαν, και κάμετε και τους δυνατούς τρόπους σας όπου να κινήσωμεν αυτήν την εκστρατείαν μία ώραν πρωτύτερα, τώρα όπου κινδυνεύουν οι αδελφοί μας χριστιανοί τον καιρόν και αν μας δώσει ο Θεός την νίκην. Έχει η Κίσσαμος και το Σέλινον λάδια, κούρους και λάφυρα όπου να ενδυναμώσωμεν και την γενικήν κάσαν (ταμείο) μας, και να βοηθήσωμεν και των πτωχών αδελφών μας.
Ταύτα και προσκυνώντας σας μένω ως αγαπητοί αδελφοί.
Τη 5η Ιανουαρίου από Γαρίπαν
Βασίλειος Χαλάκης

Αρ. 102
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Προς τον κ. Β. Χάλη αρχηγόν των όπλων των επαρχιών Αποκορώνου Κισσάμου Κυδωνιών και Σελίνου
Ελάβομεν υπ’ όψιν την αναφοράν σου της 7 Οκτωβρίου και επανεκτιμήσαμεν ευχαρίστως την προθυμίαν και τον ζήλον, τα οποία δεικνύης εις βελτίωσιν της παρούσης καταστάσεως της Κρήτης.
Εις την βελτίωσιν ταύτην σπεύδοντες να συνδράμωμεν και ημείς καθόσον μας συγχωρούσιν αι παρούσαι περιστάσεις, διατάττομεν σήμερον, κατά την αίτησίν σου, τον κ. Αίνα, φρούραρχον Γραμβούσης να παραδώση εις το Κρητικόν Συμβούλιον ικανά όπλα εκ των όσων έτι έχει ποσότητα πολεμοφοδίων εις τας Εθν. αποθήκας προς δε να στείλη και προς σε εξ αυτών τα αναγκαιούντα.
Δεν αμφιβάλλομε, ότι, ενωμένος με τους λοιπούς συμπολίτας σου θέλετε σπεύση διά της ακριβούς εκπληρώσεως των χρεών oac δειχθήτε άξιοι της προς υμάς ευνοίας και υπολήψεως της Κυβερνήσεως.
Εν Ναυπλίω τη 19η Οκτωβρίου 1829

Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ I. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
(Επιστολή προς το ναμπρό του Ν. Ανδρική)

Φίλτατέ μου,εχθές βράδυ εφθάσαμεν εδώ εις Κάβο Μαλέα ευρήκαυεν την Δελητάκην και τους Χαιρέτηδες κατά επιθυμίαν μας απόψε αναχωρούμεν συν Θεώ διά την πατρίδα όλοι ομού και καθώς είναι ο καιρός ελπίζω να ξημερωθούμεν εκεί ήγουν εις το Λαφονήσι και να ιδούμεν από πού θα εύγομεν. Δώσε λοιπόν την είδησιν αμέσως εις την ο.κογένειάν μας την οποίαν γλυκοασπάζομαι καθώς και όλους τους πατριώτας σαςασπάζομαι παρομοίως με την φαμέλιάν σας και μένω εύχομαι καλήν αντάμωσιν να αξιώσει ο άγιος Θεός!
τη 7η Φεβρουαρίου 1841, ο πεθερός σου Β. ΧΑΛΗΣ

Ντοκουμέντο του 1828
Έγγραφον του Κρητικού Συμβουλίου (κρητικής κυβέρνησης).
Αριθμ. 4325.

Το Κρητικόν Συμβούλιον δηλοποιεί ότι:
Οφείλονται εις στο στρατάρχη Βασίλειον Χάλη γρόσια 8.160 διά 408 οκάδες σιτάρι το οποίον παρέδωσε επί της εκστρατείας του Ηπειρώτου Χατζημιχάλη Νταλιάνη εις την επιτροπή των Σφακίων και προς τροφήν των στρατιωτών ως η απόδειξίς του.
Εν Βαλή, 8 Ιουνίου 1890.
Κρητικόν Συμβούλιον
Ν. Ρενιέρης, Κ. Κριτοβουλίδης, Α. Ιωαννίδης, I. Μιχαήλ-Τζώρτζης-Σαουνάτος, Γ. Σακόραφος, Ν. Δαμβέργης.

αριθ. 690
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Το Κρητικών Συυβούλιον
Προς τους γεν. οπλαρχηγούς, καπαιταναίους και στρατιώτας της Κυδωνίας Κισσάμου και Σελίνου

Ο κ. Β. Χάλης ελθών ενταύθα ανήγγειλε την προθυμίαν σας εν γένει εις το να υπογράφεσθε κατά την απόφασιν της Πατρίδος τούτο το υπερεπαίνεσε το Συμβούλιον και εύχεται εντός ολίγων ημερών να σας ίδει συσσωματωμένους (ενοποιημένους) και εκτελούντας τα χρέη σας, προς εξασφάλισιν των χριστιανών αδελφών μας.
Σήμερον διατάζει αυστηρά το Συμβούλιον την Δημογεροντία Κυδωνίας και Κισσαμοσελίνου να μην εξοδεύει πουθενά κανέν παρά εκτός εις τας κατεπείγουσας ανάγκας της επισκευής του Φρουρίου, και ελπίζει εντός ολίγων ημερών να ευρεθώσι χρήματα να εξοικονομηθεί το στρατιωτικόν κατά την απόφασιν της Πατρίδος.
Σήμερον ελάβομεν ειδήσεις χαροποιεστάτας διά την Πατρίδα μας, τας οποίας ο κύριος Αρχηγός σας τας είδε και τας εδιάβασε και μάθετε τας απ’ αυτόν.
Υγιαίνετε και προοδεύετε!
Τη 2α Μαρτίου 1829, εν Βαφέα
Τα μέλη: Ν. Οικονόμου, Κ. Κριτοβουλίδης, Α. Φασούλις, Γ. Σακόραφος, Ιω. Μιχαήλ, Ιω. Γεωργιάδης, Θ. Αγαθάκης
Ο γραμματεύς: Παυλ. Ν. Καλογέννητος
(σφραγίδα) ΚρητικόνΣυμβούλιον

αρ. 692
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Το Κρητικόν Συμβούλιον

Προς τον πολιορκητήν των Χανίων, κύριον Βασίλειον Χάλην
Το μέγα κακόν το οποίον προξενείται από ποταπούς ολίγους χριστιανούς οι οποίοι ακόμη διατρίβουν μεταξύ των Τούρκων είναι μέγιστον και βλαπτικότατον εις την πατρίδα.
Τους ποταπούς τούτους πάντοτε ο εχθρός επροσπάθησε να μεταχειρίζεται όργανον διά να απατήσει τους ελευθερόφρονας χριστιανούς, εκ των οποίων παρασύρονται τινές υπό της απλότητος και ανοησίας των.
Το Συμβούλιον πολλάκις διέταξε, και επροσπάθησε κατά πολλούς τρόπους ώστε και τους πρώτους να αποσπάσει από την οποίαν ευρίσκονται ματαιότητα και πλάνην, πιστεύοντες εις τον πάντοτε φαινόμενον άπιστον και απατεώνα εχθρόν των, τους δε δεύτερους να εμποδίζει από του να παρασύρονται εις την απάτην αυτών, και τοιουτοτρόπως να παύσει ολοτελώς την μετά των εχθρών συγκοινωνίαν και σχέσιν των.
Αλλ’ επειδή και τα δύο μέρη εφάνησαν έως τώρα απειθή, το Συμβούλιον σάς διατάττει αυστηρότατα να μεταχειρισθείτε τους πλέον σκληρούς τρόπους εναντίον τόσον των εισέτι ευρισκομένων χριστιανών μετά των Τούρκων των οποίων τα πράγματα μένουν εις την διάκρισιν των στρατιωτών, ζωών δηλαδή και λοιπών πραγμάτων, όσον και διά εκείνους οι οποίοι εμπορούν να έχουν ακόμη την παραμικράν συγκοινωνίαν και σχέσιν με αυτούς. Το κοινόν συμφέρον της Πατρίδος ας σας υπαγορεύσει εις το να μη δείξετε έλεος ούτε την παραμικράν ευσπλαχνίαν δι’ αυτούς, αν είναι και οι ίδιοι αδελφοί και οι πλέον στενοί φίλοι σας.
Το Συμβούλιον προσμένει, ανυπερθέτως την εκτέλεσιν της παρούσης διατάξεως από τη Γενναιότητα σας, διότι εις κάθε απευκταίον συμβάν εκ τούτων θέλετε δώσει η Γαινναιότης σας απολογίαν και εις την Πατρίδα, και εις τον Κυβερνήτην της Ελλάδος.
Τη 20η Μαρτίου 1829,εν Βαφέα
Τα μέλη: Ν. Οικονόμου, Κ. Κριτοβουλίδης, I. Μιχαήλ, Α. Γιαννακάκης, Γ. Σακόραφος, I. Γεωργιάδης, Α. Φασούλις
Ο γραμματεύς: Παύλος Ν. Καλογέννητος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα