Στη θαυμαστή κορυφή του Αγίου Πνεύματος, την πλέον όμορφη κι ενδιαφέρουσα στα Λευκά μας Όρη, όπου συναντιούνται οι τρεις επαρχίες Σφακίων, Αποκορώνου και Κυδωνίας, έφτασα πρώτη φορά το 1953. Τότε δεν υπήρχε το καταφύγιο “Βόλικα” και ξεκινούσαμε από Ραμνή ή Μελιδόνι μέσω Γουρνών ή από τις Χώσες την πεζοπορία.
Με μάγεψε το ψηλότερο, μετά τον Τίμιο Σταυρό στον Ψηλορείτη, εκκλησάκι από ξερολιθιά, χωρίς στέγη, στα 2.254 μέτρα. Έγινε η αγαπημένη μου κορφή και το 1961 έφτασα εκεί μόνος για να τοποθετήσω ένα σιδερένιο σταυρό.
Δεν ασέβησα που αναφέρω δεύτερο τον μακαριστό λάτρη της Μαδάρας Ειρηναίο Γαλανάκη που ήταν και γι’ αυτόν η λατρεμένη του κορφή και από σχετικό δημοσίευμα του αντιγράφω:
«Στα φοιτητικά μου χρόνια πέρασα μαζί με φίλους βοσκούς μια νύχτα του Ιουνίου πάνω στην κορφή του Αγίου Πνεύματος και κρατώ ακόμη τις εντυπώσεις εκείνης της νύχτας, σε ένα ύψωμα μεταξύ ουρανού και γης… Γιατί, αφού η προσευχή του πιστού ανθρώπου που γίνεται στη γη διασκελίζει τα σύμπαντα και φτάνει στον “ουρανό”, γιατί τάχα κι η προσευχή μας από τις Χαλέπες του Αποκόρωνα να μη φτάνει απέναντι στην κορφή του Αγίου Πνεύματος;
Και ΄γω θα ευχηθώ σ’ όλους εκείνους που θέλουν να έχουν πνευματική ζωή (γραμματισμένους και αγράμματους) ψηλότερα από τις κορφές των βιβλίων και των πτυχίων να ΄χουνε την κορυφή του Αγίου Πνεύματος και να στοχάζονται».
Και ένας άλλο ακόμα αγαπημένος της κορφής ήταν ο Νικόλαος Πλατσιδάκης από το Μελιδόνι Αποκορώνου με θαυμάσιο βιογραφικό από εύζωνας στη βασιλική φρουρά κ.λπ., αλλά ζούσε στην Αμερική με την οικογένεια του και δεν μπορούσε να γυρίσει στην πατρίδα μόνος. Είχε γράψει αμέτρητα ποιήματα όπου κάθε φορά με διαφορετικά λόγια υμνούσε τη Μαδάρα και τον Αποκόρωνα. Κάποιες σειρές από δυο τρία καταχωρώ.
ΑΠΟΖΗΤΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Είναι θολά τα μάθια μου, το δάκρυ δε στερεύει
μέρα και νύχτα η σκέψη μου την γ- Κρήτη να γυρεύει.
Στα όνειρα μου τη θωρώ και κάνω να την πιάσω
με τσοι χερούκλες μου τσοι δυο να τη σφιχταγκαλιάσω.
Να τη φιλήσω δυο φορές σαν Μάνα μου την έχω.
Έτσι να γκάψει ο καημός γιατί δεν τον αντέχω.
Στην αγκαλιά τση να βρεθώ σε λήθαργο να πέσω,
σ’ ένα χαράκι, τζουγκρερό την κεφαλή να θέσω.
Να πιω βραστάρι δίκταμο, το στόμα να ξεπλύνω
και σ’ ένα Χαϊνόσπηλιο τη νύχτα να ξωμείνω.
Και στ’ Άγιο Πνεύμα στην Κορφή θα βγω να σεριανίσω,
και τη ζωή π’ απόμεινε να σου τηνέ χαρίσω.
ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Είχε χαράξει η αυγή απ’ έφταξα στην Κρήτη
κι είδα τσι Πάχνες στα μακριά κι ύστερα Ψηλορείτη.
Χτυπά η καρδιά μου δυνατά σαν να ΄τανε αμόνι
τρέχει το δάκρυ ποταμός τα μάτια μου θαμπώνει.
Θολώνει μου και το μυαλό, τα γόνατα λυγίζουν
κι ύστερα τ’ άγια χώματα τα χείλια μου αγγίζουν.
Σήμερο γράφω αναφορά εις το Θεό να μπέψω
από τση Κρήτης τα βουνά να μην ξαναμισέψω.
Τούτα να μόνο σου ζητώ κι αν θες βοήθησε με
στση Πάχνες μόνο ν’ ανεβώ κι εκειά παραίτησε με,
να ζήσω με ξερό ψωμί, ώστε να ξεψυχήσω
και εις το Πνεύμα τ’ Άγιο το σώμα μου ν’ αφήσω.
Όσο θα ζιω θα ν’ έρχομαι Πνεύμα μου στη γιορτή Σου
να προσκυνώ τα Άγια εις την ψηλή κορφή σου.
Αν τύχει κι είναι Κυριακή στο διάβα το δικό μου
θα γονατίσω στην πλαγιά να κάνω τον σταυρό μου,
για να μου δίνει δύναμη να πορπατώ στα πλάγια,
εκειά που κατοικήσανε τα Πνεύματα τα Άγια.
Θε μου δεν σου ζητώ πολλά, γι’ αυτό βοήθησε με
και στσι ψηλότερες κορφές, τον γέρο, ανέβασε με,
να νιώσω σαν τον αετό, εδά στα γεραθειά μου,
που μόνο στσι ψηλές κορφές, εκειά χτυπά η καρδιά μου.
Βρισκόμουνα στο Πεμονιανό Άγιο Πνεύμα, στις Χώσες, στον εσπερινό και το γλέντι, όταν έφτασε λαχανιασμένος από το τρέξιμο στην κατηφοριά βοσκός που ήταν μαζί με τον Νικολή στην ανάβαση, και έφερε το θλιβερό μαντάτο. Από τη νεκρολογία του είχα στα “Χ.ν.” στις 11-6-98 παραθέτω απόσπασμα:
« Για χρόνια στην Αμερική ο Νικολής κοιμόταν και ξυπνούσε με τη λαχτάρα της αποκορωνιώτικης μαδάρας, με το όνειρο πότε να ξαναβρεθεί στο Μελιδόνι, στη Γρηάς τον Σωρό, στο Άγιο Πνεύμα. Αν διαβάσεις τα αμέτρητα ριζίτικα τραγούδια που έχει γράψει για τις Μαδάρες, τους ανθρώπους τους, για κάθε γωνιά του Αποκόρωνα, θα νιώσεις την αγιάτρευτη καθημερινή νοσταλγία του για τον τόπο που έζησε μικρό παιδί σαν βοσκαρούδι. Κάθε χρόνο τόχε τάμα να έρχεται και ν’ ανεβαίνει στην ψηλή κορφή του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της γιορτής του, εκεί στα 2.254 μέτρα, και να κάνει τη δική του απόκοσμη λειτουργία, μιας και αρκετά χρόνια τώρα δεν ανεβαίνει ιερέας ως εκεί.
Έτσι και την Κυριακή 7-6-1998, ο Νικολής άφησε τους πανηγυριώτες που ξεκινούσαν το γλέντι στο χαμηλό Άγιο Πνεύμα, στις Χώσες των Λευκών Ορέων και αργά το απόγευμα, παρέα με βοσκούς της Μαδάρας, πήρε την απότομη ανηφοριά για την κορφή. Πέρασαν όμως τα χρόνια και εκεί στην Αμερική μακριά από τις Μαδάρες και τις πορείες σ’ αυτές, το κορμί βάρυνε. Δεν ήθελε και πολύ να φτάσει στην κορφή, μα αν η καρδιά του τον πρόδωσε, η ψυχή του έμεινε για πάντα εκεί στην κακοτράχαλη κορφή του Αγίου Πνεύματος. Από θεία εύνοια έμεινε εκεί ο Νικολής με την τελευταία του ματιά, πριν ξεψυχήσει, ν’ αγναντεύει και να αγκαλιάζει κάτω τον αγαπημένο του Αποκόρωνα και το Άγιο Πνεύμα πάνω του.
Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα και είναι σίγουρο πως πήρε η ψυχή μέρος στην Αγγελική ξαγρύπνια και λειτουργία που γίνεται εκεί του Αγίου Πνεύματος. Είμαι βέβαιος πως εκεί στο φεγγαρόφωτο έψαλε ύμνους της πίστης και μετά έσυρε το αγαπημένο του ριζίτικο για μια τελευταία φορά. Ώρα καλή Νικολή Πλατσιδάκη. Όπου κι αν τοποθετηθεί το φθαρτό κορμί σου εμείς ξέρουμε πως η όμορφη ψυχή σου έμεινε εκεί στο Άγιο Πνεύμα, στην αποκορωνιώτικη μαδάρα. Είμαι βέβαιος πως αν οι βοσκοί ή οι περπατητές της Μαδάρας περάσουν κάποια νύχτα του Αγίου Πνεύματος από εκεί θ’ ακούσουν τις απόκοσμες ψαλμωδίες σου και θα συγκλονιστούν από το λεβέντικο τραγούδι σου για τη Μαδάρα. Ώρα καλή αητέ της Μαδάρας».