ΑΘΗνα
Αντιδρούν οι τραπεζίτες στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομίας που αφορά στη ρύθμιση χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ζητώντας βασικές αλλαγές με στόχο να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Όπως αναφέρει «Το Βήμα», βάσει των παρατηρήσεων της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) είναι αναγκαίες 12 τροποποιήσεις σε ρυθμίσεις του σχεδίου, οι οποίες στοχεύουν στη δημιουργία αντικινήτρων για τους καταναλωτές που θα επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν καταχρηστικά τον νόμο.
Οι βασικότερες αλλαγές που επιδιώκουν οι τράπεζες αφορούν στον διπλασιασμό στο 20% επί των συνολικών ανεξόφλητων ποσών του ελάχιστου ποσοστού των ρυθμιζόμενων οφειλών και την τήρηση των δεδομένων ασυνεπών πιστοληπτικών συμπεριφορών επί μία δεκαετία σε βάσεις οικονομικής συμπεριφοράς, όπως αυτή που τηρεί η Τειρεσία ΑΕ.
Σύμφωνα με την ΕΕΤ το εν λόγω νομοσχέδιο θα πρέπει να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καθώς τίθεται θέμα σταθερότητας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι τραπεζίτες σημειώνουν ότι θα πρέπει να προσδιοριστεί η έννοια της οριστικής μόνιμης, μη δόλιας, αδυναμίας που αποτελεί προϋπόθεση για την υπαγωγή φυσικού προσώπου στο πεδίο εφαρμογής του νόμου.
Στο πλαίσιο αυτό τονίζουν ότι πρέπει να απαλειφθούν οι έννοιες «περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα» και «επαπειλούμενη αδυναμία», οι οποίες σύμφωνα με την ΕΕΤ είναι δύσκολο να προσδιορισθούν. Αντ’ αυτού προτείνει τον ορισμό ενδεικτικών κριτηρίων, βάσει των οποίων θα μπορεί ένας ιδιώτης να πτωχεύσει. Επιπλέον προκειμένου να αποφευχθεί καταστρατήγηση του νόμου, οι τράπεζες σημειώνουν ότι δεν πρέπει να υπάγονται στον νόμο περιπτώσεις δανείων που χορηγήθηκαν εντός ενός εύλογου διαστήματος, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 12 μηνών, που προηγείται του χρονικού σημείου όπου ο οφειλέτης εκδηλώνει την πρόθεσή του να πτωχεύσει.
Επιπλέον, ζητείται να οριστεί χρονικό διάστημα πριν από την πάροδο του οποίου ο οφειλέτης δεν θα μπορεί να υποβάλλει νέα αίτηση ρύθμισης οφειλών, σε περίπτωση απόρριψης της προγενέστερης, λόγω καταχρηστικής υποβολής της ή παραβίασης των υποχρεώσεών του.
Από την άλλη, προτείνεται να καθοριστεί ως αρμόδιο δικαστήριο αντί του Ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο διαθέτει σύμφωνα με τις τράπεζες την εμπειρία εφαρμογής του πτωχευτικού κώδικα για τους εμπόρους.
Σχετικά με την προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού η ΕΕΤ υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να υπάρχουν ελάχιστες προϋποθέσεις που να πληρούν οι φορείς οι οποίοι χορηγούν σχετικές βεβαιώσεις αποτυχίας του. Εξάλλου οι τράπεζες επιθυμούν σε περίπτωση κατά την οποία δεν ευοδωθεί τελικά η απαλλαγή του καταναλωτή από τα χρέη του, αυτά να εκτοκίζονται αναδρομικά.
Τέλος, οι τραπεζίτες θα επιδιώξουν τη θέσπιση ρύθμισης, όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλλει κάθε μήνα ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, το οποίο ορίζεται ότι θα διαρκεί από τρία έως πέντε έτη.
Βάσει της ρύθμισης αυτής θα μπορεί το δικαστήριο να μειώσει ή να παρατείνει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι.