Αμπόρετο να ξεχάσω.
Αιχμηρές οι μνήμες.
Στην ερημιά μου,
αποφεύγω πνευμάτου τη λίμα
με παιγνιδίσματα.
Γράφω, δουλεύω, μπλαντώ,
κι ανέλπιδα το χαμένο πασκίζω
ν? αναχτίσω έδαφος.
Κι αγωνιώ.
Μακρύς ο δρόμος
για την αντίπερα!
Κι όλο Σειρήνες Θε μου
η φεγγοβόλα όχτη.
Μα ελπίζω.
Κι αναπολώ.
Αναπολώ,
Τη Καλλονή του τότε. Στη μικρή πλατεία· δίπλα στου Θανάση το χασαπιό· κολλητά· να νοιώθω την ανασαμιά του και το βαρύ του μπαστουνιού χτύπο στ? αυτιά μου. Μέχρι τα σήμερα!
Δρασκελούσα το κατωκάσι και πρόβερνα την άλλη μεριά τα χνωτισμένα τζάμια, στη τσιμεντένια γαλήνη. Κι οξόν ένα μπακάλικο στη γωνιά και τους καφενέδες καρσί, έβλεπα ένα πλατύ χαμόγελο, ζεστό, καλοσυνάτο, όλο νοιάξιμο για το νιόφερτο, άπειρο, μα ενθουσιώδη γείτονά του.
Ένα απομεσήμερο, σα ξεμύτισα μπαϊλντισμένος απ? τη δουλειά, τον είδα ανάμεσα μπαστούνι κι ακακία παραδίπλα να μετεωρίζεται, έτοιμο να χιμήξει.
Δεν ήξερα αν έπρεπε να μαζωχτώ ή να απλωθώ, και μάργωσα αυτοστιγμεί.
Μουρμούριξε ανυπόμονος δυο λέξεις αυτός, φανερό πως καρτερικά μ? απάντεχε αλλά δεν ήθελε να με κόψει από κάτι λιοχτήμονες που με πιλατεύανε ώρες πολλές στο γραφείο, έβανε την άλλη μάσκα, ξεφάρδυνε το χαμόγελό του, φανήκανε ασπροκίτρινα δόντια στο λιγοστό μουστάκι και γνέφοντας με κεφάλι κι απαλάμη, με κάλεσε δίπλα, στο μαγαζί του με το μικρό πρωτόγνωρο τότε ξύλινο ψυγείο κολλημένο στη τοιχογωνιά.
Παρέκει, στο πάγκο με το τζαμένιο παραπέτο και τη ζυγαριά, δράμια και γραμμάρια ανάκατα τριγυρισμένη, ένας δίσκος. Μαα, δεν ήτανε δίσκος!
Πανδαισία ματιών τε κι όσφρησης ήντουνε.
Μπόλικα κομμάτια φρεσκοκομμένα από τα πλευρά του προβάτου που κρέμονταν στο τσιγκέλι μόλις κατεβασμένα από τα κάρβουνα να αχνίζουν, και δίπλα, στο μαγκάλι με την αναμμένη πυρήνα δυο αμελέτητα, και κάμποσο συκώτι.
Ήταν, 18 Γενάρη του 1963. Ημέρα Παρασκευή. Νιόβγαλτος απ? τα σκολειά, νιόπαντρος και νιόρριχτος στη πράξη της Θεάς Δήμητρας το πόνεμα, γιατί άλλο θεωρία στο πανεπιστήμιο κι άλλο πράξη στα καπνοχώραφα, δεν κατάλαβα.
?Πώς έτσι Θανάση; ρώτηξα.
?Φάε τώρα που είναι ζεστά, με πρόσταξε.
Δεν θυμάμαι πιότερη νοστιμιά στη ζωή μου. Μηδέ πιο θαματουργό ούζο.
Τσουγκρίσαμε μια ? δυο, αλλάξαμε ευδαιμονίας στοχασμούς κι αστεϊσμούς.
Κι ο Σελάχας, μ? απλωμένο στο πάγκο, πλάι στη περισσευούμενη καρδιά του, το φαρδύ του στέρνο, με σκλαβωτικό χαμόγελο και τα αστραφτερά του μάτια να κυνηγάνε μια το όνειρο και μια τη σκληρή πραγματικότητα, σηκώθηκε άξαφνα, άρπαξε τα δυο του μπαστούνια, ξεχύθηκε στη παγωμένη λιακάδα, κι απόμεινα απορημένος.
Γύρισε βιαστικός με μια χασαπόκολλα, χωνί καμωμένη, γιομάτη χτένια. Κοντοστάθηκε, κι έκανε τόπο να περάσει ο Θεμιστοκλής με ένα τενεκεδοκούτι του Φαναριδέλλη, ολόγιομο του Καλλονιάτικου κόλπου παστές σαρδέλες κι ένα μπουκάλι Πλωμαρίτικο απόσταγμα παραμάσκαλα.
Και ξοπίσω, να ο Μενέλαος με δυο ζεστά καρβέλια, κι υστερνά ο Κώστας να κουτσαίνει διακριτικά και μονόπλευρα, απομεινάρι της πολιομυελίτιδας που τον σημάδεψε σαν ήτανε μικρός, γελαστός κι αστραφτερός, με όσα γλυκά μπόρεσε να εύρει στο χέρι.
Σφαλίξανε οι πόρτες, ανοίξανε μπουκάλια, κουτιά, κλειδωμένα μυστικά κι ιστορίες παραγεμισμένες οινόπνεμα και νιότης λαχτάρα, τσουγκρίσαμε με μπόρεση ίσια να σπάσουνε τα ποτήρια, κι ευκηθήκαμε τα Χρόνια Πολλά στο Θανάση.
Τότες έμαθα τη γιορτινή τη μέρα,
του γλεντζέ τον οιστρογόνο παλμό
και του Καλλονιάτικου κάμπου
την ομορφάδαi.
Κι ένοιωσα, κατά που έγραψε ο Μυριβήλης στο έργο του “Μόνο Ελλάδα”.
Ευχαριστώ το Θεό
που με γέννησε Έλληνα
δέχομαι χωρίς βαρυγκώμια
τη βαριά και μοναδική
κλήρα της φυλής μου.
Παίρνω στη φούχτα
μια χεριά βρεγμένα φύκια
και τη φιλώ.
Στα χείλη μου καίει
το αρμυρό σου φιλί …
i Στη Καλλονή. Ένα κεφαλοχώρι της Μυτιλήνης, όπου πρωτοδιορίστηκα γεωπόνος.