Ο Β. είναι ένας από τους άστεγους της πόλης. Είναι πολίτης χωρίς πόλη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βόρεια Ελλάδα και η μοίρα τον έφερε στα Χανιά.
Σπίτι του είναι ο δρόμος. Κοιμάται σε ένα αυτοσχέδιο «σπίτι» από κούτες και χαρτόνια με τα οποία το έχει δημιουργήσει. Η υγρασία και το κρύο τον «τρώνε» κάθε νύχτα, αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά?
Δεν έχει χρήματα. Ζει κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Όπως μπορεί και ό,τι μπορεί.
Ο Β. δεν είναι ο μοναδικός. Είναι ένας από τους πολλούς πια άστεγους που ζουν σ? αυτό το νησί. Και είναι ένας άνθρωπος περήφανος, ευγενικός μα και βαθιά μοναχικός. Ζει μόνος. Αλλά όταν είσαι άστεγος, η μοναξιά είναι επακόλουθο. Ποιος θα σε κάνει ουσιαστική παρέα, από τους πολλούς; Από όλους εμάς που κλείνουμε τα μάτια σε αυτές τις εικόνες, «χαμένοι», κλεισμένοι και «κρυμμένοι» στον πλασματικό εκείνο μικροαστικό μικρόκοσμό μας, στον οποίο έχουμε συνηθίσει να ζούμε;
Ο Β. πιστεύει στον Θεό. Σε τι άλλο θα μπορούσε να ελπίζει; Στην πολιτεία; Στους ανθρώπους; Σε όλους αυτούς που γυρίζουν την πλάτη σε ό,τι δεν τους μοιάζει;
Θα πουν αρκετοί: «Εμείς τι φταίμε; Τι μας λες τώρα; Ο καθένας κάνει τις επιλογές του».
Ναι, αλλά όλοι έχουν ? έχουμε την ίδια βάση, την ίδια οικογενειακή κατάσταση, την ίδια οικονομική επιφάνεια; Όλοι ξεκινάμε με τις ίδιες δυνατότητες τη ζωή μας και με τις ίδιες πολυτέλειες ή ατέλειες;
Οι άστεγοι αυξάνονται και η Πολιτεία αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Διότι οι διάφοροι τεχνοκράτες έχουν μάθει να βλέπουν την Οικονομία με βάση τους δείκτες και όχι τις πραγματικές ανάγκες των πολλών ανθρώπων.
Στην εφημερίδα: «Το Βήμα» με ημερομηνία Πέμπτη 16 Απριλίου 2009 δημοσιεύτηκε ένα ρεπορτάζ με τίτλο: «Στρατιές οι άστεγοι στην Ελλάδα. Χωρίς τους αθίγγανους και τους αλλοδαπούς, ο αριθμός τους φτάνει τις 7.720. Από αυτούς, σύμφωνα με την πρώτη επίσημη εκτίμηση του υπουργείου Υγείας, περίπου 1.800 άτομα ζουν στον δρόμο ή διαμένουν σε νυχτερινά καταφύγια».
Και αυτό σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, που σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός τους είναι μεγαλύτερος.
Όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα, δεν κλείνουν όλοι τα μάτια. Κάποιοι νέοι άνθρωποι εννοούν χωρίς τυμπανοκρουσίες να κάνουν απλές πράξεις, γεμάτες ευαισθησία προς αυτούς τους ανθρώπους: τους άστεγους, τους ζητιάνους, τους άτυχους αυτού του σκληρού κόσμου. Σημειώνει η Ε.Λ. σε κείμενο που μας έστειλε: «Πόσες φορές έχουμε όλοι μας δει τα παιδιά στα φανάρια να μας ζητάνε να μας καθαρίσουν τα τζάμια για 0,20 ευρώ και εμείς τους έχουμε κλείσει αδιάφορα το παράθυρο. Πόσες φορές έχουνε έρθει στο τραπέζι που πίνουμε τον καφέ μας ή απολαμβάνουμε το ψαράκι μας και τους έχουμε διώξει σαν να είναι γάτες που θέλουν να φάνε το φαγητό μας? Ναι δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα σώσουμε τον κόσμο, αλλά αν ο καθένας μας δώσει από κάτι μικρό θα εκπλαγούμε από το πόσο γρήγορα τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Θα ξαφνιαστούμε όταν δούμε το χαμόγελο ενός παιδιού που μόλις του χεις δώσει ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο, να σε κάνει να νιώθεις καλύτερος άνθρωπος…
Περπατούσα στο κέντρο των Χανιών τις μέρες των εορτών και έτυχε να συναντήσω αυτά τα παιδιά και τους ρώτησα τι θα ήθελαν… Το ένα μου ζήτησε ένα μικρό παιχνίδι, το άλλο μία μπάλα, μία κοπέλα μου ζήτησε ένα ζευγάρι παπούτσια και μου έδειξε αυτά που φορούσε που ήταν τρύπια… Ένας φίλος μου μού είπε ότι οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι το πένθος των μοναχικών και των φτωχών ανθρώπων. Ας το αλλάξουμε αυτό προσφέροντας ένα τόσο δα δωράκι σε ένα παιδάκι… Ας κάνουμε την αρχή σε μια εποχή που όλοι μας χρειαζόμαστε ένα «Αϊ Βασίλη» να μας κάνει να ξεχάσουμε για λίγο τα προβληματά μας και να μας βεβαιώσει ότι όλα φτιάχνουν με την αγάπη και την πίστη…».
(acrovasies.blogspot.com)