Μάνα θολή και μπερδεμένη
Πώς να σου ξυπνήσω τη μνήμη
να φέρει αυτά που ψάχνεις;
O χρόνος, σε χτυπάει σαν τ’ αγρίμι
πέφτεις πάνω σε στρώμα πάχνης.
Πώς να με αγαπήσεις ξανά
είμαι για σένα μια κόρη ξένη
τα χρόνια μας τα βλέπεις αδειανά
ο νους πετά, μα σε βαραίνει..
Πώς να σου γεμίσω την καρδιά
πώς να σου φέρω του χθες εικόνες;
Στενή η ζωή σου, την ήθελες φαρδιά
πώς να χωρέσεις σε νύχτες μόνες;
Πώς να με νοιώσεις ξανά κοντά σου
τα φιλιά μου σου φαίνονται φτηνά.
Από σένα μα κι από μένα πιάσου
η αγάπη φέρνει κοντά τα μακρινά.
Μάνα μου θολή και μπερδεμένη
το χέρι σου δίνω να πιαστείς.
Σήκω! Μη μένεις άλλο βυθισμένη
δεσμούς να σβήσεις, μη βιαστείς!
Υπέροχο ποίημα! Μιλά για την αγωνία και τον πόνο των φροντιστών, των ανθρώπων δηλαδή που είναι κοντά σε ασθενείς με Αλτσχαιμερ. Το έργο τους είναι σπουδαίο…και η καθημερινότητά τους σκληρή. Το να μη σε αναγνωρίζει ο γονιός σου, είναι κάτι που συχνά σε ακυρώνει σαν άνθρωπο και ας ξέρεις ότι είναι σύμπρωμα της αρρώστιας. Εύχομαι να έχουν κουράγιο όλοι αυτοί που υποφέρουν και να έχουν δύναμη αυτοί που τους φροντίζουν.