Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ

Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΡΑΚΑΚΗΣ

Ομως, ο Θεός είναι είρωνας. Ανεξερεύνητοι αι βουλαί του. Η πτώση από τον έβδομο ουρανό της μοχθηρής αλαζονείας στην ακραία ταπείνωση ήρθε τελείως ξαφνικά. Εκεί που κανένας δεν την περίμενε. Ο Λαπανάγος άνθρωπος κούφιος και ανόητος είχε τοποθετήσει τον εαυτό του αφύσικα ψηλά. Στάθηκε ιδιαίτερα οδυνηρή.
Ο Νικόλαος Χατζηπράσινος άρχισε την ζωή του ως εθελοντής υπαξιωματικός του Στρατού Ξηράς. Αργότερα παραιτήθηκε. Ρίχτηκε στις επιχειρήσεις. Με την βοήθεια και της τύχης πέτυχε. Έκανε τεράστια περιουσία. Ξύπνιος άνθρωπος, διέθετε παροιμιώδη ψυχραιμία και εργατικότητα. Ήταν όμως ανάλγητος, αδίστακτος, αποστειρωμένος από αισθήματα και ανθρωπιά. Πενηντάρης, γέννημα και θρέμμα της μικρής μας πόλης, πανύψηλος γύρω στο ένα και ενενήντα δυο, γεροδεμένος, ελαφρά μελαχρινός, με κοντά περιποιημένα μαλλιά, φροντισμένο παραλληλόγραμμο μουστάκι και αρχή φαλάκρωσης στο μέτωπο. Εάν δεν τον ασχήμιζε το υπεροπτικό ύφος, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ωραίος άνδρας.
Εμπορευόταν αυτοκίνητα, τρακτέρ, μικρά σκάφη αναψυχής. Βουτηγμένος στην άγρια αλαζονεία, ελαφρά συγκαταβατικός προς τους πελάτες του, μαύρος τύραννος για τα πρόσωπα που εξαρτώνταν από αυτόν. Ξεσκόνιζε και έγλειφε τους ισχυρούς. Χωρισμένος χωρίς παιδιά, ετοιμαζόταν να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του, σαραντάρα Κορίνθια, ίδιο κουμάσι με αυτόν, σκληρή και υπερόπτρια.
Γνωρίστηκε με τον Λαπανάγο σε χουντικό πανηγύρι. Δεν άργησαν να γίνουν στενοί φίλοι. Εκμεταλλεύτηκε την σελεμιά του, το ευαλωτό του στην κολακεία.
Στην περίοδο της δικτατορίας το βιοτικό επίπεδο των μεγάλων μαζών βρισκόταν σε άνοδο. Και η κουτσή Μαρία έσπευδε να αγοράσει αυτοκίνητο. Ο κύριος Εισαγγελέας δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Έπρεπε όμως προηγουμένως να μάθει να οδηγεί. Παρεκάλεσε τον Χατζηπράσινο να του δείξει.
Το κακό έγινε βράδυ σε ερημικό δρόμο. Ο Λαπανάγος παρέσυρε και σκότωσε ένα γέρο. Καθώς το άψυχο σώμα του μάτωνε στις ρόδες του αυτοκινήτου, ο πανικός κυρίευσε την μαύρη την ψυχή του. Εξαφάνισε κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, ψυχολογικής συνοχής. Έτρεμε σύγκορμος. Τραύλιζε, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Στο Κρατικό νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε ο κτυπημένος, οι γιατροί απλά διαπίστωσαν τον θάνατό του. Ήρθε και η Αστυνομία. Ποτέ του ο Λαπανάγος δεν ένοιωσε να πέφτει τόσο χαμηλά. Του φαινόταν πως εάν κάποιος του τίναζε με όπλο τα μυαλά στον αέρα, θα τον λύτρωνε. Όσο για τον Χατζηπράσινο αντιμετώπισε το θέμα σαν απρόσμενο μπελά που τον βρήκε πάνω στην καλοσύνη του. Τι ήθελε ο ηλίθιος να πάει να μπλέξει έτσι; Καλά δεν καθόταν; Υποβάσταζε τον Λαπανάγο να μην σωριαστεί. Προσπαθούσε να τον ενθαρρύνει. Την πέταξε όμως και την ψευτιά του. Τάχα ο κ. Εισαγγελέας δεν του είπε ότι δεν διαθέτει δίπλωμα οδήγησης.
Ακολούθησαν μαρτυρικές μέρες. Διαδικασίες, διατυπώσεις που κουρέλιασαν τον εγωισμό του. Στις ατελείωτες νύχτες αϋπνίας στριφογύριζε απεγνωσμένα στο κρεβάτι. Το πρωί φοβόταν να πάει στην υπηρεσία. Τον γονάτιζε η αίσθηση πως άνθρωποι που άλλοτε είχε ποδοπατήσει, τώρα τον κατακρίνουν, τον κοροϊδεύουν.
Ο νόμος όριζε πως το ανώτατο όριο παραμονής Δικαστή ή Εισαγγελέα σε ένα τόπο είναι το πολύ τέσσερα χρόνια. Ο Λαπανάγος, χάρις στις υψηλές γνωριμίες του, κατάφερε κατά παράβασή του να μείνει στο Ναύπλιο έξη συνεχή χρόνια, χωρίς καμιά προοπτική μετάθεσης. Δεν ήταν ότι του άρεσε η πόλη ή τον τρόμαζαν οι δυσκολίες της μετακίνησης. Είχε κουραστεί να δημιουργήσει περιβάλλον πλήρους υποταγής, προσκυνήματος. Αλλού θα έπρεπε να ξαναρχίσει. Τώρα πήρε τηλέφωνο τους «προστάτες» του. Ικέτευσε να τον μεταθέσουν αμέσως οπουδήποτε. Αρκεί να φύγει από το Ναύπλιο.
Για τ? όνομα του Θεού, να φύγει.
Η μετάθεση στην Πρέβεζα ήρθε έπειτα από δυο ατέλειωτους μήνες.
Τα εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν, μέχρις ότου παραδώσει και φύγει, του φάνηκαν αιώνες.
Την ημέρα της αναχώρησης, θα εγκατέλειπε την πόλη στις εννέα το βράδυ με το τελευταίο λεωφορείο των ΚΤΕΛ, περιήλθε τα γραφεία των υφισταμένων του. Τους έλεγε κλαίγοντας με λυγμούς, πόσο καλοί άνθρωποι είναι. Πόσο λυπάται που τους αποχωρίζεται. Ο μόνος που κράτησε την αξιοπρέπειά του ήταν ο Αντεισαγγελέας Χατζηλορεντζίδης. Τον διέταξε κοφτά, να βγει αμέσως έξω από το γραφείο του. Δεν του ?δωσε το χέρι. Βγαίνοντας ο Λαπανάγος τον παρακάλεσε να πει στους υπαλλήλους της Εισαγγελίας, όποιος θέλει να έρθει στο ΚΤΕΛ να τον αποχαιρετήσει.
– Περάστε έξω επανέλαβε για δεύτερη φορά ο Χατζηλορεντζίδης.
Την επόμενη ο νεαρός δικηγόρος Ιάσων Πετροπαυλίδης, γι? αυτόν μιλήσαμε πιο πάνω, πήγε στην Εισαγγελία. Βρήκε τους υπαλλήλους να συζητούν για το πόσο καλός άνθρωπος είναι ο Λαπανάγος. Πόσο άσχημα έπραξε ο Χατζηλορεντζίδης που δεν τους ενημέρωσε να πάνε στο ΚΤΕΛ να τον αποχαιρετήσουν.
Αηδίασε, σιχάθηκε τον εαυτό του. Πριν από μερικές μέρες φτωχός ανθρωπάκος βλέποντας το δίκιο του να συνθλίβεται στις μυλόπετρες της αδιαφορίας, της ανήλεης δικαστικής γραφειοκρατίας έβαλε τις φωνές. Πάνω στην οργή του, είπε και μια κουβέντα παραπάνω. Οι ίδιοι υπάλληλοι χύμηξαν να τον κατασπαράξουν, σαν άγρια θηρία. Τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Δεν έδειξαν ίχνος ανεκτικότητας, κατανόησης. Αυτός πιθανόν να μην είχε κακή ψυχή, όπως ο Λαπανάγος. Άλλη ήταν η αιτία της τόσο «χριστιανικής» καλοσύνης τους.
Φοβούνταν μήπως ο Λαπανάγος, είτε ξαναγυρίσει ως Εισαγγελέας Εφετών και τους κατατρέξει, είτε κινητοποιήσει σχετικά τις υψηλές γνωριμίες του. Στο διάβα των αιώνων οι δούλοι στην Κρήτη έβγαλαν μια παρόμοια αντάξια του χαμηλού τους επιπέδου «Χέρι δυνατού που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα