Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΡΑΚΑΚΗΣ
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών – Πλημμελειοδικών Βασίλειος Λαπανάγος μετατέθηκε το 1966 στο Ναύπλιο, από την Δράμα.
Πενηνταπεντάρης γύρω στο ένα και ογδόντα, καστανός και πλαδαρός, βλέμμα υπεροπτικό, απειλητικά πομπώδες και επιπόλαιο. Έβαφε μαύρα τα μαλλιά και το μουστάκι του. Καταγόταν από ορεινό χωριό της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Η γυναίκα του, καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης, ζούσε μόνιμα στην Αθήνα. Στο Ναύπλιο ερχόταν σπάνια. Έμενε πολύ λίγο. Παιδιά δεν είχαν.
Κακός άνθρωπος, ηδονιζόταν να ποδοπατεί όσους, για οποιοδήποτε λόγο, είχαν την ανάγκη του. Τον βοηθούσαν και οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο Κράτος και την Κοινωνία. Και προχουντικά τα Δικαστήρια και οι Εισαγγελίες λειτουργούσαν κατά τρόπο τριτοκοσμικό.
Με την επιβολή της δικτατορίας τα πράγματα χειροτέρευσαν. Όλα «τά ?σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μερικοί Εισαγγελείς προσπάθησαν να μιμηθούν τον Λαπανάγο. Έφαγαν τα μούτρα τους.
Πονηρός, προτού ξανοιχτεί, κατόπτευσε επιμελώς το έδαφος. Παρατήρησε προσεκτικά όλους όσους, κατά κάποιο τρόπο, εξαρτώνταν από αυτόν. Τους προϊσταμένους του Εισαγγελείς Εφετών. Μάζεψε πληροφορίες σχετικά με το ποιοι ήταν άνθρωποι δυναμικοί με γνωριμίες και διασυνδέσεις και ποιοι ανίσχυροι, φουκαράδες.
Συμπέρανε ότι οι προϊστάμενοί του δεν είχαν την βούληση να αντιμετωπίσουν την σκληρότητα, τις παρεκτροπές του.
Επειτα χύμηξε σαν λυσσασμένο θηρίο. Καταρράκωνε και ποδοπατούσε ανθρώπους για ασήμαντες τυπικές μικροπαραβάσεις, όχι σπάνια νομιζόμενες. Δημιουργούσε ενόχους, πράγμα συνηθισμένο στο Κράτος της Δεξιάς.
Από τους δικηγόρους ένα μικρό ποσοστό ήταν επίφοβοι. Για διάφορους λόγους, το να συγκρουσθείς μαζί τους ενείχε κινδύνους. Θρασύδειλο υποκείμενο, αυτούς δεν τους πείραξε. Τους υπόλοιπους εσαδίσκετο να τους εξευτελίζει.
Του κατάγγειλαν ότι γυναίκα Συμβολαιογράφος θέλοντας να προσελκύσει τους πωλητές αυτοκινήτων έριξε τα εισπρακτέα δικαιώματά της πολύ κάτω από το νόμιμο όριο. Την κάλεσε στο τρομερό του γραφείο. Την κουρέλιασε. Για μια περίπου ώρα, της ούρλιαζε προσβολές. Μόνο που δεν την έδειρε. Στον προθάλαμο ο πατέρας της, συνταξιούχος Συμβολαιογράφος, έτρεμε σύγκορμος.
Τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του, τους μεταχειριζόταν σαν δούλους. Η διαφορά συνίστατο στην απουσία της χειροδικίας. Τους ταπείνωνε ανήλεα παρουσία υφισταμένων τους και πολιτών, όχι σπάνια για παραβάσεις νομιζόμενες.
Οι επιθεωρήσεις σε Ειρηνοδίκες. Συμβολαιογράφους και Υποθηκοφύλακες αποτελούσαν ψυχικό βασανιστήριο. Τους εξευτέλιζε με απίστευτη αγριότητα. Ότι και να ?καναν το ?βγαζε παράνομο. Πταίσματα πραγματικά η νομιζόμενα γίνονταν κακουργήματα.
Ειρηνοδίκης χωριού έχων και την ιδιότητα του Πταισματοδίκη, δίκασε μικροπαράβαση. Έκρινε τον εαυτό του αναρμόδιο. Παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο.
Σύμφωνα με τον νομικό κολοσσό Λαπανάγο θα ?πρεπε στην απόφαση να αναγράφεται η φράση «καθ? ο μέρος δεν παρεγράφη». Αυτό όμως εξυπακούεται. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί. Δεν περιορίσθηκε στο να καλέσει τον άτυχο Ειρηνοδίκη στο άντρο του. Να του κάνει παρατηρήσεις, με τον γνώριμο ανθρωποφάγο τρόπο και τόνο.
Για να τον μειώσει ακόμα περισσότερο κάλεσε ταυτόχρονα και τους δικηγόρους των διαδίκων.
Οι προσκλήσεις του Λαπανάγου ήταν δυσβάστακτο μαρτύριο. Γίνονταν τηλεφωνικά από υπάλληλο της Εισαγγελίας, που συνήθως δεν ήξερε για τι πρόκειται. Αλλά και εάν τυχόν γνώριζε δεν τολμούσε να το πει στον ενδιαφερόμενο. Ο τελευταίος έπρεπε να τρέξει αμέσως στην Εισαγγελία. Δεν του δινόταν ο απαιτούμενος χρόνος να τακτοποιήσει τις τρέχουσες υποθέσεις του. Οι πελάτες, που κατ? ανάγκη έδιωχνε από το γραφείο, έμεναν με την εντύπωση πως διέπραξε χοντρή παρανομία. Ο Λαπανάγος δεχόταν αβασάνιστα και την πιο κραυγαλέα αβάσιμη καταγγελία και του τελευταίου κοινωνικού αποβράσματος σε βάρος επιστήμονα. Την χρησιμοποιούσε ως μέσον για να τον γονατίσει. Ποτέ δεν έκανε παρέα Δικαστές ή Εισαγγελείς. Συναναστρεφόταν αποκλειστικά και μόνο Αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Ο Ειρηνοδίκης καταρρακώθηκε χωρίς οίκτο μπροστά στους δικηγόρους. Έμοιαζε σφαγμένος. Μόνο ο Εισαγγελέας καθόταν. Ηδονιζόταν να βλέπει τους ανθρώπους να στέκουν όρθιοι μπροστά του.
Ο ένας δικηγόρος πενηνταπεντάρης χαμερπής, επαίνεσε τον Λαπανάγο για την παρατηρητικότητά του. Ο άλλος νεαρός, είχε ανθρωπιά και τσίπα. Δήλωσε πως η φράση «καθ? ο μέρος δεν παρεγράφη» εξυπακούεται. Άλλο δικαστική απόφαση και άλλο νομικό σύγγραμμα.
Κάθε κατηγορούμενος σύμφωνα με τον νόμο εδικαιούτο να ζητήσει από τον Εισαγγελέα να κλητεύσει ένα μάρτυρα υπεράσπισης της επιλογής του. Ο Λαπανάγος απαιτούσε η σχετική αίτηση να γραφεί σε τσακισμένη κόλα αναφοράς. Να αρχίζει απαραίτητα με την φράση «Λαμβάνω (όχι έχω) την τιμήν να σας παρακαλέσω». Αυτή η βάναυση ταπείνωση συντελούσε στο να αποφεύγουν πολλοί δικηγόροι να ασκήσουν το πιο πάνω δικαίωμα του πελάτη τους. Φυσικά κανένα νομικό βιβλίο δεν ανέφερε τέτοια πράγματα.
Την γελοία αυτή, και παράνομη, αξίωση την προέβαλε ένα πρωί, τελείως ξαφνικά.
Καταρράκωσε πολύ άσχημα τον νεαρό δικηγόρο του κατηγορουμένου και τον γραμματέα που παρέλαβε την αίτηση.
– Εμμένω εις τον τύπον ούρλιαξε, ίδιος μαινόμενος Εσατζής, διότι είστε ανίκανοι να καταλάβετε την ουσίαν.
Καυχόταν προκλητικά ότι το δίκαιον είναι ο «βασανιστής» του.
Στάμπαρε τον Συμβολαιογράφο Αλέξανδρο Πετροπαυλίδη ως άτομο ανίσχυρο. Η κακομοιριασμένη εμφάνιση και η φοβισμένη συμπεριφορά του, εξήψαν τον άγριο σαδισμό του. Στις επιθεωρήσεις τον κουρέλιαζε για το τίποτα. Σε κάποια περίπτωση δύσκολη και αμφίβολη εκείνος θεώρησε σκόπιμο να πάει να τον συμβουλευτεί. Τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές.
– Ο Εισαγγελεύς του είπε λάμποντας εωσφορικά, δεν παρέχει συμβουλάς προς τα υποκείμενα εις την εξουσίαν του πρόσωπα (παίρνει όμως τα κεφάλια τους).
Στον ίδιο Συμβολαιογράφο άνθρωποι ραδιούργοι έκαναν μια μήνυση κραυγαλέα ψευδή. Τάχα ενώ του ζήτησαν να συντάξει συμβόλαιο δωρεάς ακινήτου τους προς μια ανιψιά τους, αυτός σε συμπαιγνία μαζί της τους εξαπάτησε. Συνέταξε πωλητήριο. Κατά την ανάγνωσή του ενώ το χαρτί έγραφε πωλητήριο, ο Συμβολαιογράφος διάβαζε δωρητήριο. Όταν τσακώθηκαν με την ανιψιά τους, πήγαν να ανακαλέσουν την γενόμενη παροχή. Διαπίστωσαν λέει, πως αυτό δεν είναι δυνατόν. Το πωλητήριο αντίθετα με το δωρητήριο δεν ανακαλείται.
Ο Λαπανάγος βρήκε την ευκαιρία να τον γονατίσει. Όχι μόνο άσκησε ποινική δίωξη εμφανέστατα αβάσιμη, αλλά και έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του Πλημμελειοδικείου. Τελικά ο κατηγορούμενος απαλλάχτηκε και στον δεύτερο βαθμό κρίσης. Ο γιος του Ιάσων Πετροπαυλίδης, νεαρός δικηγόρος, είχε και αυτός ταπεινωθεί πολλές φορές από τον Λαπανάγο. Κάποτε που συναντήθηκαν στον δρόμο, δεν άντεξε. Έφτυσε επιδεικτικά και τον απεκάλεσε με δυνατή φωνή «σκυλί και γουρούνι». Κόκαλο ο ηρωικός Λαπανάγος. Φοβήθηκε μην τσαλακωθεί η δήθεν σοβαροφάνεια και αξιοπρέπειά του. Δεν έβγαλε μιλιά. Συνήθιζε όμως να μπαίνει στους κινηματογράφους χωρίς να πληρώνει εισιτήριο, πράξη κατ? εξοχήν αναξιοπρεπής.
Σχεδόν όλοι όσοι παρουσιάζονταν στον Εισαγγελέα για οποιαδήποτε υπόθεση, συνοδευόντουσαν από δικηγόρο. Ο Λαπανάγος του πετούσε κατάμουτρα πως δεν χρειάζεται η παρουσία του, φέρνοντας τον σε τρομερά δύσκολη θέση. Χαιρόταν να εξευτελίζει δικηγόρους μπροστά στους πελάτες τους.
Ο Αντεισαγγελέας του Κωνσταντίνος Χατζηλορεντζίδης, γύρω στα τριάντα πέντε, ήταν καλός άνθρωπος.
Για να μπορέσει να σπουδάσει δούλεψε σε ιχθυοπωλείο. Δυστυχώς υστερούσε σε δυναμισμό, ικανότητα επιβολής και αυτοπεποίθηση. Θα μπορούσε να γίνει ευσυνείδητος δημόσιος υπάλληλος, αλλά δεν έκανε για Δικαστικός ή Εισαγγελικός λειτουργός. Ο προϊστάμενός του τον ποδοπατούσε αμείλικτα. Τον εξευτέλιζε μπροστά σε υφιστάμενούς του, δικηγόρους και πολίτες. Κάποτε τον έβαλε να μαζέψει μια γόπα από το πάτωμα του γραφείου του. Τον διέτασσε πώς να χειριστεί διάφορες υποθέσεις, τι θα πει στην αγόρευσή του, πράγμα μη επιτρεπόμενο.
*Αφιερώνεται σε όσους Δικαστικούς και Εισαγγελικούς λειτουργούς στην μαύρη Απριλιανή νύκτα, αντίθετα με τον ήρωα της ιστορίας μας, έκαναν το καθήκον τους. Προσπαθώντας να απονείμουν δικαιοσύνη προκάλεσαν την οργή των κρατούντων με όλα τα επακόλουθα, διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, βασανισμούς. Δεν λύγισαν όμως.