Με διασκορπίζει ο φόβος της σιωπής. Αισθάνομαι να γερνάω πρόωρα, με μια άχρηστη επιτήδευση στους τρόπους. Ψάχνω να βρω μια πατρίδα, κάτω από μια πέτρα που έχει ένα ασήκωτο βάρος. Ποιος θα μικράνει μια πληγή που δεν άρχισε να τρέχει, επειδή δεν ξέρω ότι υπάρχει.
Εκείνη η πέτρα στην άκρη του δρόμου, με την γκριμάτσα της σιωπής, είναι το πεπρωμένο του λαού μας. Πρέπει, όμως, την πέτρα του ριζικού μας να την κάνουμε λυδία λίθο.
Βλέπω τον λαό μας, με ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα στην τσέπη και μια σταλαγματιά της βροχής να τρέχει από το πικρό μπατζάκι, στην άσφαλτο που θα καίει.
Στο καζάνι της πίσσας της παγκοσμιοποίησης θα καίει σαν κόλαση της παρακμής τα όνειρά μας.
Με τη βουή της πέτρας θα σκουπίσω τα ίδια δάκρυά μου.
Εκεί στην άκρη του δρόμου, η σκόνη και η πέτρα, θα δώσουν χρησμό για την Ελλάδα του αποχωρισμού.
Και το θυμίαμα του χρησμού, θ? ανεβαίνει σαν προσευχή στον ουρανό.
Κομμάτια και αποσπάσματα θα ?ναι η προσευχή μας. Θα την ψάλουν τα τεντωμένα χέρια, όχι τα χείλη. Τα χείλη ξεράθηκαν σ? αυτήν την ερημιά.
Μάτωσαν από τ? αχαλίνωτα πάθη της γλώσσας, και το αίμα θρασούλεψε τη γοητεία της συλλογικής ευθύνης.
Θυμάσαι; Εκείνη ντε του αιώνιου πνευματικού μόχθου των Ελλήνων.
Είδα το σουλούπι της πέτρας, στον ύπνο μας. Ιδιο ξυράφι.
Πέντε, δέκα χαρακιές ατίμασαν τον ύπνο του δικαίου. Βαθιά χαρακιά, σαν την ουλή των προγόνων μας.
Από ?κει θα πάρεις θάρρος. Από την ουλή των προγόνων και την πέτρα της ιστορίας.
Πάρε την πέτρα στα χέρια· μύρισέ την. Είδες; Εχει την πάχνη της οσμής της μοναξιάς. Εύοσμη και σημαδεμένη, από τη γλυκάδα του πολύτιμου εθνικού μας χρόνου.
Σα ν? ανατέλλει ξανά, η βουή της πέτρας. Ξύπνησα, στο μαξιλάρι της ιστορίας. Ελα να μ? αγκαλιάσεις.
Μην την αφήσεις από τα χέρια σου. Βάλτηνε στον λαιμό, φυλαχτό.
Το παιδί με την ελληνική πέτρα στον λαιμό. Κι άλλο παιδί. Κι άλλο παιδί. Και η ουλή των προγόνων στη σκιά της πέτρας χωρίς λυγμούς και αυταπάτες.
Μόνο ουλή. Εις το διηνεκές. Με την ευχή των προγόνων.