Και διηγώντας τα να κλαις
Πριν αρχίσουμε την ανιστόρηση των γεγονότων που προηγήθησαν της Άλωσης της Πόλης από τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Β’τον επονομαζόμενο Πορθητή, θεωρώ, ότι καλό θα ήταν να γίνει μια σύντομη σκιαγράφηση των δύο πρωταγωνιστών που έλαβαν μέρος σ’αυτήν την κοσμοϊστορικής σημασίας αναμέτρηση -σύγκρουση- δύο αντίθετων κόσμων: του Χριστιανικού και του Μουσουλμανικού.
Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής
Ο Μωάμεθ ήταν ο τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ Β’ και δεν είχε σύμφωνα με το αυστηρό Σουλτανικό περί διαδοχής πρωτόκολλο, καμιά ελπίδα να διαδεχθεί τον πατέρα του και να καταλάβει τον θρόνο. Όταν όμως οι δύο αδελφοί του Αχμέτ και Αλή πέθαναν… μυστηριωδώς, το κληρονομικό δικαίωμα πέρασε αμέσως σ’αυτόν.
Πρώτη του ενέργεια όταν ανέβηκε στον θρόνο (ο Μουράτ πέθανε αιφνιδίως από αποπληξία), ήταν να διατάξει να στραγγαλίσουν τον μικρό ετεροθαλή αδελφό του για να αποκλείσει το ενδεχόμενο διεκδίκησης της εξουσίας στο μέλλον. Μάλιστα θεωρείται ο εμπνευστής αυτού του βάρβαρου και αποτρόπαιου εθίμου σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να δολοφονούνται οι πρίγκιπες –διάδοχοι και υποψήφιοι διεκδικητές της εξουσίας, όταν ανέβαινε νέος Σουλτάνος στον θρόνο.
Όταν κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη ο Μωάμεθ ήταν 22 χρόνων. Μετρίου αναστήματος και γεροδεμένος. Είχε διαπεραστικά μάτια, τοξωτά φρύδια και γαμψή γερακίσια μύτη. Είχε επίσης ανεξάντλητη υπομονή. Μπορούσε να περιμένει χρόνια προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του και υπέρμετρη σκληρότητα.
Ο Αυτοκράτωρ Κων/νος Παλαιολόγος-Δραγάσης
Τι καλύτερη σκιαγράφηση να κάνουμε για τον τελευταίο τραγικό Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο από το να αναφέρουμε την απάντηση που έδωσε ο Μωάμεθ όταν ο τελευταίος στις 21 Μαΐου 1453 του έκανε την πρόταση να του παραδώσει την Πόλη και να φύγει να πάει όπου θέλει, παίρνοντας μαζί του όχι μόνο την περιουσία του αλλά και των αρχόντων του. Και ο Κωνσταντίνος του δίδει την μοναδική απάντηση που μπορεί να δώσει Έλληνας. Ο Ιστορικός της Άλωσης Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής, που είναι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της Άλωσης καταγράφει την απάντηση: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’εμόν εστί, ουτ’αλλού των κατοικούντων ενταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Αυτή είναι η αιώνια, η μυθική κραυγή της πονεμένης Ρωμιοσύνης: «Ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Μετά την σκιαγράφηση των δύο πρωταγωνιστών της συγκλονιστικής αυτής αναμέτρησης ερχόμαστε τώρα στο κυρίως θέμα.
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ
Μετά απ’αυτή την αιώνια την μυθική κραυγή της πονεμένης Ρωμιοσύνης που όμοιά της στην έντασή της, στην έκτασή της, δεν υπάρχει άλλη στον κόσμο αυτό. «Ου σεισόμεθα της Ζωής ημών». Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’εξοργίζεται και με δύναμη 200.000 περίπου ανδρών, κυκλώνει την πόλη των ονείρων του. (Ο Μωάμεθ πάντοτε ονειρευόταν να γίνει κύριος της Κωνσταντινούπολης). Και αρχίζει ένα σφοδρό -σφοδρότατο- ανελέητο σφυροκόπημα των Θεοδοσιανών τειχών με τα κανόνια που κατασκεύασε ο εξωμότης Ούγγρος Ουρβανός, ο οποίος προτίμησε την ηγεμονική αμοιβή του Σουλτάνου από τα πενιχρά χρήματα του Κων/νου. Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται πως η Πόλις εκυριεύθη εξαιτίας των κανονιών του Ουρβανού.
Έτσι μετά από πολιορκία 55 ημερών (Η πολιορκία άρχισε στις 5 Απριλίου 1453) και συγκεκριμένα στις 29 Μαΐου του 1453, την αποφράδα ημέρα Τρίτη, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Θεοδοσίας (που μαρτύρησε επί εικονομαχίας) η Κωνσταντινούπολη, η θρυλική Βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα της άλλοτε πανίσχυρης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καταλύθηκε από τα βαρβαρικά φουσάτα, από τις αφηνιασμένες ορδές του αιμοχαρούς Σουλτάνου Μωάμεθ του Β’ που επονομάστηκε Πορθητής.
«Η Βασιλίς των πόλεων», το καύχημα της Οικουμένης που κατά τη διάρκεια της ιστορικής της πορείας αντιμετώπισε με επιτυχία, περισσότερες από είκοσι πολιορκίες και άντεξε· δεν άντεξε όμως στην τελευταία, όταν τα άλλοτε πανίσχυρα τριπλά τείχη της που πάνω τους συνετρίβησαν τεράστιες στρατιές βαρβάρων κατέρρευσαν από τις αλλεπάλληλες “ºπομπάρδες”του Ουρβανού, και έτσι οι λίγοι γενναίοι υπερασπιστές της, μαζί με τον τελευταίο θρυλικό Παλαιολόγο δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις ατέλειωτες στρατιές των “±πίστων”που σαν βρικόλακες ορμούσαν και παντού σκορπούσαν τη συμφορά και τον θάνατο.
Όμως! Αυτό το όμως πρέπει να τονιστεί όλως –ιδιαιτέρως η Βασιλεύουσα πόλις που την θαύμασαν οι αιώνες δεν έπεσε αμαχητί.
Οι 600 περίπου Βυζαντινοί στρατιώτες και ο Αυτοκράτωρ μαζί με τους 700 από τη Γένοβα της Ιταλίας με επικεφαλής τον Γενουάτη Στρατηγό Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγγο, γνωστότερος ως Ιουστινιάνη, άντεξαν όλες τις επιθέσεις των Τούρκων. Και όχι μόνο άντεξαν αλλά νικούσαν. Έξαλλος ο Μωάμεθ, έφιππος, παρότρυνε με συνεχείς κραυγές και απειλές τα στρατεύματά του.
Και φτάνουμε στις τρεις το πρωί στις 29 Μαΐου 1453, στην μεγάλη τελική τουρκική επίθεση. Ο Κωνσταντίνος γνωρίζει την απόφαση του Μεγάλου Τούρκικου Συμβουλίου των Πασάδων που γίνηκε υπό την εποπτεία του Σουλτάνου. «Εάν και αυτή η επίθεση αποτύχει λύνουμε την πολιορκία. Τα μαζεύουμε και φεύγουμε». Και παροτρύνει τους Βυζαντινούς λέγοντάς τους ότι θα νικήσουν και πάλι με τη βοήθεια του Χριστού.
Επί τέσσερις ώρες οι τουρκικές επιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, όμως οι Βυζαντινοί μάχονται τον ΥΠΕΡ ΟΛΩΝ αγώνα και νικούν. Ναι νικούν. Ο Σουλτάνος αναγκάζεται να διατάξει παύση των επιθέσεων και ο Αυτοκράτορας έξαλλος από χαρά φωνάζει –κραυγάζει «Νενικήκαμεν». Την ίδια ώρα απ’όλα τα σημεία των τειχών στέλνονται σήματα νίκης. Αυτή την ώρα συμβαίνουν, αν είναι δυνατόν, ταυτόχρονα δυο τρομερά πράγματα. Στο βορειότερο άκρο των τειχών κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες ανακαλύπτουν μια μικρή πόρτα (την Κερκόπορτα) που δεν ήταν ασφαλισμένη και εισβάλλουν μέσα. Τελικά σκοτώθηκαν. Πρόλαβαν όμως να κατεβάσουν κάποια Χριστιανικά λάβαρα και να ανεβάσουν Τουρκικά στη θέση τους.
Την ίδια ώρα, ένα αδέσποτο βλήμα τραυματίζει τον ηρωικό αρχιστράτηγο Ιωάννη Ιουστινιάνη και τον ρίχνει κάτω αιμόφυρτο. Αμέσως τρέχουν γύρω του για να τον προστατεύσουν οι 700 θωρακοφορεμένοι Γενουάτες. Η πύλη του Αγίου Ρωμανού μένει άδεια. Υπάρχουν μόνο λίγοι Έλληνες και ο Αυτοκράτορας. Ο Ιουστινιάνης εγκαταλείπει τη μάχη και μεταφέρεται -παρά τις εκκλήσεις του Αυτοκράτορα να παραμείνει στη θέση του- σε ένα γενοβέζικο πλοίο στον Κεράτειο.
Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού οι θώρακες των Γενοβέζων δεν αντανακλούν πια στον ήλιο. Οι Γενοβέζοι έχουν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και ακολουθούν τον Αρχιστράτηγό τους στο φευγιό του. Ο Μωάμεθ, αντιλαμβάνεται αμέσως την κατάσταση και διατάζει τους γενίτσαρους να επιτεθούν και πάλι.
Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού ευρίσκεται ο Αυτοκράτορας και λίγοι μόνο Έλληνες που συγκεντρώνονται ολόγυρά του για να προστατέψουν το ιερό πρόσωπο του Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος πετάει το κράνος με το αυτοκρατορικό έμβλημα, πετάει και τον Αυτοκρατορικό μανδύα για να μην δυσχεραίνει τις κινήσεις του, υψώνει το ξίφος του και λέει απλά στους τελευταίους Βυζαντινούς Προμάχους:
«Εμπρός παιδιά πάμε να πεθάνουμε».
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ!!!
Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικα μας θα ‘ναι