Του ΔΗΜ. ΚΑΝΤΗΛΙΕΡΑΚΗ
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών γίνονται σε μια άκρως δύσκολη και κρίσιμη συγκυρία. Σε μια συγκυρία που είναι υπαρκτός και ορατός ο κίνδυνος να χάσει την αποτελεσματικότητα της, η μόνη μορφή ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης που διαθέτουν,
το κλείσιμο των κεντρικών οδικών αρτηριών της χώρας.
Η παράταση του αποκλεισμού των δρόμων είναι προφανές ότι αποβαίνει σε βάρος της ικανοποίησης των εν πολλοίς δίκαιων αιτημάτων των αγροτών. Φέτος, οι κινητοποιήσεις τους δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν το κατάλληλο πολιτικό κλίμα όπως στις περασμένες χρονιές. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όσο δίκιο και αν έχουν, γιατί δεν μπορεί να ζητά κανείς μεγαλύτερη μερίδα από τον άδειο κορβανά του κράτους, όταν κινδυνεύει το σκάφος της χώρας να βουλιάξει. Υπό την οπτική αυτής της αρνητικής συγκυρίας μπορεί το παρατεταμένο κλείσιμο των δρόμων να γυρίσει μπούμερανγκ στους αγρότες, αν δεν εκτιμήσουν σωστά τις περιστάσεις, δηλαδή, και τα αιτήματα τους να μην ικανοποιηθούν και, αντί να κερδίσουν τους πολίτες με το μέρος τους, να τους στρέψουν εναντίον τους. Ήδη το ΕΒΕΘ αναφέρει, ότι, ύστερα από σχετική έρευνα, το 83% των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, έχει πληγεί από τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Ο πρόεδρος δε του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος μιλά «για την εκβιαστική ικανοποίηση αιτημάτων που καθιστά όμηρους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας». Εύλογο είναι ότι τα μπλόκα ενέχουν τον κίνδυνο μοιραίου πλήγματος σε πολλές επιχειρήσεις που παλεύουν στη δίνη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Η ικανοποίηση των αιτημάτων τους διακυβεύεται ακόμα και για το λόγο, ότι στην τρέχουσα συγκυρία έχουν αρχίσει να οξύνονται οι οριζόντιες αντιθέσεις στην κοινωνία. Οπότε όσο και αν έχουν δίκιο, θα χάσουν την συναίνεση των άλλων κοινωνικών ομάδων, οργανωμένων και μη, δηλαδή την πηγή της αποτελεσματικότητας των πιέσεων που ασκούν στην κυβέρνηση.
Ωστόσο όμως τα αίτια που έκαναν τους αγρότες να κλείσουν τους δρόμους είναι υπαρκτά και εν πολλοίς δίκαια. Είναι σε τελική ανάλυση πρωτίστως διαρθρωτικά. Δεν είναι απλώς οικονομικά. Η εμμονή τους, στην ικανοποίηση κυρίως οικονομικών αιτημάτων, δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά να θέλουν να μετακινήσουν σε μέλλοντα χρόνο τους δείκτες της ωρολογιακής βόμβας που κρατούν στα χέρια τους. Όμως το μεγάλο θύμα από την έκρηξη της θα είναι αυτοί οι ίδιοι, γιατί στις μέρες μας, ο εφοδιασμός της χώρας δεν εξαρτάται από την εγχώρια παραγωγή αγροτικών προϊόντων, όπως σε άλλες εποχές.
Τα οξυμένα διαρθρωτικά προβλήματα των αγροτών επωάστηκαν στη φωλιά του πελατειακού κράτους από την κλώσα του μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της μεταπολίτευσης. Συντηρήθηκαν σε συνθήκες θερμοκηπίου και με πόρους κοινοτικούς. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις τα αντιμετώπισαν με όρους κοινωνικούς και όχι αναπτυξιακούς, χρησιμοποιώντας τους συνεταιρισμούς ως εργαλείο ψηφοθηρίας και άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Με αποτέλεσμα το εισόδημα των αγροτών να στηρίζεται κυρίως στις επιδοτήσεις και όχι σε ανταγωνιστικές καλλιέργειες. Εν τω μεταξύ όμως άλλαξαν τα πράγματα. Αρχικά έκλεισε ο κύκλος της πλασματικής ευημερίας που συντηρούσε αυτό το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης καθώς και ο αντίστοιχος των μαζικών, συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών δομών του συνεταιριστικού κινήματος. Συνάμα απελευθερώθηκε η αγορά αγροτικών προϊόντων, μειώθηκαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις και η Κομισιόν απαγόρευσε στο κράτος να επιδοτεί με εθνικούς πόρους τους αγρότες. Κοντά σε όλα αυτά, η οικονομική κρίση προκάλεσε έξαρση στις εγγενείς παθογένειες της χώρας, εξάντλησε τα πιστοληπτικά όρια του κράτους και τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας να στηρίζει το αγροτικό εισόδημα με παροχές.
Ως εκ τούτου ο κεντρικός στόχος των αγροτικών κινητοποιήσεων είναι και πρέπει να είναι η επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων, που για δεκαετίες οι κυβερνήσεις έσπρωχναν κάτω από το χαλί με την ανοχή ή και σιωπηρή έγκριση των αγροτών. Είναι δε ύψιστη επιταγή, στη μεταβατική περίοδο που διέρχεται η σύγχρονη κοινωνία, η προσαρμογή των δομών της αγροτικής οικονομίας στα δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής. Συγκεκριμένα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με θεσμικά μέτρα, μεταξύ άλλων, η βαθμιαία μετατόπιση του κέντρου οικονομικής ισχύος από τους παραγωγούς στους καταναλωτές, που θύμα του είναι και οι αγρότες ως παραγωγοί. Η αδυναμία δε των καταναλωτών να οργανωθούν, αφήνει τους μεσάζοντες και ιδίως τους μεγαλομεσάζοντες, (mega dealers) να καλύψουν το δημιουργούμενο κενό. Η ισχύς τους δε αυξάνεται ακόμα περισσότερο από το άνοιγμα των εθνικών συνόρων στις αγορές, την παράκαμψη των παραγωγικών brand name και από την υπερίσχυση των δυνάμεων της αγοράς επί της πολιτικής εξουσίας. Εν προκειμένω, οι αγρότες βρίσκονται στο έλεος τους. Γιατί τα αγροτικά προϊόντα έχουν προδιαγεγραμμένο χρόνο παραγωγής και σύντομη ημερομηνία λήξης και οι ίδιοι είναι εγκλωβισμένοι σε ξεπερασμένες αντιλήψεις και σε συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές δομές. Σε αποξενωμένες δομές από τον ίδιο τον αγροτικό κόσμο, τις οποίες διαχειρίζονται αιρετοί και γραφειοκράτες στο όνομα μεν των αγροτών για λογαριασμό δε δικό τους, χρεώνοντας τους αγρότες το όφελος που ιδιοποιούνται.
Ο στρατηγικός στόχος, λοιπόν, που οι αγρότες θα πρέπει να θέσουν είναι, μεταξύ άλλων, το από κοινού κτίσιμο με τους φυσικούς τους συμμάχους, τους καταναλωτές, νέων μορφών οργάνωσης που θα καλύψουν το προαναφερθέν κενό. Τότε αυτοί από τη μια και οι καταναλωτές από την άλλη θα βάλουν τους μεσάζοντες στην μέγγενη, προς όφελος και των δύο πλευρών. Διαφορετικά ματαιοπονούν, αν από μόνοι τους παλεύουν τους μεσάζοντες ή απαιτούν την κρατική αρωγή και την εύνοια της πολιτικής εξουσίας, τη στιγμή που αποτελούν μια μικρή μειοψηφία, περίπου το 12% του εκλογικού σώματος. Ο άλλος στρατηγικός τους στόχος πρέπει να είναι εκείνες οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα δημιουργούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ώστε το εισόδημα τους να στηρίζεται στον ιδρώτα και το μόχθο τους. Τότε και μόνο δεν θα εξαρτώνται από κοινοτικές επιδοτήσεις ή άλλης μορφής παροχής «ελεημοσύνης».
Εξάλλου έως πότε μπορούν να ζουν από επιδοτήσεις, από χρήματα δηλαδή που προέρχονται βασικά από τη φορολογία αστών εργαζομένων, οι οποίοι δουλεύουν το 120% του εργάσιμου τους χρόνου, κάτω από συνθήκες υποταγής στον εργοδότη τους, και υπό τη δαμόκλεια σπάθη της απόλυσης τους. Δηλαδή, από πόρους εργαζόμενων και μικρομεσαίων επιχειρηματιών που ζουν με το φόβο να βρεθούν από τη μια στιγμή στην άλλη στο κοινωνικό περιθώριο, χωρίς ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι και χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Είναι προφανές ότι οι αγρότες δεν είναι εκτεθειμένοι σε αυτούς τους κινδύνους. Επειδή και δεν είναι υποταγμένοι σε εργοδότη, απασχολούνται στο μισό του εργάσιμου τους χρόνου και σε καμιά περίπτωση δεν κινδυνεύουν από την πείνα ή να μείνουν στο δρόμο όπως οι αστοί. Σε περίπτωση παράτασης της οικονομικής κρίσης είναι αναμενόμενο, ότι η ικανοποίηση των αιτημάτων τους δεν θα είναι στις προτεραιότητες της όποιας κυβέρνησης. Κοντολογίς, ο χρόνος κυλάει σε βάρος των συμφερόντων τους.
Εν κατακλείδι, οι αγρότες που ηγούνται στα μπλόκα θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην ικανοποίηση των θεσμικών αιτημάτων, προτού απαξιώσουν το μοναδικό μέσο πολιτικής παρέμβασης που διαθέτουν και προτού πυροδοτήσουν μια σύγκρουση με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, το 88% του εκλογικού σώματος, που πλήττονται από τον αποκλεισμό των κεντρικών αρτηριών της χώρας. Το συμφέρον των αγροτών που δηλώνουν ότι εκπροσωπούν επιτάσσει να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και της ευθύνης που έχουν αναλάβει.
*dimkantilierakis@gmail.com