Οι «καταστροφικές» πλημμύρες στην πολιτεία Τενεσί στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 21 ανθρώπους, ανέφεραν χθες Κυριακή οι αρχές σε αυτή την πολιτεία του αμερικανικού Νότου, ενώ δεκάδες άνθρωποι αγνοούνται και συνεχίζονται οι έρευνες για τον εντοπισμό τους, σύμφωνα με τοπικά ΜΜΕ.
Ο προηγούμενος επίσημος απολογισμός έκανε λόγο για 16 νεκρούς.
Στο Τενεσί σημειώθηκαν «ιστορικές», σύμφωνα με τις μετεωρολογικές υπηρεσίες, βροχοπτώσεις που προκάλεσαν τις φονικές πλημμύρες.
Είκοσι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην πόλη Γουέιβερλι, στην κομητεία Χάμφρις, δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας, ο Γκραντ Γκιλέσπι. Το 21ο θύμα βρέθηκε νεκρό σε αγροτική περιοχή, σύμφωνα με τον ίδιο. Ο αρχηγός της αστυνομίας προειδοποίησε ότι ο απολογισμός των θυμάτων υπάρχει κίνδυνος να γίνει ακόμη πιο βαρύς.
Η κομητεία απέχει περίπου μιάμιση ώρα οδικώς δυτικά του Νάσβιλ.
Αρχικά η αστυνομία έκανε λόγο για περίπου σαράντα αγνοούμενους, πάντως πλέον μιλά για περίπου 20, ανάμεσά τους αρκετά παιδιά.
Σύμφωνα με την Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Καταστάσεων της πολιτείας, «22 έως 43 εκατοστά βροχής έπεσαν στην πληγείσα ζώνη του κεντρικού Τενεσί μέσα σε 6 ώρες το πρωί του Σαββάτου» και οι βροχοπτώσεις συνεχίσθηκαν ως και τη νύχτα, προκαλώντας «καταστροφικές» πλημμύρες.
Αξιωματούχοι στη Γουέιβερλι παρομοίασαν τις καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις με κυκλώνα ή ανεμοστρόβιλο, εξηγώντας ότι τεράστιες ποσότητες νερού έπεσαν τόσο γρήγορα που ο κόσμος δεν πρόλαβε να αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο.
Επλήγησαν άλλες τρεις κομητείες. Βρίσκονται σε εξέλιξη επιχειρήσεις εκκαθάρισης του οδικού δικτύου καθώς «γέφυρες και δρόμοι στην πληγείσα περιοχή έχουν κλείσει».
Ο κυβερνήτης του Τενεσί μετέβη στις πληγείσες περιοχές χθες.
Εικόνες που μετέδωσαν τοπικά μέσα ενημέρωσης δείχνουν αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και δρόμους πλημμυρισμένους από τη λάσπη.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε χθες, ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξέφρασε τα «βαθιά συλλυπητήριά του» στις οικογένειες των θυμάτων και διαβεβαίωσε πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι έτοιμη «να προσφέρει τη βοήθειά της» στις ομοσπονδιακές αρχές.