Κύριε διευθυντά
η απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ήταν τον Οκτώβριο του 1944 και για την Αθήνα ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός.
Χτυπούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών, όλος ο κόσμος βρήκε στους δρόμους με σημαίες ελληνικές και συμμαχικές, με λουλούδια, αγκαλιές και κλάματα χαράς, για να υποδεχθούν τα ηρωικά παιδιά του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, που πολέμησαν για την λευτεριά της πατρίδας μας. Όλοι οι Έλληνες έγιναν ένα.
Είπαμε ότι τελείωσε ο πόλεμος, θα ζήσουμε ελεύθεροι, αγαπημένοι, συμφιλιωμένοι. Αλλά δυστυχώς συνέβη το αντίθετο.
Τον Δεκέμβριο του 1944, ο ίδιος λαός που πανηγύριζε στην Αθήνα, ο ίδιος λαός αιματοκυλίστηκε. Τον μήνα που γιορτάζουμε τη Γέννηση του Χριστού, που πηγαίνουμε στην εκκλησία, που λένε τα παιδιά τα κάλαντα, που στολίζουμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, που οι οικογένειες μαζεύονται γύρω απ’ το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αυτόν τον μήνα στην Αθήνα, ο ένας σκότωνε τον άλλον, μέρα – νύκτα ακούγονταν μόνο πυροβολισμοί. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχε ρεβίθια χωρίς λάδι και μπομπότα αντί ψωμί.
Σήμερα, κάνω σύγκριση, που τις μέρες αυτές υπάρχει η πανδημία του κορωνοϊού, πεθαίνουν πολλοί συνάνθρωποί μας, τα νοσοκομεία έχουν γεμίσει. Δεν πρέπει όμως να στενοχωριόμαστε, γιατί δεν κάνουμε ρεβεγιόν, γιατί δεν βρισκόμαστε με τους φίλους και γνωστούς, γιατί δεν λένε τα παιδιά τα κάλαντα.
Υπάρχει ανοικτή αγορά, αγοράζουμε δώρα και παιχνίδια για παιδιά και εγγόνια, υπάρχουν όλα τα αγαθά σε αφθονία για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, έστω και με περιορισμένα άτομα. Επίσης, πολύ σημαντικό, ότι υπάρχον συσσίτια για όλους τους φτωχούς συνανθρώπους μας.
Ας κάνουμε λοιπόν ευχή, τώρα θα εμβολιαστεί ο πληθυσμός να απαλλαχτούμε από αυτή την αρρώστια και να είμαστε του χρόνου καλά.
Τον Δεκέμβριο του 1944, ήμουν 10 χρόνων. Έμενα με την οικογένειά μου στην Αθήνα στο Θησείο και τα γεγονότα αυτά τα έζησα, έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου και δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Γιάννης Φιλιππάκης
συντ/χος κουρέας