Πριν λίγες μέρες μια έγκυρη διεθνής οικονομική εφημερίδα παρομοίωσε τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με την κατάσταση που επικρατούσε στην Αργεντινή πριν την κατάρρευση του 2001 και συμβούλευσε την Ελλάδα να εγκαταλείψει τώρα το ευρώ έτσι ώστε να αποφύγει μια πολυέξοδη μάχη που αυθαίρετα θεωρεί ότι δεν μπορεί να κερδίσει.
Αν και την τελευταία τριετία στην ελληνική οικονομία μερικά κρίσιμα οικονομικά μεγέθη έχουν χειροτερεύσει σε βαθμό συγκρίσιμο με την Αργεντινή της περιόδου 2000 – 2001 ή και ακόμα μεγαλύτερο, υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές στην άσκηση και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής στις δύο περιπτώσεις και καλό είναι να τις γνωρίζουμε γιατί τέτοια σενάρια θα εμφανίζονται συχνά την επόμενη περίοδο.
Ας αρχίσουμε από τις ομοιότητες: Η Αργεντινή το 2001 βρέθηκε με δημόσιο χρέος 65% του ΑΕΠ από 35% που ήταν δέκα χρόνια πριν, με εξωτερικό έλλειμμα 5% του ΑΕΠ και μηδενική ανάπτυξη. Η πολιτική πρόσδεσης του Πέσο με το δολάριο είχε μεν καταφέρει να δαμάσει τον πληθωρισμό, οδήγησε όμως σε υψηλά επιτόκια που «έπνιξαν» τις παραγωγικές επενδύσεις και έπληξαν καίρια την ανταγωνιστικότητα όταν οι γειτονικές χώρες υποτίμησαν το δικό τους νόμισμα για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους στις ΗΠΑ.
Οι διαφορές όμως ανάμεσα στις δύο οικονομίες είναι πιο εντυπωσιακές με πρώτη και σημαντικότερη το συναλλαγματικό καθεστώς. Στην Αργεντινή το Πέσο εξακολουθούσε να υπάρχει ως εθνικό νόμισμα και είχε μάλιστα καθιερωθεί ελεύθερη μετατρεψιμότητα με το δολάριο στην ισοτιμία ένα προς ένα. Αυτό οδήγησε πολύ σύντομα σε μία μαζική εκροή κεφαλαίων και καταθέσεων που πρώτα μετατράπηκαν σε δολάρια και εν συνεχεία φυγαδεύτηκαν σε λογαριασμούς του εξωτερικού. Το 2001 είχαν φύγει 100 δισ. δολάρια από την χώρα όταν όλο το δημόσιο χρέος ήταν 170 δισ. δολάρια. Εκ των πραγμάτων αυτό έκανε ανέφικτη τη χρηματοδότηση του από εγχώριες πηγές και η Αργεντινή βρέθηκε να εξαρτάται υπερβολικά από τις ξένες τράπεζες.
Όταν ανέβηκαν τα διεθνή επιτόκια με τις αλλεπάλληλες κρίσεις της περιόδου 1997 – 98, η Αργεντινή αρχικά κατέφυγε σε δάνεια του ΔΝΤ αλλά σύντομα εξουθενώθηκε από τις υψηλές πληρωμές τόκων. Κάνοντας δραστικές περικοπές δαπανών για να μειώσει τον δανεισμό της, επέτεινε την ύφεση και την ανεργία σε τόσο δραματικά επίπεδα που όλοι περίμεναν κοινωνική έκρηξη και οι αγορές θεώρησαν ότι η κυβέρνηση αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το καθεστώς ισοτιμίας με το δολάριο. Σε λίγους μήνες το πέσο κατέρρευσε και αμέσως ακολούθησε και η κοινωνική έκρηξη και η περαιτέρω εκτίναξη του χρέους που νόμισαν ότι θα γλίτωναν με την εγκατάλειψη του καθεστώτος.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία ομοιότητα με το τότε συναλλαγματικό καθεστώς της Αργεντινής διότι απλούστατα εδώ – όπως και σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – δεν έχει διατηρηθεί εθνικό νόμισμα και η αξιοπιστία του Ευρώ δεν καθορίζεται από μεμονωμένες οικονομίες, ιδίως όταν αυτές είναι μικρές. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει δυνατότητα ενορχηστρωμένης συναλλαγματικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας, όπως είχε γίνει με την Αργεντινή το 2001 και πιο πριν με τη Μαλαισία, την Ταϋλάνδη ή και τη Βρετανία παλιότερα.
Δεύτερον, δεν υπάρχει το καθεστώς μετατρεψιμότητας και έτσι δεν αναπτύσσεται ο απειλητικός μηχανισμός φυγής κεφαλαίων, πράγμα που επιτρέπει να διατηρείται η εσωτερική ρευστότητα και η δανειακή ικανότητα των ελληνικών τραπεζών σε σημαντικά επίπεδα. Η πρόσφατη φυγή περίπου 4 δισ. ευρώ από καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες οφείλετο στην επιπόλαιη απειλή αναδρομικής φορολόγησης και δεν είχε κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά, ούτε -ευτυχώς- προσέλαβε μαζικές διαστάσεις.
Τρίτον, τα διεθνή επιτόκια δανεισμού παρά την μικρή άνοδο δεν θα αυξηθούν υπέρμετρα το 2010 και, εάν όπως αναμένεται η ΕΚΤ παρατείνει τις διευκολύνσεις ρευστότητας στις τράπεζες για άλλη μία διετία, η Ελλάδα δεν θα αντιμετωπίσει την πιστωτική ξηρασία που δοκίμασε η Αργεντινή πριν μια δεκαετία.
Όλα αυτά όμως είναι τα αμυντικά πλεονεκτήματα που μας δίνει η ένταξη στο Ευρώ, τα οποία αποτρέπουν μεν την κερδοσκοπική στοχοποίηση της χώρας αλλά δεν θεραπεύουν αυτόματα ούτε τα προβλήματα του υψηλού χρέους και του χαώδους εξωτερικού ελλείμματος, ούτε μας βγάζουν από την ύφεση. Απλώς κάνουν τη μάχη για την αντιμετώπιση τους λιγότερο δαπανηρή και την έκβαση της περισσότερο αισιόδοξη, αρκεί βεβαίως αυτή να δοθεί με συνέπεια, επιμονή και ισχυρή πολιτική βούληση. Σε αυτή την μάχη, η κατάρρευση της Αργεντινής μπορεί να φανεί πολύ διδακτική σε μερικά πράγματα, όπως τα εξής:
Πρώτον ότι είναι ζωτικής σημασίας η ενίσχυση της συνολικής ρευστότητας στην εγχώρια οικονομία με μέτρα τα οποία θα προσελκύουν και δεν θα αποδιώχνουν κεφάλαια από την Ελλάδα. Η λαϊκιστική ρητορική που θέλει «εδώ και τώρα» να ανακρίνει και να φορολογήσει τις εγχώριες καταθέσεις και να τιμωρήσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πρέπει να εγκαταλειφθεί αμέσως. Θα ήταν πολύ καλύτερο αν ο ίδιος επιθετικός ζήλος επιδεικνύετο στον εντοπισμό των οφσόρ εταιρειών και στην επιβολή πιεστικών όρων για να επιστρέψουν τα διαφυγόντα κεφάλαια στη χώρα, όπως ακριβώς κάνει τώρα που είδε τα δύσκολα και η βρετανική κυβέρνηση.
Δεύτερον, η προσπάθεια εξόδου από την κρίση πρέπει να γίνει από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια διαδικασία συναπόφασης, συμμετρικής ευθύνης και ταύτισης επιδιώξεων. Όσο παραπλανητικό και επιζήμιο είναι να ξεσπαθώνουν διάφοροι «εθνικά αγέρωχοι» εναντίον των Βρυξελλών καταγγέλλοντας ότι επεμβαίνουν στα εσωτερικά μας, άλλο τόσο ευθυνόφοβο είναι να θεωρείται η Ελλάδα από την Κομισιόν ως μοιραία περίπτωση κακοδαιμονίας ανεξάρτητα από κυβερνήσεις και πολιτικές θέλοντας έτσι να αποσείσει τις δικές της ευθύνες για την αδράνεια και την ανοχή που έδειξε τα τελευταία χρόνια στην κατρακύλα της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος υπάρχει και ένα δίδαγμα για την άτεγκτη αυστηρότητα που συστήνουν ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί: Το 2001 πρόβαλλαν την ακραία λιτότητα ως την μοναδική συνταγή για να μειωθεί ο δανεισμός της Αργεντινής και να μεταπειστούν οι κερδοσκόποι. Η κυβέρνηση Καβάλο την υιοθέτησε απαρέγκλιτα και την πέτυχε, αλλά αυτό οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία επιταχύνοντας -και όχι αποφεύγοντας- την κατάρρευση. Ακούγεται ως τραγική ειρωνεία, αλλά η Αργεντινή χρεοκόπησε όταν είχε καταφέρει να επιτύχει σημαντικά πλεονάσματα στον Προϋπολογισμό! Η έξοδος από την σημερινή κρίση μπορεί να βασιστεί στην δημοσιονομική πειθαρχία μόνο μέχρις εκεί όπου αρχίζει η ύφεση. Από κει και πέρα θέλει διαρθρωτικές αλλαγές και τολμηρές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα έχουν άμεσο παραγωγικό αποτέλεσμα, αλλά φαίνεται ότι αργούν ακόμα να μπουν στην ημερήσια πολιτική διάταξη.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.