Σήκωσε αψηλά τα στεγνωμένα χέρια του, φλέγες μοναχά να ξεχωρίζουν, μπλάβες ολόμπλαβες, κι ένα πετσί μαυρισμένο όλο ζάρες και σημάδια μαύρα καφετιά ή γκριζαρισμένα να τυλίγει μια παλαμιά κόκαλα που απλώνανε και καταλήγαν στα μαυρισμένα ολόσπαστα από τον κάματο νύχια.
Θάρραγες πως αγέρας θα γινόταν και θα ’φευγε στους ουρανούς. Φάνταζε ωσάν τον Μεσσία που αναλήφτηκε μετά τον μαρτυρικό του θάνατο στον Σταυρό απάνω με τους γραμματείς και Φαρισαίους να οδύρονται πλάι στην πονεμένη Μάνα.
Και βουρκωμένος κατέβασε τα ξυλιασμένα τούτα χέρια μαλακά, τα σταύρωσε στο ανύπαρκτο, χαμένο στα άμφια τα ιερά στήθος του, έκανε μια υπόκλιση, άφησε να γείρει κι άλλο το ασπρισμένο καύκαλο, κι από τα έγκατα, ίσα να ακούγεται, έφτασε η φωνή του.
– Συχωρέστε με αδερφοί μου!
Τεντώθηκε μετά, φανήκανε λόχες να πετιούνται, μπήκε μέσα του θαρρείς της Χριστιανοσύνης ολάκερης ο πόνος, άστραψε ένα κίτρινο νεκρικό φως στα μάτια του, ήβρε την μπόρεση, αγκάλιασε τον Σταυρό του μαρτυρίου με τον Σωτήρα μας απάνω καρφωμένο, γίνηκε ένα μαζί Του. Και με τον Πετρί, το μικρό παπαδάκι ομπρός να λιβανίζει, πέρασε το κατώφλι ζερβά την ωραία Πύλη και με τρεμάμενα, κουράγιο ποτισμένα βήματα, έκανε τη γύρα του ναού. Σκύψανε γυναίκες και παιδιά, προσκυνήσανε το θείο Δράμα, ξεσκούφωτοι οι χωρικοί σταυροκοπήθηκαν κι αυτοί, απομείνανε ούλοι βουβοί να ακούνε τρεμάμενη, κελαριστή του παπά Νέστη, όλο δέος και πάθος, τη φωνή.
– Σήμερον κρεμάται επί ξύλου… ο εν …
Δε κατάφερε να τελειώσει, κλείσαν οι οφταλμοί του, σούρθηκε στην άσφαλτο, βρέθηκε στην κακιά σκάλα, φάνταξε η μοναχοκόρη του η Μελπομένη ομπρός του ολομάτωτη, παραμορφωμένη.
Όπως τη βγάλανε οι Πυροσβέστες μέσα από τα τσαλακωμένα σιδερικά, σα σφηνώθηκε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο άντρας της στα βράχια. Μαζί ήταν και το αβάφτιστο κοριτσάκι της, το εγγονάκι του, που πριν θάψουν τη μάνα, έπρεπε, το βαφτίσανε, και του δώκανε το όνομά της, Μελπομένη.
Σε τούτο το κρεμασμένο απ’ τις βουνοκορφές απρόσιτο χωριουδάκι μια αγκαλιά σπίτια και στη μέση του Αϊ Λια η θαματουργή ακκλησιά, τσοπαναραίοι οι πιο πολλοί και καμπόσοι ζεβγολάτορες, με μια τάξη ούλη κι ούλη στο Σκολειό, τον φέρανε πριν από πενήντα χρόνια για δάσκαλο, μαζί και χωροφύλακα. Μα αυτός πέταξε γαλόνια και πιστόλια, δεν του ταιριάζανε, ρωτεύτηκε την Ανδρομάχη, μια όμορφη κοπελιά να την επιείς στο ποτήρι, την παντρεύτηκε, γίνηκε παπάς, έσπερνε ολημερίς στάρι, γνώση, κι ευλογίες. Είχε και κάνε δυο όρνιθες, και μια κατσίκα, για το γάλα. Έκανε και τη Μελπομένη, δεν του χρώσταγε, έλεγε, άλλο παιδί ο Θεός, γίνηκε ένα με τη γης και τη θρησκεία.
Έμελλε να περάσουν τα χρόνια, να ’ρθει για κυνήγι το αρχοντόπαιδο ο Σάκης από την πόλη, άρεσε τη θυγατέρα του, πήρε την ευκή των γονιών, την έκανε γυναίκα του.
Όλα καλά, εξόν που κατοικήσανε μακριά απ’ τους γονιούς της κοντά εξήντα χιλιόμετρα αλάργα, κι αυτό τους έθλιβε. Γι’ αυτό και συχνά ανταμώνανε πότε στον ένα, και πότε στον άλλο τόπο.
Μαζωχτήκανε ούλα τούτα στο κεφάλι του, σβούριξε ξανά συθέμελα ο ντουνιάς, τρεμόπαιξαν τα βλέφαρα, δεν άντεξε, βρέθηκε στις όλο ψηφίδες του γιαλού καμωμένες πλάκες, ο παπα Νέστης.
Τρέξαν οι χωριανοί, μπρατσωμένοι, καλοταϊσμένοι, να μοσκομυρίζουν σκόρδο, μπρούζικο κρασί κι αλατσολιές, τον αρπάξανε σα πούπουλο, τον στήσανε ορθό, του ’δωκε κι ένα μπάτσο ο Ανεμόγιαννης, συνέφερε ως ήταν με τον Σταυρό στα χέρια ο παπά Νέστης, τέλεψε το χρέος του, ακουστήκαν τα δώδεκα Βαγγέλια.
Κι ήρθε το αγιασμένο το Μεγάλο Σάββατο, ανέστησε ο παπάς, μαζί το πλήθος, πέσανε κάμποσα βαρελότα και μπαλωτές, τρομάξανε γυναίκες και παιδιά, χωθήκανε άρον – άρον στην ακκλησιά, φύγανε οι πιο πολλοί ανυπόμονοι να γευτούνε τον οβελία, απομείνανε μια δεκαρά νομάτοι, ακούσανε τα γιορταστικά τροπάρια, φώναζε ο παπάς “Ανέστη ο Χριστός” ανταπαντούσανε “Αληθώς Ανέστη ο Κύριος”, κι ήρθε η ώρα, πρόβαλε, κάτασπρος, δρωμένος, ομπρός τον Παντοκράτορα με το Άγιο Δισκοπότηρο στο χέρι.
Κοινωνήσανε όσοι είχανε απομείνει, οι άλλοι θα ’χανε κι όλας τελειώσει τη μαγειρίτσα, μπορεί και να ρουχαλίζαν.
Ψάλανε στερνή φορά το Χριστός Ανέστη, παπάς, ψάλτης και πιστοί, γινήκανε ούλοι σμάρι, ευχές, τσουγκρίσματα και φιλιά αγάπης αλλαχτήκαν, σκορπίσανε.
Να κάτσουνε στο Πασχαλιάτικο χαρούμενο τραπέζι.
Ο παπα Νέστης με την παπαδιά ανηφορίσανε στα παραδρόμια, χωθήκαν στο σκοτεινό δωμάτιο, ανάψαν με το Άγιο φως τα κεριά, όχι άσπρα μα καφετιά, πένθιμα εφέτος, και κάτσανε δίπλα – δίπλα στο ξύλινο τραπέζι.
Δεν είχανε φέτος κατσίκι, ούτε μαγειρίτσα. Μηδέ κόκκινα αυγά και κουλούρια.
Δεν περιμένανε φέτος κανέναν.
Τον άλλο χρόνο, δεν ήταν μηδέ ο παπα Νέστης στο Αναστάσιμο τραπέζι.
Τη θέση του, είχε πάρει η μικρή Μένη, κοντά δυο χρονώ κοριτσάκι.
Που όλο κοιτούσε στον ουρανό, και ρωτούσε:
– Πότε θα έρθει ο παππούς ο Νέστης;
Απόκριση όμως, δεν έπαιρνε.
Και κατσούφιαζε, παραπονεμένη.