Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΜΒΥΣΕΛΛΗ
Μικρή απόμεινε χήρα. Στα είκοσι τρία της. Παιδιά δεν είχε, άνοιξε ένα μικρό μαγαζί και πουλούσε είδη δώρων. Καλά πηγαίνανε οι δουλειές της, αλλά της έλειπε η συντροφιά και της νιότης το στολίδι.
Την παροτρύναν οι γονείς της να βρει ένα παλικάρι, αυτή αρνιόταν και ζούσε με αναμνήσεις και λιγοστούς, των γονιών της τους φίλους.
Μέχρι, που ένα απομεσήμερο, σε μια εκδρομή στο Θέρισο με του φίλου τους Σήφη τη φαμιλιά, τελείως ανέλπιστα, και πέρα από κάθε λογική, εξαφανίστηκε η Κρινάνθη.
Η περιοχή γνωστή σ? όλο το νησί για την αγριάδα και την ομορφιά της, με το απότομο φαράγγι, τα τεράστια χαράκια, τις απρόσιτες γρανιτένιες κορφές και τα νερά στα σπλάχνα του να τρέχουν αλλού σιγανά κι αλλού με γρηγοράδα, εκεί που πετάνε αγέρωχοι οι αετοί και ξεπροβάλλουν περήφανα τα κρι – κρι, εκεί, σ? ένα γρανιτένιο όγκο, σκαρφαλωμένη φάνηκε η Κρινάνθη· κι αντικριστά, μετέωρος στο κενό, ο άλλοτε αλπινιστής, το καμάρι της επαρχίας ολάκερης, ο γιος του φίλου τους ο Τρίτωνας, που με γρηγοράδα και δύναμη περίσσεια, έσκυψε, γλίστρησε σαν χέλι, γαντζώθηκε, κι έκοψε δυο κλωνιά από ?να άγριο βοτάνι με χνουδωτά φύλλα κι ένα μπλάβο λουλούδι στη κορφή, απ? τη σκισμάδα του βράχου ξεπροβαλμένο. Τεντώθηκε μετά, αλαφροπάτησε, κι ορθώθηκε ομπρός τη νια κοπέλα, που κι αυτή φοβήθηκε σαν τον είδε έτσι κρεμασμένο.
– Ωωω, αυτό είναι δίκταμο! Τι ωραίοο!
– Εμείς στο τόπο μας, τον λέμε, έρωντα. Είπε μ? αντρίκιο αγέρα, κι έσυρε λεβέντικη κραυγή που χτύπησε διακόσια μέτρα κάτω, στα ριζά του βράχου που ήταν σκαρφαλωμένοι, κι αντιλάλησε στα πλευρά του φαραγγιού, σάρωσε τη Κρινάνθη κι αντάμα τα αρπαχτικά, και σφηνώθηκε στου ηλιάτορα το στερέωμα.
– Σου το προσφέρω Κρινάνθη. Το βοτάνι, μαζί και το όνομα του, γραμμένο στο τόπο της καρδιάς μου.
Όμως γραφτό ήτανε και τούτη τη φορά, η ευτυχία τους να μην είναι ολοκληρωμένη, γιατί σαν αποφάσισαν οι νέοι να ενώσουν τις τύχες τους, κι αφού πήρανε την ευκή των γονιών της, ο Σήφης, ξέχασε το πολύχρονο δεσμό φιλίας και τις όμορφες στιγμές που είχανε μαζί περάσει, κι ασύστολα, χωρίς περικοκλάδες, δήλωσε πως δεν συμφωνεί να γίνει αυτός ο γάμος.
– Δεν θέλω ο γιος μου να παντρευτεί μια χήρα, που είχε για πρώτο άντρα, έναν μαύρο.
Είπε αγριεμένος, κι έδιωξε το γιο του από το σπίτι του.
Για πάντα.
Το παλικάρι όμως δεν σταμάτησε, δεν φοβήθηκε τις απειλές του, μηδέ της ζωής τις κακοτοπιές, και την παντρεύτηκε.
Στο σπήλιο του Αϊ Γιαννιού του Ερημίτη.
Ζήσανε χρόνους πολλούς αγαπημένοι, κάνανε ένα αγόρι και του δώκανε το όνομα, Τίτος.
Υιοθέτησαν ένα ακόμη παιδάκι από Ουγκάντα, κοριτσάκι, μαύρο, όμορφο και γελαστό, που μεγαλώνει μαζί με το μικρό Τίτο.
Ένα μπουκετάκι χαρούμενο κι αλλιώτικο με τους δυο γονιούς ευτυχισμένους και ήρεμους.
* Giorgiok1936@yahoo.gr
i Προδημοσίευση από το καινούργιο βιβλίο “Κρινάνθη και ζωής τα πρότυπα”