Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

(και μια ανακοίνωση της ΕΛΜΕ Χανίων)

Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ I. ΛΟΥΠΑΣΗΣ*

Για την ανακοίνωση του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Χανίων με θέμα τις παρελάσεις μαθητών κατά τις εθνικές επετείους (βλ. Χ.Ν. 27.10.09, 8) είναι δυνατόν να γίνει λόγος πολύς. Όχι τόσο για το ότι δεν διευκρινίζεται ποιους εκφράζει (αν και θεσμικά το Δ.Σ. νομιμοποιείται να εμφανίζεται ως εκφραστής των θέσεων ολόκληρου του κλάδου), όσο για τις επί της ουσίας απόψεις πάνω σ’ ένα θέμα το οποίο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αφορά μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Για λόγους, εξ άλλου, οικονομίας, μπορεί να παρακαμφθεί μια συγκαλυμμένη αλλά και μεστή περιεχομένου αντίφαση ή ανακολουθία: ενώ μέσω της ανακοίνωσης παρουσιάζονται με ύφος αξιωματικό θέσεις απόλυτες και περίπου αδιαπραγμάτευτες, ανακαλύπτεται στο τέλος η «ανάγκη να αρχίσει άμεσα μια οργανωμένη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου των παρελάσεων…».
Αρχικά το θέμα αυτό εντάσσεται σε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται και άλλα: εθνική ταυτότητα, εθνική ιστορία, εθνικά σύμβολα, συμμετοχή με ρόλο «πρωταγωνιστικό» παιδιών μεταναστών στους εορτασμούς. Αν και φαίνεται να υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στα θέματα αυτά, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το ότι και άλλες διαστάσεις, επομένως και σημασία, έχει καθένα, και διαφορετικές ανάγκες ικανοποιούν. Φοβούμαι όμως ότι κατασκευάζονται ή υποκινούνται από μειοψηφίες. Όχι ότι τούτο είναι από μόνο του κακό. Η ένσταση βρίσκεται στο γεγονός πως αυτές οι μειοψηφίες, όπως γίνεται και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής, απαιτούν να επικρατεί και να επιβάλλεται η άποψη τους.
Η δυναμική την οποία αποκτούν τα εν λόγω θέματα γίνεται ιδιαιτέρως αισθητή εξ αιτίας της σύγχυσης που προκαλείται από τη σχέση που εμφανίζεται να έχουν μεταξύ τους αλλά και από την ισοπέδωση που επιχειρείται ή και από επίκληση γνωρισμάτων τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα η τιμή την οποία πρέπει να αποδίδουμε στα εθνικά σύμβολα, και αυτή πρέπει να εκφράζεται με κάθε τρόπο και σε καθημερινή βάση, και άλλο επετειακές εκδηλώσεις κατά τις οποίες διεγείρεται η κοινή μνήμη και απευθύνεται γενικό προσκλητήριο τιμής. Σ’ αυτές, λοιπόν, τις εκδηλώσεις είναι αυτονόητο ότι κατανέμονται ρόλοι και αρμοδιότητες, κάτι που συνεπάγεται ότι κάποιοι θα βγουν μπροστά, κάποιοι άλλοι θα μείνουν πιο πίσω, ενώ θα υπάρχουν και οι «θεατές» που συμμετέχουν με τον δικό τους τρόπο. Αν σ’ αυτό το «σκηνικό» κάποιοι βλέπουν τη συμμετοχή των σχολείων και των μαθητών ως μια στάση υποκριτική («για το θεαθήναι»), ως μια διαδικασία για διαχωρισμό σε «κοντούς» και σε «ψηλούς» ή γενικότερα σε κατάλληλους και σε μη κατάλληλους, ως μια ευκαιρία για αποκλεισμούς και για απώλεια μαθημάτων, σημαίνει ότι ψάχνουν να βρουν επιχειρήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν. Γιατί με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το σχολείο στο σύνολο του, και με βάση την εικόνα που παρουσιάζει στην Ελλάδα, συνιστά πελώρια υποκρισία. Θα μπορούσε να υπενθυμίσει ότι «κοντοί» και «ψηλοί» (και στο σώμα και στο πνεύμα) υπάρχουν και μέσα στην τάξη, η ίδια δε η αξιολόγηση την οποία κάνουμε για τους μαθητές μας οδηγεί σε διαχωρισμούς και σε αποκλεισμούς!
Επί πλέον, η σύνδεση των παρελάσεων με το μάθημα της ιστορίας εξυπηρετεί την ανάγκη για ανακάλυψη και άλλων «επιχειρημάτων». Το ότι οι μαθητές μας δεν προσλαμβάνουν από το μάθημα αυτό όσα θα θέλαμε δεν οφείλεται, προφανώς, στις παρελάσεις. Και ευρισκόμενος ένα βήμα πριν από την έξοδο μου από την υπηρεσία ομολογώ πως δεν αντιλήφθηκα ποτέ ότι «η Πολιτεία υποκαθιστά την κριτική ιστορική μνήμη με γυμνάσια "στρατιωτικής αρετής"»! Εκείνο που έχει διαπράξει η Πολιτεία είναι ο ευνουχισμός της λειτουργίας της μνήμης γενικά στους μαθητές με το να ταυτίσει τεχνηέντως την απομνημόνευση με την παπαγαλία. Θα ήταν όμως και κωμικό να ισχυρίζεται κανείς στα σοβαρά ότι με τη συγκεκριμένη εκδήλωση (παρέλαση) που γίνεται δύο φορές το χρόνο ασκεί επίδραση στη συνείδηση των μαθητών τέτοια, ώστε να «επισκιάζει τον παιδευτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει για το σχολείο ο εορτασμός των εθνικών επετείων».
Το ζητούμενο λοιπόν είναι ο «παιδευτικός χαρακτήρας». Ποιο είναι το περιεχόμενο του; Ποια η μορφή του; Ποιοι οι στόχοι και ποιες οι μέθοδοι; Και από ποιους υλοποιείται; Στα ερωτήματα αυτά οι συνάδελφοι τοιι Δ,Σ,. της ΕΛΜΕ δίνουν απαντήσεις με γενικόλογες διατυπώσεις πολύ ευδιάκριτης ωραιολογίας. Εκείνο που λείπει (όχι μόνο τώρα!) είναι η συγκεκριμένη και λεπτομερής πρόταση η οποία θα διέπει ολόκληρο το φάσμα των αναγκαίων ενεργειών. Το μόνο σημείο όπου βρήκα κάποιες προτάσεις είναι αυτό στο οποίο προτείνονται για την απόδοση φόρου τιμής «στους αγωνιστές του ηρωικού παρελθόντος» εκδηλώσεις όπως θεατρικά δρώμενα, επισκέψεις σε μαρτυρικούς τόπους, σε παραρτήματα εθνικής αντίστασης και μουσεία, συζητήσεις με πρωταγωνιστές / συμμετέχοντες στα γεγονότα, αξιοποίηση ιστορικών ντοκουμέντων- οπτικοακουστικών πηγών, συζήτηση – ανάδειξη προβληματισμού πάνω <ττα ιστορικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα όμως δεν προτείνεται τίποτε καινούργιο, αφού όλα αυτά, στο πλαίσιο του δυνατού και με βάση των όρεξη ή τη δημιουργικότητα των διδασκόντων, ήδη εφαρμόζονται! Αν κάπου αυτό δεν συμβαίνει, ας ψάξουμε να βρούμε το γιατί. Θα συμφωνήσουμε ότι σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό υπάρχει «κρίση ταυτότητας» του σχολείου κάτι που σημαίνει ότι τα προβλήματα που υπάρχουν δεν σχετίζονται μόνο με το μάθημα της ιστορίας, κατά προέκταση δε με τις παρελάσεις. Θα μπορούσε δηλαδή στο σημείο αυτό να ρωτήσει κάποιος όσους είναι αντίθετοι με τις παρελάσεις: «αλήθεια, μήπως μπορείτε να μας πείτε πώς ήταν τα πράγματα πριν από την καθιέρωση τους;».
Η αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος πρέπει να έχει αφετηρία τη μελέτη των παραγόντων που το δημιουργούν. Στην περίπτωση μας είναι ανεδαφικό και μάταιο το να επικαλούμαστε το γεγονός πως μόνο στην Ελλάδα γίνονται μαθητικές παρελάσεις (με την ευκαιρία: γιατί δεν ασκείται κριτική και για τις στρατιωτικές παρελάσεις;) ή το να ισχυριζόμαστε πως αποτελούν «έθιμο με σαφή μιλιταριστικό χαρακτήρα» και πως οδηγούν «στην "στρατικοποίηση" (δΐο) των μαθητών (…) πολλές φορές και σε ξενοφοβικά παραληρήματα». Και συνιστά παραχάραξη της πραγματικότητας το να παρουσιάζουμε με τον τρόπο που μας εξυπηρετεί την άποψη πως «το "εν-δύο" βοηθάει τους μαθητές να συνειδητοποιήσουν την ιστορική μνήμη της χώρας μας»: ναι, βοηθάει, που σημαίνει ότι από μόνο του αυτό δεν είναι αρκετό! Και αν διαπιστώσουμε πως υπάρχουν αδυναμίες – και προφανώς υπάρχουν -, να εξετάσουμε τι πρέπει να πράξουμε, ώστε να τις θεραπεύσουμε.
Στην ανακοίνωση του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ οι σχετικές με τις παρελάσεις απόψεις συμφύρονται με τις ιδιαιτερότητες (ή προβλήματα) του μαθήματος της Ιστορίας. Ομολογώ πως δεν μπορώ να καταλάβω πώς τεκμηριώνεται ο (έμμεσος αλλά σαφής) ισχυρισμός ότι η εθνική ιστορία στο ελληνικό σχολείο «στοχεύει στην εθνικόφρονα διάπλαση κομπλεξικών ανθρώπων» και ότι, περαιτέρω, τους θέλει να «αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους μόνο όταν καταγγέλλεται, προσβάλλεται, διώκεται και συκοφαντείται οτιδήποτε και οποιοσδήποτε είναι πολιτισμικά διαφορετικός από εκείνους». Ανατριχιαστικές «διαπιστώσεις», οι οποίες, εκτός των άλλων, προσβάλλουν εμάς τους ίδιους που διδάσκουμε το μάθημα της Ιστορίας, καθώς μας θεωρεί ουσιαστικά συνένοχους σε μια απάνθρωπη διαδικασία.
Έχω τη γνώμη ότι τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν (και θα είχε γίνει αυτό προ πολλού) αν είμαστε περισσότερο δίκαιοι έναντι των αγαθών που καλούμαστε να διαχειριστούμε, περισσότερο συνεπείς προς ό,τι το παρελθόν – όχι μόνο το εθνικό – και η συνείδηση μας υπαγορεύουν, περισσότερο ειλικρινείς σε σχέση με αυτό που θέλουμε να αφήσουμε για τη νέα γενιά και με αυτό που καλούμε τη νέα αυτή γενιά να πράξει. Είναι π.χ. σωστό να επισημαίνουμε ότι (συχνά) οι παρελάσεις είναι για τους μαθητές «μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να χάνουν μάθημα όταν γίνονται οι πρόβες», εξ ίσου έντιμο όμως είναι το να θυμόμαστε (και να το λέμε) ότι επίσης «πρώτης τάξεως ευκαιρία…» βρίσκουν οι μαθητές όταν προετοιμάζονται για «θεατρικά δρώμενα» (κατά την πρόταση του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ) ή, πολύ περισσότερο, όταν προβαίνουν στις ετήσιες και κατά το επικρατήσαν έθιμο καταλήψεις. Οφείλουμε δε να δώσουμε μια πειστική εξήγηση για τους λόγους που επιβάλλουν διήμερο εορτασμό των επετείων της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου. Να βλέπουμε επίσης το ότι η παρέλαση ακολουθείται από «μια ευκαιρία για καφέ με την άδεια των γονιών σου», αλλά να θυμόμαστε παράλληλα πως «ευκαιρία για καφέ» (αλλά χωρίς την άδεια των γονιών τους!) έχουν οι μαθητές μας όταν π.χ. η προβλεπόμενη εκπαιδευτική εκδρομή πραγματοποιείται σε «ιδρύματα» όπως αυτά που έχουν εγκατασταθεί στο Κουμ Καπί για «φιλοξενία» της νεολαίας.
Αν, τέλος, το θέμα της μαθητικής παρέλασης εντάσσεται στα ζητήματα που συνδέονται με τον τρόπο επικοινωνίας με τους νέους, δεν έχουμε παρά να αναζητήσουμε τους δρόμους που θα μας φέρουν πιο κοντά τη μια πλευρά με την άλλη. Το να αποκατασταθεί η επικοινωνία με περικοπές και με εκπτώσεις είναι κίνηση που σηματοδοτεί μια πορεία με απροσδιόριστη κατάληξη, όχι πάντως θετική. Παραδείγματα πολλά υπάρχουν από το παρελθόν, το μόνο που μένει είναι να τα θυμόμαστε.

*Φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα