Το πρώτο παράδοξο της ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, που πριν από τις εκλογές πίεζαν την κυβέρνηση να υπογράψει τη συμφωνία με τους δανειστές και την ψήφισαν στη Βουλή, τώρα της αρνούνται κάθε συναίνεση στην εφαρμογή της.
Τα τρία κόμματα αρνήθηκαν να ψηφίσουν στη Βουλή, προ ολίγων εβδομάδων, την τελευταία δέσμη προαπαιτουμένων, με το σκεπτικό, πάνω – κάτω, να μη δώσουν κανένα πολιτικό άλλοθι στην κυβέρνηση, ώστε να βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνέπειες των επιλογών της και να την αναγκάσουν να υποστεί το αντίστοιχο πολιτικό κόστος. Γιατί ουσιαστική διαφοροποίηση από τους εκπροσώπους των τριών κομμάτων για τη δέσμη αυτή των προαπαιτουμένων, δεν ακούστηκε.
Παράλληλα και τα τρία κόμματα προαναγγέλλουν ότι δεν θα ψηφίσουν το Ασφαλιστικό. Εξ ορισμού πριν το δουν και παρότι είναι από τις πλέον βασικές δεσμεύσεις του μνημονίου που από κοινού ψήφισαν. Παρότι όλοι αναγνωρίζουν ότι αν δεν λυθεί το ασφαλιστικό που απορροφά τεράστιους πόρους, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Αρνούνται δε κάθε συζήτηση για συγκυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, γιατί τον θεωρούν «επικίνδυνο, αναξιόπιστο, ανειλικρινή» και την κυβέρνησή του «ανίκανη και αναποτελεσματική». Εφόσον λοιπόν αρνούνται κάθε συναίνεση όπως και τη συγκυβέρνηση μαζί του, στην περίπτωση μίας πολιτικής κρίσης που δεν είναι απίθανο να συμβεί -με δεδομένες τις δυσκολίες που έχει μπροστά της η κυβέρνηση- μένουν δύο εναλλακτικές.
Η πρώτη επιλογή σε περίπτωση κυβερνητικού αδιεξόδου είναι οι εκλογές. Το πιθανότερο είναι ότι ο Τσίπρας και πάλι θα κερδίσει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνησή του πέφτει, γιατί δεν μπορεί να περάσει από τη Βουλή τα πολλά και δύσκολα μέτρα του μνημονίου και στη συνέχεια χάνει τις εκλογές και κερδίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Σε αυτή την περίπτωση τι θα κάνουν; Θα υλοποιήσουν το τρίτο μνημόνιο υπό χειρότερες προϋποθέσεις, αφού θα έχει μεσολαβήσει η πολιτική αστάθεια των εκλογών και θα έχει επανέλθει το Grexit; Ή μήπως θα πάνε εκείνοι για να επαναδιαπραγματευθούν με τους δανειστές για ένα καλύτερο τέταρτο μνημόνιο; Και μόνο η διατύπωση των ερωτημάτων δείχνει πόσο απέχουν από κάθε ρεαλιστική εκτίμηση τέτοιες υποθέσεις.
H δεύτερη επιλογή σε περίπτωση που η παρούσα κυβέρνηση φθάσει σε αδιέξοδο και εφόσον δεν της δίνει η αντιπολίτευση καμία συναίνεση είναι η οικουμενική δίχως τον Τσίπρα. Αυτός άλλωστε είναι ο πραγματικός στόχος των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Πόσο σεβασμό στη δημοκρατική Αρχή όμως δείχνει η πρόθεσή τους για μία οικουμενική δίχως τον αρχηγό που κέρδισε δύο εκλογές και ένα δημοψήφισμα, και μάλιστα τη δεύτερη εκλογή αφού είχε φέρει τη συμφωνία με τους δανειστές; Η εξαμβλωματική αυτή λύση επιβλήθηκε μία φορά από τους δανειστές με την κυβέρνηση Παπαδήμου, με τη συμμετοχή, εκούσια ή ακούσια, της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μήπως να κάνουμε καθεστώς τη διακυβέρνηση της χώρας από μη εκλεγμένους πρωθυπουργούς; Συνάδει αυτή η άρνηση της δημοκρατικής αρχής με το εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό πνεύμα που, κατά τα άλλα, δήθεν επικαλούνται τα κόμματα της αντιπολίτευσης;
Το δεύτερο παράδοξο της ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι ότι συγκυβερνούν δύο κόμματα, τα οποία ανήκουν σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις του πολιτικού φάσματος.
Αρχικά το στοιχείο που προκάλεσε τη σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.Ελ. και την κυβέρνηση συνεργασίας, παρά τις σημαντικές πολιτικές και ιδεολογικές τους διαφορές ήταν η πρόθεσή τους να καταργήσουν τα μνημόνια και να άρουν τις συνέπειές τους για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Μετά τη συμφωνία όμως του Ιουλίου το στοιχείο αυτό έχει εκλείψει. Η πορεία δείχνει ότι ενώ εξ ανάγκης συνεργάζονται στην υλοποίηση των δεσμεύσεων του μνημονίου, διαφωνούν σχεδόν σε όλα τα θέματα κοινωνικής πολιτικής. Τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι το σύμφωνο συμβίωσης και η στράτευση των γυναικών. Είναι αυτά τα θέματα που αναδεικνύουν το ιδεολογικό και πολιτικό χάσμα που χωρίζει τα δύο κόμματα. Στην πορεία είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν κι άλλα όπως π.χ. στην Παιδεία.
Το παράδοξο της άρνησης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης κάθε συναίνεσης και συνεννόησης με την κυβέρνηση, που την αφήνει δίχως συμμάχους, επιτείνει το δεύτερο παράδοξο, αυτό της διατήρησης της αταίριαστης συγκυβέρνησης, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική. Είναι όμως δύο αλληλοτροφοδοτούμενα παράδοξα που όπως δείχνουν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, με πιο πρόσφατη αυτήν της “MRB” βρίσκουν αντίθετη την πλειοψηφία της κοινωνίας που δηλώνει δυσαρεστημένη και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση και προκρίνει τη συναίνεση στα βασικά ζητήματα.
Υπάρχει εδώ το επιχείρημα ότι ο κ. Τσίπρας δεν έδινε καμία συναίνεση στην προηγούμενη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, γιατί να του προσφέρουν τώρα. Σωστό, μόνο που τότε ο κ. Τσίπρας είχε την ψευδαίσθηση ότι θα αναγκάσει τους δανειστές να παραχωρήσουν μία άλλη πολιτική για την οικονομία. Το στοιχείο αυτό δεν υπάρχει για τη νυν αντιπολίτευση, η οποία δεν έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις, έχει ψηφίσει τα μνημόνια και απλώς θέλει να εκδικηθεί τον Τσίπρα ή να εξυπηρετήσει την πολιτική της επιβίωση, όπως την αντιλαμβάνεται.
Εν κατακλείδι, η αδήριτη λογική των γεγονότων δείχνει στην κατεύθυνση της συναίνεσης και θα εκδικηθεί όσους δεν την αφουγκράζονται.
* ο Σπύρος Γκουτζάνης είναι δημοσιογράφος