Στα όρια της εισόδου του βαλμένοι
δύο φάροι στέκουν σε πόλη ανοιχτή.
Όλη τη νύχτα να λάμπουν αναμένοι
καμαρωτοί μες σε φουρτούνες και βροχή.
Καΐκια, τράτες και κάμποσες βαρκούλες.
με γαλανόλευκη σημαία να κυματίζει,
όλο καμάρι δεμένοι στις πεζούλες
και στο σκοτάδι ένα φανάρι φωσφορίζει.
Χωρίς διάκριση εδώ παραταγμένα
το ένα δίπλα στ? άλλο στη σειρά
τόσο ανάλαφρα και μισοβυθισμένα
στου λιμανιού τα όμορφα νερά.
Εκεί γερά κρατάνε τις επάλξεις.
Δίχως αυτά, υδάτινη ερημιά.
Στον ακύμαντο κόσμο της θαλάσσης
το απάγκιο τους, η κάθε του γωνιά.
Για όλα τους υπάρχει μία θέση.
Και να που η μηχανή μπαίνει μπροστά.
Άλλος κοιτά το άρμενο να δέσει
και σ? ετοιμότητα τα δύο τους κουπιά.
Βλέπω το “Γερο Σπύρο”, την “Αργώ” και τη “Μαρίνα”
δίπλα στην “Τζένη” και τον “Αρμενιστή”
Και όλο κοντράρει η “Αννούλα” τη “Βεργίνα”,
το “Δεσποινάκι” και την “Ανατολή”.
Ο “Άη Νικόλας” κι η “Ηλέκτρα” παρακάτω,
σε μια ανακωχή με την “Κλειώ”.
Και ο “Κύκνος” με τον “Γλάρο” τον φορτσάτο,
για να ζηλέψ’ η “Έλλη” κι η “Ηρώ”.
Εδώ μια ανάσ? αλμύρας για να πάρουν
στα βράχια ξαποσταίνουν τα πουλιά.
Και στ’ άλμπουρο του “Γιώργη” εκεί βολτάρουν,
ελευθερίας χτίζοντας φωλιά.
Δεμένη εκεί στην προκυμαία
ακούραστη και η “Κυρά της Ρω”.
Με τη σβέλτη “Σοφι” τη μοιραία,
φλερτάρουνε κι οι δύο το “Δημητρώ”.
Ολόδικιά του δέστρα λένε έχει.
Περήφανος ο “Καπετάν Μαθιός”.
Τη μικρούλα “Αργυρώ” προσέχει,
σαν φυσάει βαρδάρης ο καιρός.
Αργά η “Μέδουσα” βγαίνει απ? το λιμάνι.
Μην ξεσηκώσει κύμα στα νερά.
Μη και τη δουν πως πάει για πυροφάνι.
μονάχη να ψαρεύει στ? ανοιχτά.
Πανέτοιμα τα δίχτυα τους βαλμένα,
μεθοδικά αφημένα σε σωρό,
καραδοκούν να βουτήξουν πεινασμένα,
σε μιας παγίδας ανελέητο χορό.
Πριν να χαθεί ο ήλιος απ? τη δύση,
βγαίνουν κι οι τράτες όλες με χαρά.
Σ? ένα ατέλειωτο γι? αυτές μεθύσι.
Ξέφρενο γλέντι με την άδεια του ψαρά!
Μαίρη Κουτρούλη – Σκαμνάκη