Για τη δημοκρατία,
και τον άνθρωπο
Είκοσι εφτά χρόνια συμπληρώνονται μέσα στο 2009 από τον θάνατο του αγωνιστή της Δημοκρατίας, του γιατρού, του μεγάλου Κρητικού και φίλου, Ανδρέα Γιάννη Αρχοντάκη. Και σήμερα στα χωριά του, στα λημέρια του -όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε- στα Πλεμενιανά και στην Κάντανο, επίσημοι, συγγενείς, φίλοι και ανώνυμοι πολίτες θα τιμήσουν τη μνήμη του με εκδηλώσεις και τα αποκαλυπτήρια ενός ανδριάντα του.
Αναφορά μικρή θέλησα να κάνω στον αλησμόνητο φίλο. Γύρισε η μνήμη μερικές δεκάδες χρόνια πίσω, ανακάτεψα χαρτιά και σημειώματα της εποχής πριν από τον θάνατό του αλλά και αμέσως μετά απ’ αυτόν (ήταν 29 Δεκέμβρη του 1982).
Κάτω και από συναισθηματική φόρτιση η αναφορά στη μνήμη του Ανδρέα τότε.
Σήμερα, είκοσι εφτά χρόνια μετά, με τη δυνατότητα μιας ήρεμης αξιολόγησης της πορείας του στον τόπο του, την Κρήτη, που τόσο λάτρευε, της παρουσίας και της προσφοράς του ανάμεσα στους ανθρώπους της, χαίρεσαι να διαπιστώνεις ότι τίποτα δεν ήταν και δεν είναι υπερβολικό, απ’ όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν γι’ αυτόν τον αντρειωμένο Κρητικό τότε.
Αντί ενός νέου κειμένου, λοιπόν, επαναφέρω και επαναδημοσιεύω, όσα μετά τον θάνατό του εσημείωνα και πάλι στα “Χανιώτικα νέα”.
Προσφέρονται για μια μικρή προσέγγιση και γνωριμία με τον αγωνιστή, τον γιατρό, τον άνθρωπο, τον αθεράπευτα “κουζουλό Κρητικό”, που έδωσε το “είναι” του ολόκληρο στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, “χέρι βοηθείας” στον ταλαίπωρο άνθρωπο της καθημερινότητας. Δεν απαίτησε και δεν τιμήθηκε -όπως του έπρεπε- για όλα αυτά εν ζωή. Οι σημερινές εκδηλώσεις στην Κάντανο και στα Πλεμενιανά, τ’ αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του σίγουρα είναι μία ξεχωριστή στιγμή και τιμά αυτούς που επιμένουν πως η ιστορία, το πέρασμα από τον τόπο μας ανθρώπων, όπως ο Ανδρέας Γιάννη Αρχοντάκης, δεν μπορούν να είναι θαμμένοι στα χρονοντούλαπα της ιστορίας.
“Χανιώτικα νέα”
Φλεβάρης 1983
“Μνήμη και τότε, όπως και σήμερα Αντρέα Γ. Αρχοντάκη”.
Εγραφα:
«Η ιστορία του καθενός αρχίζει σαν αποθάνει». Ήταν αυτά μια φράση, που συχνά επαναλάμβανε ο Αντρέας Γιάννης Αρχοντάκης, γιατρός από τα Πλεμενιανά Σελίνου. Και συμπλήρωνε: «Kαι μέχρι τοτεσάς πρέπει καλά να σκεφτόμαστε πού πάμε κι είντα κάνουμε».
Απ’ αυτές τις απλές σκέψεις φαίνεται να διακατεχόταν ο αλησμόνητος γιατρός και φίλος. Κι απ’ εκεί και πέρα δούλευε το καθαρό μυαλό, η αγνή ψυχή, η κρητική λεβεντιά και η ανθρωπιά για τη σύνθεση μιας πολυτάραχης ζωής και παρουσίας, που άλλοτε ήταν ήρεμη, γεμάτη νοσταλγία για την Κρήτη, τους γνήσιους ανθρώπους της, που σιγά – σιγά φεύγουν. Κι άλλοτε θύελλα κι αστραποβρόντι που στον διάβα της ήθελε να σημαδέψει και να παρασύρει ό,τι κακό και άχρηστο υπήρχε για να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος, να στηθεί πάνω σε σωστά θεμέλια «το καινούργιο σπιτικό μας -όπως έλεγε- που πάει να πει η ίδια η ζωή μας».
Μια ταφόπετρα στα Πλεμενιανά Σελίνου σφράγισε τη ζωή του Αντρέα Αρχοντάκη. Και από τότε, ασφαλώς, άρχισε να γράφεται η ιστορία του. Θάναι όπως αυτός επιδίωκε και ήθελε;
«Αλλοι θα πούνε» έλεγε ο ίδιος. Και έτσι είναι.
Μέχρι τότε, τούτη η απλή αναφορά στη ζωή του, στις σκέψεις του και στα όνειρά του, όπως διατυπώνονται μέσα από τα ίδια του τα κείμενα είναι οφειλόμενη τιμή για τον φίλο που έφυγε.
Στις 6.10.72 απαντώντας σ’ έναν φίλο που του είχε στείλει μια κασέτα με ριζίτικα τραγούδια, γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Έχω πάρει εδώ και κάμποσες ήμερες την μαγνητοταινία με τα περίφημα ριζίτικα τραγούδια σου. Τα ακούω και τα ξανακούω και δεν τα χορταίνω. Μπορεί νάναι και γιατί περνώ πολλές δυσκολίες τον τελευταίο καιρό και είμαι πλανταμένος. Μπορεί και να με γαργαλούνε ούλοι οι πρόγονοί μου και όχι μόνο αυτό, μα ολάκερη η Κρήτη. Είχα τα πρώτα χρόνια που κατέβηκα γιατρός έναν γέρο Σελινιώτη 86 χρονών αρρωστιάρη με καρδιά και παντέρημο. Δυο γιοι του είχαν σκοτωθεί στη Μικρασία και ο τρίτος είχε αποθάνει στη μεγάλη επιδημία της γρίππης τα χρόνια κεινανά. Επήγα πολλές φορές για να τονε γιατρέψω. Εβοηθήσανε και οι αμαρτίες του και τελικά ο γέρος γλίτωσε. Κάναμε κάθε φορά πολλή κουβέντα γιατί μ’ άρεσε να του αναπιάνω για τα παλιά του τόπου και τα δικά του. Μούλεγε λοιπόν “πώς δεν κατέω είντα θε νά-χω γενεί αν δεν ετραγούδουνα. Κατεχέτο παιδί μου. Πράμα δεν είναι τούτοσες ο κόσμος και η ζωή, παρά τραγούδι. Είσαι χαρούμενος; Τραγούδιε. Είσαι στεναχωρημένος; Τραγούδιε. Λέγε τα ούλα, χαρές και πίκρες, τραγουδιστά να ζήσεις εκατό χρόνους.
Φαίνεταί μου πως η Κρήτη μίλησε με το στόμα, κείνου ’να του Σελινιώτη, ο Θεός να τονε συγχωρέσει. Απόθανε πριν λίγα χρόνια. Θυμάμαι τα λόγια του κάθε φορά που γροικώ ριζίτικα και κάθε φορά αναρωτιέμαι αν οι Κρητικοί, οι σημερινοί έχουνε την ίδια φλέβα. Οι Κρητικοί έχουνε αλλάξει. Δεν είναι η παλιά πάστα. Δίκιο είναι, όμως, να αναγνωρίσουμε πως σε σχέση με το τι γίνεται γύρω μας -στον αποδέλοιπο κόσμο- διατηρούμαστε ικανοποιητικά. Η ζωή, παπά μου, είναι ρεούμενη πραγματικότητα και η τεχνολογική εξέλιξη της εποχής μας είναι οδοστρωτήρας που ισοπεδώνει τα πάντα. Αν είναι σωστό, όμως, πως το να μερεμετίζεις ένα κατάλυμα είναι περισσότερος μπελάς και έξοδο από το να χτίζεις ένα καινούργιο, πάει να πει πως το ισοπέδωμα δεν κάνει άλλο πράμα από το να ετοιμάζει τον τόπο για το καινούργιο σπίτι που χρειάζεται. Χρέος μας, λοιπόν, είναι εμάς των παλιότερων, να μην αρνούμαστε το σήμερα και χωρίς να διαγράφουμε το χθες, να κουβαλούμε το κατά δύναμη για το αύριο. Λες έχω δίκιο; Η ιστορία καθενός αρχίζει σαν αποθάνει. Άλλοι θα πούνε για μας. Ως τοτεσάς ας τραγουδούμε».
Η Κρήτη, οι άνθρωποί της, τα προβλήματά τους, μέσα στη ζωή του Ανδρέα Αρχοντάκη, που σε καμιά στιγμή δεν φαίνεται να ξεχνά τα λόγια του αγαπημένου του συγγραφέα, του Καζαντζάκη:
«Στην Κρήτη μια ψυχή που δεν καταδέχεται να ξεγελάσει τον εαυτό της ή τους άλλους, αντικρύζει, όσο πουθενά αλλού την μονοβύζα θεά, που δεν κάθεται στα γόνατα κανενός μήτε θεού μήτε ανθρώπου, την ΕΥΘΥΝΗ».
Αυτή την ΕΥΘΥΝΗ του Κρητικού που έχει το βάρος της, αυτός σήκωνε με συνέχεια και συνέπεια. Γι’ αυτό και σ’ ένα άρθρο του στα “Χ.Ν.” την 1.7.73, στη διάρκεια του Παπαδοπουλικού Δημοψηφίσματος στη δικτατορία, θέλοντας να εκδηλώσει την αντίθεσή του στους δικτάτορες αλλά και να συνεπάρει τον κάθε γνήσιο Κρητικό θα γράψει:
«Εμείς οι κρητικοί δεν μοιάζουμε με τους άλλους. Είναι αλήθεια παλιά, που ξαναγεννιέται κάθε πρωί με το ηλιόβγαρμα και σίγουρα θα συνεχίσει έτσι όσο καιρό ο ήλιος θα επιμένει να ανατέλλει από την ανατολή… Ο Κρητικός έχει στον νου του και την Κρήτη που σου τα κάνει η βλοημένη ούλα πάστρα. Και τούτο πάει να πει πως ο κάθε Κρητικός παίρνει απάνω του την ευθύνη όλη, για να σώσει ό,τι κινδυνεύει».
Και αφού έκανε μιαν ανάλυση γιατί έπρεπε να πούμε ΟΧΙ στους τυράννους κατέληγε:
«Ο Κρητικός δεν το βαστά, πάει να πει του μπαίνει επιτακτικά θέμα χρέους, δηλαδή ευθύνης, που χωρεί βέβαια σε μια μόνο από τις δυο λέξεις που του επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει. Και αυτή είναι το ΟΧΙ.
Δεν καλούμεθα στο δημοψήφισμα να διαλέξομε μεταξύ βασιλευομένης και αβασίλευτης δημοκρατίας, δεν καλούμεθα να ψηφίσουμε αυτόν ή εκείνον τον Δημεγέρτη. Δεν καλούμεθα να διαφεντέψουμε το σπίτι μας. Καλούμαστε να επιβεβαιώσομε και να προσυπογράψομε την ανευθυνότητά μας. Αλλά ανεύθυνοι δεν είμαστε. Και γι’ αυτό θα ύπογράψομε με ΟΧΙ».
Η δικτατορία συνεχίζεται ακόμη. Ο Αντρέας Αρχοντάκης έξω από τη φυλακή στις 10.11.73, σ’ ένα άλλο του άρθρο προσδιορίζει τη «ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» εκείνη τη δεδομένη στιγμή, που δεν ήταν άλλη από το κτύπημα των τυράννων του. Προσπάθειες εξανδραποδισμού του λαού γίνονται με τον δήθεν κοινοβουλευτισμό του Μαρκεζίνη, και ο Ανδρέας Αρχοντάκης σημειώνει:
«Πολλοί, λοιπόν, οι εμφανισθέντες εν όψει των διαγραφομένων ή για άλλους αναπότρεπτων εξελίξεων. Είναι επομένως σωστό από τώρα, που βέβαια είναι η πρώτη αρχή μιας μεγάλης πορείας, δυστυχώς, αυτός ο καταταλαιπωρημένος άλλα πάντα συνετός και περήφανος λαός να σημειώσει την ύπαρξή του.
Να βάλει δηλαδή μερικές γενικές μα ουσιώδεις κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να είναι και σημεία καταυγάζοντα για τους “οδηγούς”».
Τον σοβαρό κίνδυνο διαισθάνεται και καταλήγει
«Ας σταθούμε, λοιπόν, γενναίοι και ας ακούσομε τη φωνή του χρέους μας. Ο εθνικός μας βάρδος ο Παλαμάς, έχει γράψει:
“Κι απ’ των αγώνων τα λιοντάρια,
κι από τα κουφάρια
κι από τη μαύρη, απόκρυφη βουλή πιανού θεού
μεσ’ τα ξεθεμελιώματα
στου χαλασμού τα χνάρια
γίνεται η δόξα ενός λαού”».
Ο λαός. Σ’ αυτόν οι ελπίδες και τα όνειρα στη μεγάλη πορεία που αρχίζει μετά τη δικτατορία. Γράφει στην πρώτη επέτειο της μεταπολιτεύσεως:
«Η αντίσταση στην ξένη κατοχή της εφταετίας εσφυρηλάτησε δεσμούς ακατάλυτους στον λαό, και όσο κι αν θα το ’θελαν οι εκπρόσωποι του μεταπρατικού ντόπιου κεφαλαίου να χρησιμοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν υπάρχουσες πολιτικές αντιθέσεις, ποτέ δεν θα μπορέσουν να ξεστρατήσουν ξανά το στρατευμένο τμήμα του λαού ή τις κοινωνικές ομάδες. Οσο κι αν μας πιέζουν οι καλοθελητές του αμερικανικού Πενταγώνου και οι φορείς του μονοπωλιακού κεφαλαίου, χρησιμοποιώντας τον τουρκικό επεκτατικό σωβινισμό. Σίγουρα ο τουρκικός λαός ξέρει πως μόνο δικά του συμφέροντα δεν θα κατοχυρώσει αν θα επιτρέψει στην ηγεσία του να κάνει το μοιραίο λάθος. Τούτη τη μέρα της μαύρης επετείου της καταραμένης εφταετίας, ας γονατίσουμε ευλαβικά πάνω στα μνήματα των ηρώων της αντίστασης και να κρατήσομε ενός λεπτού σιγή. Ας θυμηθούμε με συμπάθεια τους τόσους βασανισμένους, τους φυλακισμένους, τους ξορισμένους. Ας στείλομε μήνυμα αγάπης και συμπάθειας και συμπαράστασης στους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας Κύπριους. Ας υποσχεθούμε σε μας τους ίδιους ΠΟΤΕ ΠΙΑ».
Και στην προσπάθεια διαμόρφωσης των μεταδικτατορικών καταστάσεων στον τόπο μας, με την ευκαιρία της επετείου της μάχης της Κρήτης στις 24.5.75 γράφει:
«Αυτές τις μέρες εμείς οι Κρητικοί γιορτάζουμε, πάει να πει τιμούμε τη μνήμη των νεκρών μας στη “Μάχη της Κρήτης” όπως γράφεται πλέον στην ιστορία.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ στους νεκρούς της μάχης εκείνης. Στους πατεράδες, τις μανάδες και τα αδέλφια μας, μα και στους συναγωνιστές μας, στη μάχη αυτή. Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, και σε κείνους που αγγαλιάζει η κρητική γης. Και σε κείνους που έμειναν για να μεταδιηγούνται το θαύμα. Ειπώθηκε από αρμόδιο και υπεύθυνο στόμα: Από δω και πέρα θα λέμε αυτοί αγωνίστηκαν σαν Κρητικοί. Οι νεκροί μας, εμείς, ο κρητικός λαός, εκάμαμε το καθήκον μας κατά ιστορική συνείδηση. Δεν θέλομε πλερωμή άλλη. Μείναμε Ελληνες και για μια φορά οι βάρβαροι σκοτώνοντάς μας νικήθηκαν.
ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ. Αυτή τη φορά τους λένε συμμάχους, προστάτες μας και φύλακες του πολιτισμού.
Είναι οι Αμερικάνοι του Κίσιγκερ, του Σλέσιγκερ, του Ροκφέλερ και του Φόρντ. Είναι οι πραιτωριανοί του στρατιωτικοβιομηχανικού κατεστημένου του Πενταγώνου.
Είναι οι ακριβοπληρωμένοι πράκτορες της CIA. Είναι οι πάτρωνες και προϊστάμενοι των αδελφών Παπαδόπουλος και Σία. Είναι οι ουσιαστικοί σφαγείς των αδελφών μας Κυπρίων.
Για μας όμως τους Κρητικούς ή παροχή “φιλοξενίας” σημαίνει ΚΑΤΟΧΗ. Και φυσικά μπορεί να μας επιβληθεί μια κατοχή -γιατί τώρα δεν είμαστε ικανοί στρατιωτικά να κάμομε πόλεμο με τους Αμερικανούς, όπως είπε και η Καμπόζη τελευταία, αλλά σίγουρα δεν θα την παραδεχτούμε. Θέλομε αμόλυντη την κουλτούρα μας. Θέλουμε οι γυναίκες μας να μπορούνε άφοβα να πηγαίνουν στον κινηματογράφο βραδυνή μόνες τους. Θέλομε τις θυγατέρες μας να χαίρονται τις παραλίες και τα πάρκα μας χωρίς τον κίνδυνο του βιασμού από βαρβάρους. Θέλομε να μην γίνει το νησί μας ένα μεγάλο χασισοποτείο και “παράδεισος” ΕL-ES-D και ηρωίνης και συναφών.
Δεν θα επιτρέψουμε να γίνει το νησί μας ένα πλωτό αεροπλανοφόρο και χωροφύλακας των λαών της Μεσογείου.
Ας τοσυνειδητοποιήσουν και η Κυβέρνηση και οι τυχόν νοσταλγοί της μαύρης 7ετίας. ΑΛΛΑ ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι μεγάλοι της στιγμής, ξεφτελίστηκαν στο ελάχιστο αυτό γεωργαφικό σημείο που λέγεται ΚΡΗΤΗ».
Οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται με γοργό ρυθμό. Φορέας της Αλλαγής εμφανίζεται το ΠΑΣΟΚ. Παρά τους δισταγμούς του ο Αντρέας Αρχοντάκης, στα πρώτα δύσκολα βήματα, εντάσσεται σ’ αυτό, αγωνίζεται για την επιτυχία, για να “μπει το νερό στ’ αυλάκι”, όπως έλεγε. Στην πορεία και ενώ άρχισε να διαφαίνεται η επιτυχία του ΠΑΣΟΚ, διαπιστώνει πως κάτι δεν πάει καλά στην τακτική, στη μεθόδευση. Χωρίς δισταγμό και κόντρα στο όποιο πολιτικό του μέλλον καταδικάζει διαδικασίες και φυσικά βρίσκεται έκτος ΠΑΣΟΚ. Ο αγώνας, οι αγωνίες για τον Αντρέα Αρχοντάκη δεν σταματούν.
Η ζωή είναι γι’ αυτόν κίνηση, δράση, σκέψη προβληματισμός.
Όλα αυτά δυστυχώς σταμάτησαν στις 29 Δεκέμβρη του 1982, όταν ο Αντρέας Αρχοντάκης άφησε την τελευταία του πνοή σε Νοσοκομείο της Αθήνας.
Η ιστορία του μετά τον θάνατο -όπως ο ίδιος έλεγε- άρχισε να γράφεται και με τη σημερινή εκδήλωση. Θάναι δύσκολο στον οποιοδήποτε ν’ αρνηθεί πως μέσα απ’ αυτή θα σκιαγραφηθεί ένας πραγματικός άνθρωπος, ένας γνήσιος Κρητικός, που ήξερε ν’ αγωνίζεται και να λέει την αλήθεια ντρέτα, χωρίς περιστροφές. Γιατί οι «μέσες λύσεις», οι συμβιβασμοί δεν του ταιριάζανε, δεν ήτανε του χαρακτήρα του. Ήταν αυτά τα «ελαττώματά» του που όχι σπάνια τον φέρανε κόντρα στο πνεύμα της εποχής και τον κράτησαν μακριά από διαδικασίες στις όποιες ο ίδιος διακαώς ήθελε να συμμετέχει.
Βέβαιο είναι γι’ αυτούς που καλά τον γνώριζαν πως δεν ήταν αυτός που τελικά έχανε. Στην όποια αναμέτρηση ο Αντρέας Αρχοντάκης έμενε άτρωτος όπως τον ξέραμε. Κρητικός – υπερήφανος, σαν αυτούς που δίδουν την ιδιαιτερότητα στο νησί, που κάνουν τους Κρητικούς – κατά που ο ίδιος έλεγε – να μην μοιάζουνε με τους άλλους. Είναι αλήθεια παλιά που ξαναγγενιέται κάθε πρωί με το ηλιόβγαρμα και σίγουρα θα συνεχίσει έτσι για όσο καιρό ο ήλιος θα επιμένει ν’ ανατέλλει από την ανατολή».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΡΕΔΑΚΗΣ