Του Γ. ΟΥΝΤΡΑΚΗ
Πέντε σφαίρες ακούστηκαν στον αέρα. Η μία χτύπησε στο οδόστρωμα και εξοστρακίστηκε. Ο Υφυπουργός Εμπορίου έγειρε στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων περαστικών. Μια γυναίκα έβαλε τις φωνές και άρχισε να τρέχει. Το υπουργικό αυτοκίνητο είχε ανέβει επάνω στο πεζοδρόμιο και ο οδηγός του έκλαιγε με λυγμούς. Ένα κλάμα λυσσαλέο, με οργή.
Εγώ έφτασα στον τόπο του εγκλήματος, 20 λεπτά αργότερα. Έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Την γραβάτα μου τον κρατούσα ακόμη στα χέρια μου.
"Κύριε Διοικητά είναι φοβερό. Έχει δεχτεί πέντε σφαίρες στο πρόσωπο."
Ο Περλεπές ήταν πάντα σαφής. Σήμερα ήταν και πολύ φοβισμένος. Όλοι οι μπάτσοι ήμασταν φοβισμένοι. Η υπόθεση της τρομοκρατίας, τους τελευταίους, οκτώ μήνες είχε πάρει μια ανεξέλεγκτη τροπή. Όλα ξεκίνησαν με μια κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς και απροσδόκητα, εξελίχθηκαν σε ένα φρικαλέο λουτρό αίματος. Τα ψευδεπίγραφα των κοινωνικών ανισοτήτων είχαν βρει πρόσφορο έδαφος σε γηπεδικές συμπεριφορές που ξεκίνησαν, αθώα, και εξέθρεψαν τον κανιβαλισμό του αυγού του φιδιού. Οι κομματάνθρωποι πρώτα σιωπούσαν και τώρα λούφαζαν. Από ιδεολογική δειλία έβαλαν πάλι "μπούτι" την κοινωνία να καταδικάζει σύσσωμη και ν΄ απομονώνει τους τρομοκράτες, κάτι που τους βολεύει αφού είναι το ψυχολογικό τους αδιέξοδο να ζουν με κουκούλες. Πάντα στο περιθώριο και να τους αναγνωρίζομε, κιόλας, αυτό το δικαίωμα. Η μία δημόσια ανοησία, διαδεχόταν την άλλη. Οι διαπιστώσεις τους ήταν τόσο ευτελείς, όσο και η ανοχή τους. Διάτρητη και προβλέψιμη. Εν πάση περιπτώσει, εγώ αστυνομικός ήμουν, όχι πολιτικάντης του συρμού.
Για τον Διαφωτισμό δεν είχα διαβάσει, και δεν ήμουν δυτικοαναθρεμμένος.
Πως γίνεται, όμως, να έχεις να κάνεις με κατσαπλιάδες και να επικαλείσαι τον Ντιντερό;
Το σφαγείο δεν έχει ανάγκη από ουμανιστικό περιτύλιγμα. Είναι, απλά, σφαγείο.
Η υπεροχή της Δημοκρατίας κρίνεται στην αποτελεσματικότητα της, όχι στον ιδεολογικό της μανδύα, που πολλές φορές, τυλίγει, εντυπωσιακά το ιλλουστρασιόν προφίλ κομματανθρώπων.
Αν συνεχίσω να σκέφτομαι έτσι, μπορεί να καταντήσω και αρθρογράφος σε καμιά εφημερίδα. Τώρα χρειάζεται δουλειά και πληροφορίες.
Το αφεντικό στο Αρχηγείο περίμενε αποτελέσματα. Την κατάλληλη πληροφορία, όμως, δεν την είχαμε. Για αντίδοτο αυτής, επιστρατεύσαμε όλες τις κρυπτοφασίζουσες πρακτικές. Κάμερες, τράπεζα DNA, ηλεκτρονικό φακέλωμα, ένα "αμερικάνικο πλυντήριο" για εσωτερική κατανάλωση.
Εγώ ήμουν 20 χρόνια μπάτσος και δούλευα με πληροφορίες. Οι πληροφορίες βγάζουν τη σύλληψη. Οι βρυκόλακες μπορεί να ονειρευότανε ένα Γκουανάναμο στο Παγκράτι αλλά οι τρομοκράτες παραμένουν ασύλληπτοι.
Εγχειρίδια δεν διάβασα ποτέ. Ό,τι έκανα, το έκανα πάντα με την όσφρηση του πεζοδρομίου και την συστηματική δουλειά.
Τώρα ήμουν στο σκοτάδι.
Οι μάγκες χτυπούν γρήγορα και εξαφανίζονται. Κομάντα της κοινωνικής αλητείας.
Εδώ, όμως, δεν ήρθαμε για να βρίσουμε αλλά για να τους πιάσουμε. Πόσο εύκολα σ’ αυτήν την χώρα ανοίγουμε τον βαρετό δημόσιο διάλογο, εκεί που χρειάζεται περισυλλογή και δουλειά. Κουβεντομαστούρα και το αίμα να ρέει άφθονο. Οι σκέψεις μου είναι κυνικές, ατελέσφορες και έχουν "ξάδελφο" στη μακρινή Βενεζουέλα. Λες να είμαι κομμουνιστής κατά βάθος;
Με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Ο Περλεπές συζητούσε δίπλα στο αυτοκίνητο με έναν δημοσιογράφο. Και αυτοί έχουν, σήμερα, άχαρο ρόλο. Προχθές ένας τίμιος ρεπόρτερ, μου έλεγε ότι αισθάνεται σα νεκροθάφτης.
Είναι νέος ακόμη, θα μάθει και αυτός. Το ρεπορτάζ δεν του ‘χει φτιάξει, ακόμη, πετσί από τσίγκο. Άναψα ένα τσιγάρο και σκέφτηκα τον καρδιολόγο μου. Ήταν και εκείνος μανιώδης καπνιστής. Το έκρυβε, ομως… Ένας μετανάστης με κοίταξε με γλυκύτητα πίσω από την κόκκινη κορδέλα. Χαΐδεψα το κινητό μου και του χαμογέλασα. Αυτός ο τόπος πρέπει να συνεχίσει να ζει.
Έβαλα τα χέρια μου στην τσέπη γιατί πάγωσαν. Εκείνο το βλέμμα του μετανάστη με σημάδεψε. Σαν να με ρωτούσε που ήταν ο Παράδεισος που του υποσχεθήκαμε;
-"Κύριε Διοικητά, τι λέτε;" Ο Περλεπές ήταν έτοιμος να δακρύσει.
-"Μίλησες με αυτόπτες μάρτυρες;"
-"Η γνωστή σύγχυση των τηλε-μαρτύρων" μου απάντησε. "Το μόνο σίγουρο είναι η μηχανή μεγάλου κυβισμού".
Γύρισα και κοίταξα τον μετανάστη. Ο Παράδεισος δεν μένει πια εδώ. Μπήκα στο αυτοκίνητο και άκουσα το ραδιόφωνο. Το έκλεισα, αμέσως. Έμεινα, στο κάθισμα, ασάλευτος. Πού είχα βάλει την γραβάτα μου;
Έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα τον γιό μου. Τι κόσμο του ετοιμάζαμε; Τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά; Είχα μια βλακώδη μελαγχολία που δεν ταιριάζει σε αξιωματικό της Αστυνομίας. Εκείνος ο μετανάστης, όμως, και ο μικρός μου γιός… Και η χώρα, ολάκερη, που σταυρώνεται με τα γόνατα ματωμένα, η φοβισμένη ματιά του περιπτερά μου, το βιβλίο του Ελύτη που δεν πρόλαβα να διαβάσω.
Και η ζωή μου, ολάκερη, που μύριζε κατουρίλα στα κρατητήρια, που ήταν δυο σκαμπίλια στους μαυριδερούς φτωχομπινέδες , που ήταν αγανάκτηση από τις εμφυλιακές ενοχές της κοινωνίας.
Η ζωή μου ολάκερη…
Εγώ ένας μπασκίνας. Το ανέξοδο πτυελοδοχείο της κοινωνίας, που ξεροχαλίζονται όλοι οι κοκορόμυαλοι της "φονταμενταλιστικής Αριστεράς", εγώ πρέπει να βρω λύσεις, που δεν τις έχω. Άνοιξα, πάλι, το ραδιόφωνο και κοίταξα το τιμόνι. Άνοιξα το ντουλαπάκι και κοίταξα το πιστόλι μου. Το πιστόλι ήταν περιττό. Τώρα έπρεπε να βάλω το μυαλό μου, να δουλέψει.