Γράφει η ΑΝΤΩΝΙΑ ΦΑΛΕΛΑΚΗ – ΤΣΟΥΡΗ
Οταν το γήρας, σε γυροφέρνει,
δύσκολες ώρες και μέρες φέρνει.
Σκύβεις, σαν να σου έπεσε κάτι
αδύνατο, το φως στο μάτι.
Η όρασή σου λιγοστεμένη.
Κι η ακοή σου πολλά δεν παίρνει.
Το πρόσωπό σου ρυτιδωμένο.
Το σώμα όλο, σταφιδιασμένο.
Κυρτώνουν οι ώμοι, καθώς κι η πλάτη
και λες με λύπη, τι έχω πάθει.
Θυμάσαι λίγα. Μισά κι εκείνα.
Μπερδεύει η σκέψη Πάτρα – Αθήνα.
Γκρινιάζεις άθελα, γιατί το νιώθεις,
πώς έχεις φύγει, μακριά απ’ τη νιότη.
Αναστοράσαι τα παιδικά σου.
Τα ξέγνοιαστα χρόνια, που ‘ναι δικά σου.
Η τεχνολογία, δε σε βολεύει,
για να τα μάθεις, αρκετά παλεύεις.
Η μνήμη μου έμεινε, πίσω γυρίζει
κι ικανοποίηση σε πλημμυρίζει.
Θαυμάζεις τα νιάτα, τα καμαρώνεις.
Η απόσταση μ’ εκείνα, βαθιά πληγώνει.
Ανετα τα χρόνια σου, στους γύρω λέεις.
Αλλωστε όμως τα λιγοστεύεις.
Μετά τα ογδόντα, τα κουτσουρεύεις,
εάν για γάμο νέο, πηγαίνεις…
Ο,τι κι αν είμεθα, ό,τι κι αν πούμε,
όλοι στο γήρας λένε: βαθιά φοβούμαι (!!!)
Μακάρι οι πάντες, τα εκατό να φθάνουν,
όμως να μη πεθάνουν, πριν να πεθάνουν.
(εξήγηση του τελευταίου στίχου:
Δηλ. να μην είναι ζωντανοί – νεκροί από αναπηρίες, ανωμαλίες , άνοια κ.λπ. και γενικά από πλήρη σωματική και πνευματική ανικανότητα).