Ξεχωριστές στιγμές του ελληνικού μυθιστορήματος κατά τη διάρκεια του 2023 υπενθυμίζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, προτείνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και μια περιδιάβαση στην αγορά του βιβλίου για τις γιορτές.
Εκκίνηση με μια σπαρταριστή παρωδία. «Η δίκη Σουάρεφ» (Εκδόσεις Πατάκη) του Χ. Α. Χωμενίδη διαθέτει ατμόσφαιρα αστυνομικής πλοκής, αντλεί τα πραγματολογικά της δεδομένα από τον κόσμο της σύγχρονης, μαχόμενης δικηγορίας και αποτελεί παρωδία δικαστικού μυθιστορήματος με πλήθος αιχμές για το ελληνικό περιβάλλον των ημερών μας. Ο Εδμόνδος Σουάρεφ, πρώην πιανίστας και νυν μεγαλέμπορος μουσικών οργάνων, ζητάει από τους δικηγόρους ενός διάσημου νομικού γραφείου να τον πάνε σε εικονική δίκη για φόνο συζυγικής αντιζηλίας που διέπραξε εν έτει 1983. Ο λόγος είναι πως μετά από την παρέλευση τόσων χρόνων το έγκλημα, ακόμα κι αν έχει συμβεί, δεν μπορεί να δικαστεί λόγω παραγραφής. Κι εδώ ξεκινάει όχι η κωμωδία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά μια δίκη που αποκαθηλώνει τους πρωταγωνιστές της. Με πολλαπλές μικρότερες, επάλληλες ιστορίες πελατών και δικηγόρων και με προσεκτικές προβολές των κεντρικών χαρακτήρων, η δίκη Σουάρεφ εξελίσσεται σε ένα παρωδιακό όργιο αντάξιο των καλύτερων σχετικών επιδόσεων του Χωμενίδη: καταπάτηση και παραμερισμός των νομικών κανόνων, κανένα αληθινό συμβάν, αγορητές με ρούχα Αποκριάς και απίθανα μα εμπνευσμένα λογύδρια, δαιμόνιος κατηγορούμενος, που διαλύει οικογένειες εις τα εξ ων συνετέθησαν, πάρτι του γραφείου σε πισίνα όπου η φαντασία ξιφομαχεί με την εξολόθρευση εξημμένων αναρριχητών, πρόσωπα μεταξύ εξοντωτικής καρικατούρας και βωβού δράματος. Με το ανοιχτό τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας επιτρέπει να οδεύσουν οι παθόντες σε μια ενήλικη, ανθρωπινότερη προοπτική, αποδεικνύοντας τη συγγραφική του ευαισθησία και ωριμότητα.
Ο έρωτας αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στη συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Έρωτες, έρωτες, έρωτες» (Κέδρος), αναδεικνύοντας το δικαίωμα του πάθους, της μετάνοιας, της αποστροφής, της προσήλωσης, της ανθρωποφαγίας, της ακάματης διεκδίκησης, της σωματικής διέγερσης, ακόμα και της καλλιτεχνικής μέθεξης, για αμφότερα τα φύλα και για όλες τις ηλικίες. Τι συνδέει, παρόλα αυτά, μεταξύ τους, τα διηγήματα του Ραπτόπουλου, εκτός από τους προηγούμενους γενικούς συσχετισμούς; Το τελευταίο κείμενο της συλλογής, που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο, είναι μια νουβέλα (κι όχι πλέον διήγημα), όπου ξετυλίγεται η πλασματική αυτοβιογραφία ενός δημιουργού κόμικς (ο οποίος λατρεύει τον Μίλο Μανάρα), σε αντιπαραβολή με τα προηγηθέντα διηγήματα, καταλήγοντας σε ένα τέχνασμα με αντικριστούς καθρέφτες: από τη μια πλευρά είναι τα διηγήματα και από την άλλη η νουβέλα που τα εμπεριέχει ως κόμικς τα οποία έχουν μεταγραφεί σε ερωτικές πρόζες του ίδιου δημιουργού. Τα διηγήματα αντικατοπτρίζονται έτσι στη νουβέλα και η νουβέλα κοιτάζει προς τα διηγήματα, διατηρώντας κατά τα άλλα στο ακέραιο τη θεματική της αυτονομία. Εμπνευσμένο εύρημα, που λειτουργεί είτε δίκην σπονδυλωτού μυθιστορήματος είτε σαν πολυδιασπασμένο και έκκεντρο όλον. Να προστεθεί η ανάμιξη χιούμορ και δράματος σε τόνους που δεν χάνουν ποτέ την αιχμηρότητά τους.
Με την πολυσέλιδη συλλογή διηγημάτων του «Μια Μαρίνα Τζάφου» (Εκδόσεις Πατάκη) ο Σωτήρης Δημητρίου σκιαγραφεί πρωταγωνιστές που εκπέμπουν κινδύνους ή υποψίες και επιφυλάξεις, αλλά και εμπνέουν συγκατάνευση ή συμπάθεια. Ως διηγηματογράφος ο Δημητρίου ξέρει πώς να απομονώσει στιγμές και ώρες από το παρελθόν και από το παρόν. Με εξαιρετικά σύντομα κείμενα, με μια γλώσσα που παίζει ανάμεσα στη λαϊκή (ή και τη δημώδη) έκφραση και σε μια κάπως παράταιρη λογιοσύνη, με συχνές δηλώσεις της συγγραφικής παρουσίας και της κατασκευαστικής διαδικασίας της λογοτεχνίας στα διηγήματά του, με κομμάτια τα οποία αντικρίζονται το ένα με το άλλο, με αναφορές στη μητρική ντοπιολαλιά, που δέσποσε στο μυθιστόρημά του «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (2021), με τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο Δημητρίου επιβεβαιώνει τη δεξιότητά του να σκάβει κάτω από το απέριττο ύφος με το οποίο μιλούν και παρουσιάζονται οι ήρωές του, πυροδοτώντας την απόγνωση ή αποθησαυρίζοντας εσαεί την αθωότητά τους.
Ο «Εφήμερος» (Εκδόσεις Καστανιώτη) της Μαρίλης Μαργωμένου είναι ένα μυθιστόρημα για την τρομοκρατία, που επιβεβαιώνει τις εγνωσμένες συγγραφικές της αρετές: στήνει μαγευτικά μέσα στην έντασή τους κινηματογραφικά πλάνα, επινοεί δευτερογενείς πλην απολύτως κρίσιμες για την κεντρική πλοκή ιστορίες και εκφράζεται με μια εξαιρετικά ακριβή γλώσσα. Το βιβλίο κινείται επιπλέον σε δύο εξαρχής διακριτά αφηγηματικά επίπεδα- το ένα εξελίσσεται το 1999 και το άλλο το 2018. Ο Λεωνίδας Δρακόμαλλος, ένας νεαρός συντάκτης της εφημερίδας «Εφήμερος», ο Αλκιβιάδης Μπρίτας, ο διευθυντής της, και ο Θωμάς Νέαρχος, ο εκδότης, είναι μέλη της οργάνωσης Αντάρτες πόλης με μια ιδιοφυή κάλυψη. Την οχύρωσή τους αποτελεί η ίδια η εφημερίδα, της οποίας η πυραμιδική ιεραρχία (η γραμμή κατεβαίνει από την κορυφή, αλλά δεν αποκτά ποτέ ανάστροφη πορεία) έχει μεταφερθεί ακέραια στους Αντάρτες πόλης. Το όλο κλίμα παραπέμπει βεβαίως στη 17 Νοέμβρη, με τη διαφορά πως η Μαργωμένου δεν βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και σε δημοσιογραφικά αρχεία. Εκείνο που πρωτίστως την ενδιαφέρει δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν η τρομοκρατία, αλλά το οργισμένο πνεύμα της εποχής της και το πώς ένα τέτοιο πνεύμα εμπλέκει τους ήρωες σε μια πορεία προς την υπαρξιακή τους κατηφόρα και εντέλει προς την αυτοκαταστροφή.
Και ο κύκλος κλείνει με το εικονογραφημένο μυθιστόρημα (graphic novel) του Soloup (κατά κόσμον Αντώνη Νικολόπουλου) «Ζορμπάς. Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» (Διόπτρα). Σκοπός του κομίστα είναι να αποσπαστεί ο Ζορμπάς από το πρότυπο ενός τοπικού και κατά τεκμήριον αφελούς και απλοϊκού γλεντζέ, το οποίο κυριάρχησε διεθνώς μέσω της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη, και να επανέλθει στο πνεύμα του Καζαντζάκη και στα κεφαλαιώδη μοτίβα- αναρωτήσεις που έχουν εγγραφεί στην ταυτότητά του: ποια είναι η σχέση του έρωτα με τον θάνατο, τι απαιτεί ο Θεός από τους ανθρώπους και από τον εαυτό του, πού συναντιέται η σάρκα με το πνεύμα, πώς αντιμετωπίζουν οι αρσενικοί τις θηλυκές, τι σημαίνει ανδρική τόλμη και παρρησία, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινοβιακή ζωή ικανή να θρέψει τις αυθεντικότερες ανάγκες της ύπαρξης, πώς να απαντήσουμε στον τρόμο του θανάτου δίχως να παραβλέψουμε την ακατανίκητη παρόρμηση της ελευθερίας;