Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Τα νέα ποιήματα του Λεωνίδα Κακάρογλου

Από τον Όμηρο ως τον Δάντη και από τον Τσέχωφ και τον Παπαδιαμάντη ως τον Χατζή, τον Κοτζιά και τον Βαλτινό, η λογοτεχνία καταγράφει τη δική της πνευματική ιστορία στην οποία αναβαπτίζονται και τα αξιόλογα σημερινά έργα. Χωρίς δογματισμούς και προκαταλήψεις, αλλά με βάση τη λογοτεχνική και φιλοσοφική τους αξία, η στήλη φιλοδοξεί να φιλοξενήσει κείμενα που θα σχολιάζουν έργα του «κανόνα» της ελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.  

Γράφει ο ΔημΗτρης ΒλαχοδΗμος*

Μόλις εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του Λεωνίδα Κακάρογλου: «Άδεια εξόδου» εκδόσεις Οδός Πανός, Οκτώβριος 2009. Αυτά τα νέα ποιήματα έχουν θέμα τους ένα πανάρχαιο ζήτημα: τον απροσδόκητο αποχωρισμό του θανάτου ενός αγαπημένου και λατρεμένου προσώπου -της γυναίκας με την οποία είμαστε σάρκα μία εν προκειμένω. Ξεκινώ από την αφιέρωση του βιβλίου: «της Δέσποινας / είκοσι δύο καλοκαίρια / ―  το ένα ατελείωτο». Στην λογοτεχνία το καλοκαίρι ως εποχή σημαίνει παραδείσια ελευθερία και απόλαυση. Το επίθετο «ατέλειωτο» εδώ, όσο και αν δηλώνει την παρατεταμένη αγωνία και το ατελεύτητο του πόνου και του θανάτου, υποκρύπτει την σημασία της ατέλειωτης αιωνιότητας. Και πολύ περισσότερο ο μήνας Αύγουστος, ο καθαυτό μήνας του καλοκαιριού με τον οποίον κλείνει η ποιητική συλλογή:
Αυτόν τον Αύγουστο
Τον ατελείωτο
Τον απελπιστικά
Τελειωμένο
Ψάχνω να βρω μια έστω και αμυδρή αίσθηση ελπίδας στα ποιήματα του Κακάρογλου και ομολογώ ότι παρ’ ότι είναι επιμελώς κρυμμένη, με προσεχτικό διάβασμα αποκαλύπτεται, υπάρχει! Ήδη το βλέπουμε από την αρχή: το ατέλειωτο εικοστό δεύτερο καλοκαίρι του πόνου αποτέλεσε την σπίθα έμπνευσης για τα είκοσι ένα άτιτλα ποιήματα της συλλογής, η ζωή θριαμβεύει με πρωτοστάτη την τέχνη και αγκαλιάζει τον θάνατο, κρατά το αγαπημένο πρόσωπο στην ζωή και στην διαρκή παρουσία της ανάγνωσης. Κάθε τι που γίνεται βιβλίο, δεν πεθαίνει εντάσσεται σε ένα διαρκές παρόν και εξασφαλίζει έτσι ένα μερίδιο στον χρόνο που υπερβαίνει κατά πολύ το σύνηθες όριο διάρκειας μιας ανθρώπινης ζωής. Το εικοστό δεύτερο ποίημα δεν έχει γραφεί, ο θάνατος δεν γράφει, η ζωή γράφει και γράφεται. Η γραφή παρατείνει την ζωή πέρα από τον θάνατο.
Ο τίτλος της συλλογής (που μας ξεγελά αν δε τον συνδέσουμε με αυτό) προέρχεται από το πρώτο ποίημα:
Μα τώρα εκεί που είσαι
Δεν ξέρω αν θυμάσαι

Γι’ αυτό μια άδεια εξόδου ζήτα τους
Να ξαναδείς
Τη μέρα π’ ανατέλλει
Τη μέρα που βραδιάζει
Αισθητή/πραγματική ανταπόκριση είναι αδύνατον να υπάρξει αλλά η αλήθεια της παρουσίας ενός ανθρώπου, το πέρασμά του από την ζωή, διαχέεται παντού και παραμένει ανεξίτηλο. Έτσι μόνο έχουν νόημα οι τελευταίοι στίχοι του ίδιου ποιήματος:
Κι οι ψιχάλες της βροχής στα τζάμια
Τ’ όνομά σου
Συλλαβίζουν
Από αισθητικής πλευράς τα ποιήματα είναι άρτια και φαντάζουν σαν αόρατα νήματα που κρατούν την επαφή με την αγαπημένη, η οποία δεν ξεχνιέται και έτσι η αγάπη νικάει τον θάνατο. Είναι σπουδαίο να καταλήγει μια ολόκληρη ζωή να γίνει ποίημα, να αποκρυσταλλώνεται σε ένα ποίημα και αυτό ακριβώς το γεγονός είναι μια αρχαία τέχνη. Αρκεί να θυμηθούμε τα αρχαία επιτύμβια επιγράμματα, τους στίχους που αναγράφονται ακόμα στους τάφους ή και δημοσιεύονται επίσης σε τούτην εδώ την εφημερίδα επιμνημοσύνως, συχνά. Αυτός ο πόνος που γίνεται τέχνη, ο νεκρός άνθρωπος που απαθανατίζεται μέσα σε ένα ποίημα είναι το δραστικότερο «παυσίλυπον», ένας υγιής, δοκιμασμένος από παλιά και αποτελεσματικότατος, τρόπος αντιμετώπισης και υπέρβασης του πένθους.
    Ορισμένα από τα ποιήματα της συλλογής ακούστηκαν στο θεατρικό έργο «Τζάμια φιμέ» και ορισμένα στην βραδιά που αφιερώθηκε σε χανιώτες ποιητές στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων (21.3.2009). Τότε είχα πει στον ποιητή ότι αυτά που ακούσαμε ήταν εξαίρετα και εκείνος απάντησε ότι «είναι πολύ λυπητερά». Δεν μπορούμε να εξορίσουμε την λύπη, την θλίψη και τον πόνο από την ζωή μας. Πορευόμαστε με αυτά, τα μετουσιώνουμε και προχωράμε, ελπίζοντας ότι κάποτε θα γίνουμε και εμείς ένα ποίημα, θα μας δοθεί η χάρη να αφιερωθούμε στην ποίηση.
    Έχω σημειωμένα πολλά ποιήματα που μου αρέσαν και είναι αδύνατο να τα παραθέσω. Αρκούμαι σε ένα, το δεύτερο της συλλογής, που το θεωρώ αριστούργημα επειδή μου θυμίζει ένα ποίημα της Σύλβιας Πλαθ και δείχνει πώς η επικοινωνία με την φύση αυξάνει όντας νεκροί˙ η ζωή συνεχίζεται:
Στο πρώτο χορτάρι του φθινοπώρου
Δεν θα περπατήσεις
Ούτε το πρώτο χιόνι στα βουνά
Θα δεις

Μόνο τα φύλλα από τις λεύκες
Που παίρνει ο βοριάς
Και σου τα φέρνει
Να τα φοράς και να σκεπάζεσαι
Μην τύχει και κρυώσεις  
Παραπλήσιας ωραιότητας και αρτιότητας είναι και το δωδέκατο ποίημα:
Δεν ξέρω τι θα κάνω
Με τα κόκκινα παπούτσια
Που δεν πρόλαβες να τα φορέσεις

Δεν θέλω να τα χαρίσω
Μα ούτε και στο ντουλάπι να τ’ αφήσω

Γι’ αυτό θα τα γεμίσω χώμα
Και θα φυτέψω βασιλικό
Να μυρίζει τους δρόμους
Που δεν περπάτησες

Τη νύχτα που έγινες νύχτα
Αυτή η νύχτα όμως που την σφραγίζει η ποίηση δεν είναι μια οποιαδήποτε νύχτα, δεν είναι μια νύχτα σαν τις άλλες. Γίνεται η νύχτα που φωτίζει και οδηγεί τις ζωές μας, που μας αναπαύει και μας κάνει να ανήκουμε σε όλους, συνυπάρχοντας (έστω/ακόμα και αοράτως)…

*φιλόλογος στο Γενικό Λύκειο Ελευθερίου
 Βενιζέλου


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα