Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο πανούργος κόλακας τα κατάφερε. Μου θέριεψε τον εγωισμό, με έβγαλε στο θεατρίστικο κλαρί και στο τέλος με ποδοπάτησε.
Ο οποιοσδήποτε πανούργος κόλακας της επόμενης ζωής, που είναι ίδια με τούτη εδώ. Ακούστε την παρακάτω ιστορία:
Επροχθές γνώρισα έναν απλό άνθωπο.
-“Θρασουλερικό, μου είπε, θα φάμε απόψε.”
Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε αδρανές μυαλό. Του φαινόταν στα μούτρα. Φεγγοβολούσε ολάκερος. Η γλώσσα του ήταν καθάρια, μαστιγωτή, ατόφια. Το ίδιο και ο πνευματισμός του. Η ταπεινότητά του ήταν η διαμαντένια διαφορετικότητά του και έβγαινε απ’ όλους τους πόρους του κορμιού του.
– “Η φτωχαδούρα δεν είναι μπεσαλίδικη, πια. Σε κομματιάζει”. Κάποτε είχε και μια οντότητα, θα πρόσθετα. Ήταν σαν φυλαχτό. Το μουστάκι του ήταν σαν χνούδι, τα πόδια του σα δοκάρια, το γέλιο του αέρινο. Είχε μια αύρα εντιμότητας το χαμόγελό του.
Και οι λέξεις του δεν ήταν σάπιες. Είχαν μια δροσιά, έβγαιναν από το πιθάρι με τα χρυσά φλουριά του λαού μας, σε ταξίδευαν σε κόσμους αλλοτινούς.
Ο Αητοκωστής ήταν εντάξει μπατιράκι. Άγιος του περιθωρίου.
-“Έχω 5 ευρώ στην τσέπη. Πάμε να τα λιανίσουμε.” Τότες έσφιγγε τις γροθιές του από ικανοποίηση, το γέλιο του σε κατάπινε, η σιγουριά του σου ‘δινε κουράγιο.
Την ανυπόφορη αλαζονεία την γεννά το χρήμα και οι ψευδαισθήσεις της υλικής ευμάρειας. Ο Αητοκωστής ήταν μακριά απ’ όλα αυτά. Ανέπνεε καθάριο αέρα του βουνού, μέσα στις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Δεν πολυνοιαζόταν για την θλιβερή βουή της πόλης. Ζούσε ανάμεσά μας, μα τα μυαλά του ήταν φευγάτα στις κορφές του παραμυθιού. Γι’ αυτό τον ζήλευαν τα ανδρείκελα της φτιασιδωμένης ζωής. Ένοιωθαν πως, κατά βάθος, ο Αητοκωστής την είχε σακουλευτεί την ζήση και η ανυπόκριτη αθωότητά του ήταν και συνταγή μακροζωίας.
-“Ξηγιέσαι ένα ταληράκι ν’ αρτύσουμε το θρασουλερικό; Έλα το βράδυ να το γλεντοκοπήσουμε.”
Το σπιτάκι του είχε μια τζαμαρία στην είσοδο και πάνω ‘κει έγραφε λεξούλες με το δάκτυλο στον βαρύ χειμώνα.
“Λιάσε Θεούλη μου”, “Άτιμη κρυγιότη” και τέτοια. Όλα με το δάκτυλο του καλλιτέχνη της λεύτερης ζωής. Ο Αητοκωστής τα μοιραζόταν όλα γιατί ήξερε ότι δεν του άνηκε τίποτα. Τίποτα, εκτός από τις κορφές του παραμυθιού.
-“Λεβεντόμαγκα· άμα είσαι παρέα μου θα γλυκαθεί καλύτερα η κάρδα μου.”
Γι’ αυτόν ήταν σπουδαίο πράγμα ένα πιάτο φαΐ, γιατί έτσι οδηγούσε τη ζωή του στα μονοπάτια της λευτεριάς. Δεν τον είχε φυλακίσει η κοιλιοδουλεία. Η λαπούρδα του υπερκαταναλωτισμού. Αχόρταγος, δεν υπήρξε ποτέ.
-“Πλαντάξανε στο φαΐ και στον εγωισμό. Σακούλες μου θυμίζουν, όλοι τους.”
Ο Αητοκωστής γλύκαινε τον οισοφάγο της ψυχής του γιατί το γόνατό της άντεχε το βάρος της μοιρασιάς.
Άντε να βρείς ένα τόσο ελεύθερο άνθρωπο σήμερα. Και ο λόγος του δίκοπο μαχαίρι. Σου ‘βγαζε την ψυχή στο στόμα.
-“Την πλέμπα θα προσκυνώ και θα γράφω λεξούλες στο τζάμι στα μεγάλα κρύα. Μόνος και ανήμερο θεριό θ’ ανοίγω το τσαρδί μου στη χαρά της συντροφιάς.
Να γεμίσει το σπίτι φωνές και γέλια να την καταπιούμε την ρουφιάνα τη φτώχεια. Αν ήμουν πλούσιος θα πέθαινα”.
Γ. Ουντράκης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα