12. Ο μονόλογος των εποχών
«Η φύση έχει τέσσερα μεγάλα σκηνικά -τις εποχές του χρόνου- και τους ίδιους ηθοποιούς -τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ άστρα- αλλά συνεχώς αλλάζει τους θεατές».
Antoine Rivarol, (1753-1801), Γάλλος γνωμικογράφος
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ:
– Αδερφέ, σ’ ευχαριστώ που συνεχίζεις να μοιράζεσαι μαζί μου, εκείνα που εγώ ακούω ενορατικά από το σιωπηλό μονόλογο της φύσης.
– Ακούω την Άνοιξη να μου λέει:
«Εκεί που ο τροχός του χρόνου συναντά γυμνά τα δέντρα από τις πνοές του Βορέα1 (δικό σου εφεύρημα τούτος, χωμάτινε αδερφέ) να ντύνονται με σφριγηλά μπουμπούκια ανθέων και φύλλων, και τις πόες, τους θάμνους και την όποια λογής βλάστηση στους λόγγους, τα λιβάδια και τις ρεματιές, εκεί αρχίζει το έργο το δικό μου. Συ με ονομάτισες “Άνοιξη”, για να κρατάς λογαριασμό εις τις χρονοστιγμές του χωροχρόνου. Χαρά εις τον ξωμάχο στον ερχομό μου, άφατη αγαλλίαση στη μάνα-Φύση ολάκερη στην ευωδιά απ’ τα μυριάδες άνθη, έξοδος από τη ραστώνη του αδερφού Χειμώνα κάθε λογής ζωντανού άπτερου και φτερωτού.
Αλήθεια, φαντάζεσαι χωμάτινε αδερφέ, γύρισμα του τροχού του χρόνου χωρίς τη δική μου παρουσία; Θα σβήσει η ζωή στο γαλαζόθωρο το άστρο μας…
Κι ένας αδερφός σας έγραψε πως: “Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη…”2 Γιατί είναι αλήθεια αδερφέ μου, ότι, προσωποποιώ την ελπίδα στον ψυχισμό σου! Έργο Θεού είμαι, μην το ξεχνάς…»…
– Ακούω το καλοκαίρι να μου λέει:
«Σαν παίρνω τη σκυτάλη του χρόνου από την αδελφή Άνοιξη, αφήνω τον Ήλιο τον πανόπτη τον Ηλιάτορα να διαφεντεύει στο στερέωμα, να δίνει φως στην Οικουμένη. Μα σαν κυριαρχεί το φως του, τα γεννήματα της μάνας Γης αβγατίζουν, αλλά γιομίζουν και τα σώψυχά σου αγαλλίαση, αισιοδοξία, γαλήνη! Αλήθεια, φαντάζεσαι γύρισμα του τροχού του χρόνου χωρίς το φλογερό τον ήλιο μου άνωθέ σου; Θα σβήσει η ζωή στο γαλαζόθωρο το άστρο μας. Για σκέψου λίγο βαθύτερα, όχι επιφανειακά, χωμάτινε αδερφέ…»…
– Ακούω το φθινόπωρο να μου λέει:
«Αρχίζει -στο διάβα μου- η αντίστροφη πορεία στις φυτοκοινωνίες της μάνας – Γης, με το φύλλωμα σε πλείστα δέντρα ν’ αραιώνει, να φθίνουν πόες, θάμνοι μα και η όποια λογής βλάστηση στους λόγγους, στα λιβάδια, στις ρεματιές… Οι πρώτες νεφοκουρτίνες αρχίζουν να καλύπτουν τον ήλιο. Μια πνοή θανάτου -λες- με συντροφεύει μα όχι για πολύ, μα για να έρθει η ζωή ξανά σε τούτα, σαν θα φανεί στο χωροχρόνο η αδερφή η Άνοιξη, καθώς προλάλησε… Δεν είναι θάνατος… Είναι μήνυμα ζωής! Είναι ώρα “ανάπαυσης” στις φυτογειτονιές, ένα είδος “λήθαργου” σοφά κουρδισμένου, για να έχουν τα ανάκαρα να διαβούν το χειμώνα αλώβητα από τη μάνητά του, και να φτάσουν στο κατώφλι της αδελφής Ανοιξης… Ναι, σου φέρνω μελαγχολία στα σώψυχά σου –και συμπάθα με- μα χωρίς φθινόπωρο δεν θα έρθει και η Ανοιξη… Σκέψου το!… Οι πρώτες νεφοκουρτίνες μου δίνουν κίνηση στον ζωοδότη νεροχορό τους, να γίνουν πρώτη βροχή… Αλήθεια, ποιος τα κανονίζει, ποιος τα ρυθμίζει θαυμαστά όλα τούτα; Για σκέψου λίγο, χωμάτινε αδερφέ… Σκέψου, πως, χωρίς εμένα δεν θα υπάρξει συνέχεια στη θαυμαστή την αλυσίδα της ζωής στο άστρο μας… Για σκέψου λίγο!…».
-Ακούω το χειμώνα να μου λέει:
«Σαν θα ’ρθει η ώρα μου, κάνω σύναξη των υποτακτικών μου: Του βοριά, της τραμουντάνας, της θύελλας, της καταιγίδας, της βροχής, του χιονιά… Υποτακτικοί που σε ταλανίζουν χωμάτινε αδερφέ -και συμπάθα με- μα σκέψου πως:
“Ο χειμώνας αν δεν πιάσει κι ο χιονιάς αν δεν πλακώσει,
ούτε λάδι ούτε σιτάρι ούτε ανθούς η γη θα δώσει….”3
σαν είπε κάποιος σοφός αδερφός σας πριν από σένα… Κατάλαβες τώρα; Ανάγκη υπαρξιακή η παρουσία μου, σαν είναι και των άλλων αδελφών μου, των “εποχών” –σαν τις ονομάτισες. Είμαι ένας κρίκος στην τεράκρικη αυτή αλυσίδα, που δεν πρέπει να λείψω, γιατί η αλυσίδα αυτή θα σπάσει… Για σκέψου λίγο, χωμάτινε αδερφέ! …Και ποιος τα κανονίζει τούτα τα θαυμαστά που κρατούν σε ισορροπία το άστρο σου και τη ζωή σου χωμάτινε αδερφέ; Συ “έπλασες” θεότητες, νεράιδες, μούσες, σαν το ’χες ανάγκη υπαρξιακή να ’χεις μια δύναμη ανώτερη στο πλάι σου για να τα διαφεντεύει όλα τούτα …Δεν σε αδικώ! Μα τούτο, μέχρι το έτος μηδέν –δικός σου ορισμός- που οι κίβδηλες θεότητες χάθηκαν στο τάρταρο στον ερχομό του Γιου του Οντος και Δημιουργού της ολότητας στο Σύμπαν… Δες το μεγαλείο σαν κυριαρχεί στα μέρη σου η κάθε εποχή, και θα δεις πνοή Θεού. Συ άθεε χωμάτινε αδερφέ αμφισβητείς… Δεν με εκπλήσσεις! Θεό έχεις μέσα σου και δεν τον βλέπεις… Θα δεις τα θαυμαστά ετούτα;… Μείνε στην πλάνη σου!…».
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
…Όχι αδερφέ, μην με ευχαριστείς… Δεν έκανα τίποτα το εξαιρετικό… ήθελα απλά να σε βγάλω από την πλάνη σου καθώς, το προσπάθησα να σου παρουσιάζω τι σιωπηλά μονολογούν όλα τα δημιουργήματα της φύσης… Φωνή Θεού είναι τούτη… Άκου το λοιπόν –στην υστεριά του λόγου μου- τι σιωπηλά μονολογεί και απορεί ένα παιδί -ανθρώπινη υπόσταση και τούτο- μέσα στην αθωότητά του…
(Στο επόμενο: Ο μονόλογος του παιδιού)
1. Βορέας: Ο θεός του χειμώνα, του χιονιού, του πάγου και του βόρειου ανέμου.
2. Bernard Williams, (1929-2003), Βρετανός φιλόσοφος
3. Ελληνική παροιμία
*μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”