«Τώρα που τα πολυβόλα ξανάρχισαν, τώρα που ο Μπράουν, ο Φίσερ και ο Κραφτ δε φτιάχνουν µόνο τανκς αλλά και έξυπνες βόµβες. Τώρα που ο Τσε έµεινε µόνος. Τώρα που τον νέγρο Τζο, τον ήρωα, τον κουλοχέρη, τον ξανάστειλαν στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Τώρα που ο µικρός καφενές έγινε McDonalds. Τώρα που τα πουλιά δεν τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό, αλλά στο πετρέλαιο. Τώρα που το ακορντεόν σωπαίνει για να περάσει ο φασισµός.
Τώρα που ο Κουταλιανός δε µασάει σίδερα αλλά τσίχλα στα καλλιστεία. Τώρα είναι που σε ψάχνουµε στα λαµπρά σφαγεία των δρόµων! Τώρα όλα σε θυµίζουν! Τώρα που οι φοιτητές και οι µαθητές εµψυχώνουν µε τα τραγούδια σου τους δίκαιους αγώνες τους. Τώρα, Μάνο, σ’ ευχαριστούµε που µας έµαθες πως τίποτα δεν πάει χαµένο!». Αυτά ήταν τα λόγια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε συναυλία – αφιέρωµα στα 70 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Λοΐζου, το 2007.
87 χρόνια από τον ερχοµό του στον κόσµο, το έργο του και τα πιστεύω του είναι πιο πολύτιµα από ποτέ. Υπήρξε στρατευµένος αγωνιστής ο Λοΐζος, πάλεψε στο πλάι του ΚΚΕ, για µια δίκαιη κοινωνία. Πίστευε πως η στρατευµένη Τέχνη, εκτός του ότι µπορούσε να γεννήσει αριστουργήµατα, ήταν κι «ένας ελάχιστος φόρος τιµής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθηµερινά». Είχε δει και το επεσήµαινε σε συνέντευξή του, στη «∆ηµοκρατική Αλλαγή», το 1966, ότι «ο ιµπεριαλισµός µε την εξουθενωτική εκµετάλλευση εκατοµµυρίων ανθρώπων, βρίσκεται σε τροµακτική υπερλειτουργία στις δυτικές χώρες» και ότι «το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισµός, άλλοτε µιλιταρισµός και άλλοτε δηµοκρατία δυτικού τύπου – που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προσωπεία του ιµπεριαλισµού – στέκεται από πάνω µας απειλητικό». Γι’ αυτό και υπογράµµιζε και προέτρεπε: «Τα αποτελέσµατα είναι σε όλους γνωστά: Ο πόλεµος του Βιετνάµ, το φυλετικό, το Κυπριακό, η αναβίωση του φασισµού σε πολλές χώρες, ο κίνδυνος της δικτατορίας στον τόπο µας. Η αντίδρασή µας πρέπει να είναι να τα ξεσκεπάσουµε και να φωνάξουµε µ’ όλη µας τη δύναµη ενάντιά τους – µια και η ζωή µας είναι άµεσα συνδεδεµένη µαζί τους. Είµαστε πια συνειδητοί, “γνωρίζουµε”».
«Ο δηµιουργός εκπολιτίζει»
«Τον ίδιο τον Λοΐζο δεν τον ήξερα προσωπικά για να σχηµατίσω µια γνώµη για την προσωπικότητά του», έγραφε σε άρθρο του, το 1997, ο Περικλής Κοροβέσης στην «Ελευθεροτυπία». «Και όταν άκουγα τα τραγούδια του, ιδίως αυτά που ερµήνευε ο ίδιος, προσπαθούσα να ανασυνθέσω το πρόσωπό του µε ένα υλικό λιγότερο φθαρτό από την ίδια τη ζωή. Εννοώ µέσα από το “υλικό” των τραγουδιών του. Είχα φτιάξει, λοιπόν, το πορτρέτο ενός ανθρώπου µε µια ψυχική ηρεµία, µε πάθος για τη ζωή και τον έρωτα και υψηλή αφοσίωση και συνέπεια τόσο στη δηµιουργία του όσο και στην αριστερή του στράτευση. Ένας άνθρωπος δηλαδή ενιαίος, που δεν είναι λιγότερο ερωτικός στο “Ακορντεόν” από το “Σ’ ακολουθώ”, που µε τη σειρά του κι αυτό δεν είναι λιγότερο στρατευµένο από το πρώτο. Όσο περνούν τα χρόνια, τα τραγούδια του Λοΐζου τα αγαπάω όλο και περισσότερο. Είναι αυτό που συµβαίνει πάντα µε την πραγµατική δηµιουργία. Το βίωµα που εκφράζει ο καλλιτέχνης µέσα από µια αισθητική φόρµα δίνει έκφραση σε κάποιο δικό µας συναίσθηµα, που θα µπορούσε να εκφραστεί µε κραυγή και τώρα πια βγαίνει µε µουσική. Ο δηµιουργός µάς εκπολιτίζει. Και αυτό πρέπει να το πάρουµε κατά γράµµα». Έτσι είναι. Ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε ένα από τα σηµαντικότερα κεφάλαια του ελληνικού τραγουδιού. ∆ηµιούργησε µουσική σπουδαίας έµπνευσης και, όπως έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν µια πλαγιά πολύχρωµα λουλούδια που έλαµπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάµπουν για πάντα και πιο πολύ, όσο θα υπάρχει και θα λάµπει στον κόσµο αυτός ο µοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου».
Ο πολιτικός Λοΐζος
«Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας αντιπροσωπευτικός διανοούµενος που πάσχισε και κατάφερε, περισσότερο απ’ όλα µε το έργο του, να µείνει µ’ εκείνους µε τους οποίους ξεκίνησε, µε τους πολλούς. Σύνθετος, αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήµατα και τα ελαττώµατα…». Έτσι περιέγραφε τον συνθέτη, σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», ο Φώντας Λάδης, τονίζοντας: «Η πολιτική πλευρά του Μάνου Λοΐζου, που εξάγεται αβίαστα από το έργο του, την καθηµερινή του δραστηριότητα και από τις µαρτυρίες όλων όσοι τον ήξεραν, επιδιώκεται να υποβαθµιστεί εδώ και χρόνια. Ακόµα και αν οι εποχές έχουν ριζικά µεταβληθεί και αν υποθέσουµε ότι δεν υπάρχει χρεία πολιτικών τραγουδιών σήµερα, ακόµα και αν όλοι µας σήµερα είχαµε αλλάξει, καθώς αλλάζουν οι εποχές και τα δεδοµένα, θα ήταν λάθος απέναντι στην αλήθεια, να µη βρίσκονται τρόποι να κρατάµε φωτεινή αυτήν την πλευρά του Λοΐζου. Πρώτα απ’ όλα, δε θα το ήθελε εκείνος. Αυτή η προσπάθεια – ή η ασυνείδητη, αν θέλετε, στάση – να υπερτονίζεται το ερωτικό, το νοσταλγικό ή το απλώς ψυχαγωγικό µέρος της δουλειάς του, αυτή η ανάδειξη του τρυφερού και παρεΐστικου προφίλ του δηµιουργού, που µας καλεί, λες, σε µια διαρκή ξενοιασιά, θυµίζει τον τρόπο µε τον οποίο οι επόµενες γενιές φωτίζουν τα γεγονότα της Ιστορίας, ρίχνοντας σκιά σε άλλες πλευρές και αντλώντας κατά προτίµηση. Η Ιστορία, όµως, έχει και κάποια ελάχιστα υλικά αντικειµενικής σύστασης. Ο ∆ρόµος, το Ακορντεόν, ο Γ’ Παγκόσµιος, Τα Νέγρικα, ο Τσε Γκεβάρα, κάποια τραγούδια που έγραψε µε τον Λ. Παπαδόπουλο στη διάρκεια της δικτατορίας, το ∆έντρο, η Τσιµινιέρα, το Λιώνουν τα νιάτα µας στη βιοπάλη, το Τίποτα δεν πάει χαµένο, τα Γράµµατα στην αγαπηµένη, σε ποίηση Χικµέτ και τόσα άλλα είναι ο πολιτικός Λοΐζος. Τα πρώτα του τραγούδια, που πολλοί δεν ξέρουν, όπως η Πρωτοµαγιά, η συµµετοχή του µέρα µε τη µέρα στους πολιτικούς αγώνες της δεκαετίας του ‘60, όπως και η συµµετοχή του σε συναυλίες, όπου νέοι ποιητές απάγγελναν πολιτικά ποιήµατα, οι συνάξεις στο σπίτι του στα Σεπόλια, τους πρώτους µήνες της δικτατορίας, η σύντοµη αυτοεξορία του στη Ρώµη και το Λονδίνο, οι ενοχλήσεις και η κράτησή του στην Ασφάλεια, η ένθερµη συµµετοχή του, κατά τη µεταπολίτευση, στα Φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Η έντονη συνδικαλιστική του δράση, ως πρόεδρος της ΕΜΣΕ, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Σίγουρα, αν ζούσε σήµερα, θα ήταν ευχαριστηµένος, ίσως και ενθουσιασµένος, που θα έβλεπε τη νέα γενιά να αποκτά συνείδηση του εαυτού της και της δύναµής της µέσα από τους αγώνες για καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας, παρ’ όλη την απαξίωση µε την οποία θέλει να την περιβάλλει η κουρασµένη και αµήχανη κοινωνία µας. Πολύ περισσότερο, που θα έβλεπε ότι σε αυτούς τους αγώνες, αλλά και στις στιγµές της σχόλης και παντού, τα τραγούδια του, σαν ενιαίο σύνολο, είναι πάντα – και απ’ ό,τι φαίνεται θα είναι – στα στόµατα των νέων…».
Έργο που συγκινεί και εµπνέει
Το έργο του Λοΐζου δεν παραµένει απλώς ζωντανό, γίνεται ακόµη πιο δυνατό µε τα χρόνια. «Ντύνει» ακόµη – και θα «ντύνει» για πολύ τους φοιτητικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς αγώνες. Συγκινούν και εµπνέουν η ιδεολογική του προσήλωση στα ιδανικά του κοµµουνισµού, η ευαισθησία του για τους αδικηµένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόµενους σε όλο τον κόσµο για µια καλύτερη ζωή. Τα τραγούδια του ξαναµοιράζονται στις επόµενες γενιές, µε τον ίδιο ενθουσιασµό, όπως τότε στη δεκαετία των Λαµπράκηδων, των διαδηλώσεων για το 114, και των αγώνων για ισότητα, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη. Πέρασε σύντοµα από τη ζωή. Πέθανε ξαφνικά στις 17 Σεπτεµβρίου του 1982, στα 45 του χρόνια. ∆εν έφυγε όµως ποτέ. Βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραµµή των λαϊκών αγώνων, κάτω από τις κόκκινες σηµαίες, µε τα τραγούδια και τη φωνή του ενωµένη µε τις χιλιάδες φωνές αυτών που δεν υποτάσσονται ποτέ.
*Ο Σπύρος ∆αράκης είναι πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
Πρώην ∆ήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του ∆.Σ. του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)