6. Ο μονόλογος της θάλασσας
«Μέσα από τη φύση,
ανακάλυψα το Θεό»
Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ:
– Αδερφέ, σ’ ευχαριστώ που συνεχίζεις να μοιράζεσαι μαζί μου, εκείνα που εγώ ακούω ενορατικά από το σιωπηλό μονόλογο της φύσης.
-Ακούω τη θάλασσα να μου λέει:
«Εγώ είμαι η μήτρα της ζωής ολάκερης στο γαλαζόθωρο το άστρο μας, χωμάτινε αδερφέ. Από εμέ δανείζεται ο φωτοδότης ήλιος τα ομβροφόρα νέφαλα που γίνονται στην υστεριά βροχή, σαν η πνοή των τέσσερων ανέμων και των “παραγιών” τους, τα οδηγούν απ’ άκρη σ’ άκρη της στέριας Γης. Μα παρεκτός από τη ζωοφόρα τη βροχή –δικό μου γέννημα- φυλάσσω εις τον κόρφο μου κόσμο ολάκερο από ψάρια λογής – λογής, ήμερα και ειρηνικά μέχρι άγρια και σαρκοβόρα (κατά που λες εσύ), όστρακα και μαλάκια μα και κοράλλια και μαργαριτάρια ανεκτίμητα κατά την ανθρωπίσια σου αντίληψη. Πολύτιμο είναι και το αλάτι που φυλάσσω στο κορμί μου και πλείστες άλλες ουσίες διαλεχτές, χρήσιμες για τους κατοίκους της στέριας Γης… Κοντολογίς, η Φύση ολάκερη βυζαίνει τη ζωή από τον κόρφο μου πολύμορφα και ποικιλότροπα!…
…Ξέχωρα εσύ χωμάτινε διαβάτη των καιρών, δεν προσμετράς τον κίνδυνο της τραμουντάνας και τα κυματοχάστουκα που δίνω στα σκαριά σου, σαν το πασχίζεις να διαβείς τις στράτες μου τις ατελείωτες για να σοδιάσεις για την επιβίωση, μα και για επικοινωνήσεις ή και για να γνωρίσεις κόσμους, να φέρεις τη νοοτροπία σου – καλή, κακή (και δεν το ψάχνω) – στα πέρατα τη στέριας Γης που αργοπλέει στον υγρό μου κόλπο. Και όχι λίγοι από σας φιλοξενούνται στ’ απύθμενα μου βάθη, τον “υγρό τάφο” σαν συνηθίζετε να λέτε. Μα εγώ τους αγκαλιάζω στοργικά, μέχρι να γίνει άμμος το ύστερο μεδούλι των κοκάλων…
…Χωρίς εσένα, εγώ ζω! Μα συ χωμάτινε αδερφέ, π’ αντροκαλιέσαι την ατελείωτη την απλωσιά του νέρινου κορμιού μου ωσάν πλανιέσαι στην απεραντοσύνη της υγρής μου ερημιάς, χωρίς εμένα δεν μπορείς! Για σκέψου αλήθεια! Σκέψου μια μέρα δίχως θάλασσες και στείλε την ενόραση του νου, λίγους ενιαυτούς μακρύτερα… θα δεις ένα πλανήτη – σκελετό, έναν πλανήτη με οσμή θανάτου στεγνό και δυστυχή, να πνέει τα λοίσθια σε ταχύ χρόνο!
…Όλα ετούτα, δεν σου γεννούν στ’ αλήθεια ερωτήματα μα και τη σιγουριά, πως κάποιος Νους Ανώτερος, όσο και Παντοδύναμος και Παντογνώστης, σόδιασε τις ατέλειωτες νερένιες μάζες μου, στις όπου στέριας Γης κοιλότητες;
Κι αμφισβητείς και διαλαλείς πως όλα τούτα γίνανε τυχαία, τυχαία γεγονότα των καιρών, τυχαία και η αγαστή συνύπαρξη υγρής και στέρια μάζας! Πως όλα τούτα τα “τυχαία”, γίναν κοντολογίς, από… το τίποτα! Όμως το “τίποτα”, είναι ταυτόσημο με το μηδέν! Γεννά όμως το “τίποτα”; Γεννάει το “μηδέν”; Αράδιασέ μου όσα μηδενικά λογιάζει η νόησή σου και διάβασε το άθροισμα ή το γινόμενο που θα προκύψει: Μηδέν θα είναι!…
…Λογιάζω, είμαι εγώ θεογενής, και σκέψου τούτο: Κάθισε στην ακρογιαλιά, στρέψε το βλέμμα στην απεραντοσύνη του νερένιου μου κορμιού. Άφησε τη ματιά σου λεύτερη στην αεικίνητη την απλωσιά μου, ως το στρογγύλεμα του ορίζοντα. Άνοιξε διάπλατα τα’ σώψυχα, κι απίθωσε απάνω στον κυματισμό μου άγχη και σκέψεις βασανιστικές, στενάχωρες, πτυχές του νου και λύπες, και θα το νοιώσεις ν’ αδειάζει της ψυχής τ’ απόθεμα, απ’ όλα τούτα! Τα παίρνει –μάθε το- η αύρα μου, ο γιος μου ο μπάτης και τα σκορπά στο πλάτιασμά του στους τέσσερις ανέμους, και μένει η ψυχή σου άδεια απ’ αγχογόνα συναισθήματα και λύπες! Φεύγεις κι απομακρύνεσαι αλαφρωμένος από τα “κατακάθια” της ψυχής!
Είναι τυχαίο; Σκέψου το λίγο, χωμάτινε αδερφέ!…
…Από την άλλη, βάλε, συνταίριασε σ’ ένα τεράστιο ταμπλό, μηδενικά: Μηδέν… μηδέν… μηδέν… Προσήλωσε τα μάτια και το νου, τη σκέψη και το “είναι” σου, σ’ αυτά. Θ’ αδειάσει της ψυχής τ’ απόθεμα από λογής – λογής καημούς και άγχη κι ερινύες; Θαρρώ, πως όχι! Τίποτα δεν γεννάει το μηδέν.
Μόνο “μηδέν”!
Ετσι, για να σου το θυμίζει, πως τούτο το μηδενικό είναι μια στείρα μήτρα, σαν αντιπροσωπεύει απλά, το ΤΙΠΟΤΑ! Το ’χεις σκεφτεί αυτό ποτές, χωμάτινε διαβάτη;…
…Σκέψου κι αναθεώρησε λοιπόν σαν βλέπεις κι ατενίζεις τη θωριά μου, πως εις τα σίγουρα δεν έγινα απ’ το μηδέν, για το μηδέν… από το τίποτα και για το τίποτα!
Έγινα από Πλάστη ζωοδότη, για ζωή εις τον πεπερασμένο “φράχτη” του πλανήτη, μέσα στην απεραντοσιά του Σύμπαντος!
…Σκέψου πως ύπαρχα πριν από σένα, και θα υπάρχω και μετά’ πό σένα, μέχρι να γράψει “Τέλος”, Εκείνος που με δημιούργησε!… Και τούτο κάποτε θα μου συμβεί, σαν δεν υπάρχει μια αρχή χωρίς να έχει τέλος… ένα ξεκίνημα χωρίς σταματημό… Για σκέψου λίγο! Μα τότε, δεν θα υπάρχουν μάτια ανθρωπίσια να με κλάψουν, χωμάτινε αδερφέ!…»…
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
– Όχι αδερφέ, μην με ευχαριστείς… Δεν έκανα τίποτα το εξαιρετικό… ήθελα απλά, να σε βγάλω από την πλάνη σου, καθώς θα το’ ξακολουθήσω –αναλυτικά- να σου παρουσιάζω τι σιωπηλά μονολογούν όλα τα δημιουργήματα της φύσης… Φωνή Θεού είναι τούτη… Αρκεί να έχεις την υπομονή να με ακούσεις…
Άκου το, λοιπόν, τι σιωπηλά μονολογεί η βροχή…
(Στο επόμενο: Ο σιωπηλός
μονόλογος της βροχής)