Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου, 2025

To ’21 μέσα από τη Λογοτεχνία και την Ιστορία της Τέχνης

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς του υπόδουλου Γένους, είναι ένα ορόσημο για την Παγκόσμια Ιστορία αλλά είναι και το μέγιστο ιστορικό γεγονός για την πατρίδα μας και το έθνος μας.
Ιδιαίτερα, αν λάβουμε υπόψη μας και τις αντίξοες εκείνης της εποχής συνθήκες τις οποίες είχε να αντιπαλέσει η ηρωική προσπάθεια των προγόνων μας.
Από τη μια, η ισχυρά Οθωμανική Αυτοκρατορία, -παρά την οποιαδήποτε παρακμή της- και από την άλλη μια αντιφιλελεύθερη αντιδραστική πολιτική που εκπορεύεται από την Ιερά Συμμαχία στην οποία πρωτοστατούσε ο ανθέλληνας Αυστριακός Καγκελάριος Μέτερνιχ.
Ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης ήταν εθνικοαπελευθερωτικός, δηλαδή σκοπό είχε την δημιουργία εθνικής εστίας, ανεξάρτητου κράτους με την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνικού γένους, αλλά ήταν και κοινωνικοαπελευθερωτικός, με την διασφάλιση κοινωνικής Δικαιοσύνης και την κατάκτηση φιλελεύθερου και δημοκρατικού βίου.

Παράγοντες που συνέδραμαν στην προσπάθεια αυτή του Αγώνα ήταν:

• Οι κλέφτες οι αρματολοί και οι οπλαρχηγοί που πολέμησαν.
«Μάννα, σου λέω, δεν ‘μπορώ ‘ς Τούρκους να δουλεύω, Δεν ημπορώ δε δύναμαι, εμάλιασ’ η καρδιά μου· Θα πάρω το τουφέκι μου, να πά’ να γείνω κλέφτης, Να κατοικήσω ‘ς τα βουνά και ‘ς ταις ψηλαίς ραχούλαις, Νάχω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα, Νάχω τον ουρανό σκεπή, τους βράχους για κρεββάτι, Νάχω με τα κλεφτόπουλα καθημερινό λημέρι».

• Η Φιλική Εταιρία που προετοίμασε και οργάνωσε τον Αγώνα.
«Η Οδησσός άρα, όπου, εν τη οικία του Νικολάου Σκουφά, οι τρεις έλληνες πατριώται, τον Σεπτέμβριον 1814, ίδρυσαν την μυστικήν εταιρίαν, την αναδιοργανωθείσαν ολίγον αργότερον εν Μόσχα υπό των Σκουφά και Τσακάλωφ και ονομασθείσαν υπ’ αυτών Εταιρία των Φιλικών, είναι η πόλις, όπου ελήφθη η απόφασις περί της Ελληνικής Επαναστάσεως…»
«Η απόφασις όμως των τριών ανδρών περί επαναστάσεως, μολονότι οφείλεται εις προσωπικήν αυτών πρωτοβουλίαν και αναμφισβητήτως επέφερε επιτάχυνσιν της ιστορίας, ουδόλως υπήρξεν ανεδαφική είτε άκαιρος. Αντιθέτως, απετέλει αύτη οργανικήν κατάληξιν παλαιάς και προσφάτου παραδόσεως, συνεχούς σχεδόν, και εξέφρασε την μυχίαν έφεσιν του έθνους. Η απόφασις περί της επαναστάσεως και η ίδρυσις της Φιλικής Εταιρίας παρουσιάζονται ούτω ως ο καρπός προηγηθείσης μακράς κατεργασίας, ήτοι της μακράς επαναστατικής παραδόσεως εν τη υποδούλω Ελλάδι, ενταθείσης κατά τον τελευταίον αιώνα της δουλείας, και της πλουσίας ελληνικής εταιριστικής κινήσεως, ιδία μεταξύ των ελλήνων των παροικιών.
Προηγήθησαν δε της αποφάσεως περί επαναστάσεως, αι μεγάλαι πρόοδοι του έθνους εις το εμπόριον, την ναυτιλίαν και τα γράμματα, κατά την τελευταίαν εικοσαετίαν του 18ου αιώνος και την πρώτην δεκαετίαν του 19ου αιώνος, προκαλέσασαι ενίσχυσιν του εθνικού φρονήματος και της αυτοπεποιηθήσεως των ελλήνων, και παραλλήλως τα μεγάλα πολεμικά γεγονότα της Ευρώπης και αι αναστατώσεις του Χάρτου αυτής, δημιουργήσασαι την ελπίδα ταχείας εθνικής απελευθερώσεως, πρωτοβουλία των Χριστιανικών Κυβερνήσεων…»

• Οι Λόγιοι, πεφωτισμένοι ιεράρχες και οι Διαφωτιστές του Γένους που εμψύχωσαν με τον φλογερό, πατριωτικό τους λόγο αλλά και παραδειγμάτισαν με τη στάση τους: Κοσμάς Αιτωλός, Αδ. Κοραής, Ρήγας Φεραίος.
Ο Θούριος του Ρήγα αποτελεί μνημείο αναφοράς της περιόδου:
«Ως πότε, παλικάρια, να ζώμεν στα στενά
μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες, στα βουνά;»
«Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς; Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή. Τι σ’ ωφελεί κι αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά; Στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά».

• Η φιλοπρόοδος αστική τάξη των καπεταναίων και των εμπόρων ευεργετών, συνεπικουρούμενη από τον παροικιακό Ελληνισμό που χρηματοδότησε τον Αγώνα στα πρώτα βήματά του αλλά και που συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός φιλελληνικού κλίματος στο Ευρωπαϊκό στερέωμα, ιδιαίτερα ωφέλιμου την διάρκεια της Επανάστασης.
Η συμμετοχή και η αυτοθυσία πολλών φιλελλήνων την περίοδο της Επανάστασης, “προεξάρχοντος του Λόρδου Βύρωνα” που υμνήθηκε ως ηρωική πράξη και από τον Εθνικό μας ποιητή Δ. Σολωμό. Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάυρον:

«Λευθεριά, για λίγο πάψε
Να χτυπάς με το σπαθί
Τώρα σίμωσε και κλάψε
Εις του Μπάιρον το κορμί…

Πρώτοι ας έλθουνε οι Σουλιώτες,
και απ’ το Λείψανον αυτό
ας μακραίνουνε οι προδότες
και απ’ τα λόγια οπού θα πω»

Η εξέγερση του 1821 ήταν απότοκος πλειάδας Επαναστάσεων – Προεπαναστατικών κινημάτων, τοπικών ξεσηκωμών, που έκαναν έκδηλη την αποφασιστική προσήλωση των Αγωνιστών στο σύνθημα “Ελευθερία ή Θάνατος”.
Γεγονότα κορυφαία που διατρανώνουν και επισφραγίζουν τη στάση αυτή είναι οι πράξεις αυτοθυσίας και πρωτοφανής γενναιότητας που συντάραξαν ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο.
Από τον Ολυμπο στη Μάνη, από το Σούλι στα Σφακιά, από το “Εχετε γεια Βρυσούλες” μέχρι το “Πότε θα κάμει ξαστεριά”.
«Πότες θα κάμει ξαστεριά, πότες θα φλεβαρίσει
να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα, να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω, να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες, να κάμω και μωρά παιδιά να ‘ναι δίχως μανάδες…»

Κάθε τόπος και μια εστία Επανάστασης, κάθε μέρα και μια σελίδα αιματόβρεκτου Αγώνα. Τι να πρωτοθυμηθούμε και τι να πρωτοαναφέρουμε.
Τη μαρτυρική μορφή του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα, την ατρόμητη στάση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, τη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια από τον Γέρο του Μοριά, την ηρωική δράση του Γεώργιου Καραϊσκάκη στη Ρούμελη, την αυταπάρνηση του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι.
Ο Μ. Μητσάκης αναφερόμενος στο τελευταίο θα γράψει “Το φίλημα”:
«Στο Μανιάκι, στην κορυφή του λόφου, από τους τριακόσιους μαχητές δεν απόμεινε ούτε ένας ζωντανός…».
«Και ο Αιγύπτιος ανεβαίνει μέσα σε καλπασμό αλόγων και κλαγγή ξιφών, σε ήχους τυμπάνων και σαλπίγγων βοή, ενώ οι σημαίες του υψωμένες κυματίζουν στον εσπερινό άνεμο…»
«- Κρίμα, να χαθούν τέτοιοι λεβέντες!
Και βλέπει, βλέπει γύρω, βλέπει θαυμάζοντας, βλέπει απορώντας, σαν να μην πιστεύει ότι χάθηκαν τέτοιοι άντρες.
– Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έτρεξαν, έδειξαν το πτώμα, διάβροχο από τον ιδρώτα του αγώνα, με καταρρακωμένα φορέματα, μαύρο από τον καπνό.
– Σηκώστε τον, πιάστε τον… Πλύντε τον, πλύντε το παλικάρι…
– Στήστε τον εκεί από κάτω…
Οι άντρες κρατώντας τον προχώρησαν προς το δέντρο που τους έδειξε, τον άφησαν στη ρίζα του, τον ύψωσαν και τον ακούμπησαν, τον στερέωσαν όρθιο στον κορμό του, σα ζωντανό. Έπειτα τραβήχτηκαν, απομακρύνθηκαν. Το πτώμα απόμεινε ακίνητο, με προτεταμένο το θώρακα και ψηλά το κεφάλι.
Τότε ο Ιμπραήμ πλησιάζει αργά προς το δέντρο, στέκεται και βλέπει σιωπηλά το πτώμα του αντιπάλου του και στο φως της Σελήνης, που ανάτελλε την ώρα εκείνη, κατακόκκινη, σα να είχε βαφεί και αυτή από το χυμένο αίμα, φιλεί τον όρθιο νεκρό!»

Το αποκορύφωμα του Αγώνα υπήρξε το δοξασμένο και αμάραντο Μεσολόγγι με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, την ηρωική έξοδο και το ολοκαύτωμά του.
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει· Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: “Έρμο τουφέκι σκοτεινό,τι σ’ έχω ’γώ στο χέρι; Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει”. […]
Με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες γλώσσες κρένει
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

Θα αποτελούσε παράλειψη, εάν δεν κάναμε λόγο για τον Αγώνα στη θάλασσα και τη θρυλική μορφή του Ανδρέα Μιαούλη, του Κων/νου Κανάρη, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, αλλά και τα δεινά που υπέστησαν οι νησιώτικες περιοχές από τα αντίποινα και τις πράξεις αντεκδίκησης των βαρβάρων, “Τα ηφαίστειά μας,” όπως αναφέρει στην ομώνυμη ωδή του ο Ανδρέας Κάλβος, αλλά και τόσο επιγραμματικά απαθανατίζει ο Εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στις Σφαγές της Χίου και των Ψαρών.
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλικάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γινωμένο από λίγα χορτάρια που ‘χαν μείνει στην έρημη γη».

Σήμερα, ανατρέχοντας στα γεγονότα της Παλιγγενεσίας αισθανόμαστε υπερήφανοι και συγκινημένοι για τον τιμημένο Ελληνικό Αγώνα. Σε μια εποχή κρίσιμη, όπως η σημερινή, όπου ο Ελληνισμός δέχεται επικίνδυνες βολές από τους εχθρούς του επιβάλλεται να σταθούμε προσεχτικά σ’ ορισμένα θέματα που αφορούν τις περιόδους κάμψης, κατάπτωσης και εκφυλισμού που γνώρισε η Ελληνική Επανάσταση.
Να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και να αποτελέσουν για μας τους Νεοέλληνες τα σημεία αυτά “Εργα πολιτικής διδαχής προς αποφυγήν”.
Αποτελούν μελανές σελίδες του Αγώνα ο Εμφύλιος, μεταξύ πολιτικών και οπλαρχηγών, τότε που ο ήρωας των Δερβενακίων, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, παρέμεινε σε κρίσιμες ώρες για το έθνος έγκλειστος στις φυλακές.
Τότε που ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε από αδελφικό χέρι και πλήθος άλλων αγωνιστών βρέθηκαν αποδιωγμένοι και ταπεινωμένοι.
Την εποχή που το Επαναστατικό έργο βάραινε τους ώμους κάθε Έλληνα βρέθηκε μια μερίδα από Πρόκριτους, Κοτζαμπάσηδες, που προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, αποδυνάμωσαν με τις ενέργειές τους το δίκαιο Ελληνικό Αγώνα.
“Η Διχόνοια” -θα γράψει ο Εθνικός μας ποιητής- “που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή,
καθενός χαμογελάει
“πάρτο” λέγοντας, “και συ”… […]
Μην ειπούν στον στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
“εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά”.

Οι πολύτιμες παρακαταθήκες του Αγωνιστή του ’21, Στρατηγού Μακρυγιάννη, στα Απομνημονεύματά του σηματοδοτούν ως ανεκτίμητη αναφορά την πορεία του Έθνους.
Η ανάγκη να εκφράζουμε δράση συλλογικής συνείδησης και όχι ατομικής “Είμαστε στο Εμείς και όχι στο Εγώ”.
«Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: “ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”;
Οταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ” όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”. Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε, όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: “Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες” -αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας- ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να ‘χουν την επιρροή για ικανότη” (Β’ 463)».
Υπενθυμίζει ο Στρατηγός το χρέος να υποστηρίζουμε με σεβασμό τις παραδόσεις και να περιφρουρούμε τον πολιτισμό μας και την καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου μας.
«Είχα δυό αγάλματα, σημειώνει ακόμα ‘περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν […]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι αυτά πολεμήσαμε” (Β’ 303)».
Και τέλος η αποφασιστικότητα του Στρατηγού Μακρυγιάννη με την οποία διαδηλώνει το αείζωο της Ελληνικής φυλής, η απάντησή του στον Γάλλο Ναύαρχο Δεριγνύ που προοικονομεί την μετέπειτα φράση του Χ. Τρικούπη: “Η Ελλάς προόρισται να ζήση και θα ζήση”.
«Εκεί που ‘φκιανα τις θέσεις στους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί. Μου λέγει:
– Τι κάνεις αυτού, Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες· τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;
Του λέγω:
– Είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο· ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
– Τρε μπιέν, λέγει κι αναχώρησε ο ναύαρχος. Β’ 169)».
*καθηγητής, συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα